vita moderna

kisses, tears & psychodramas

11.2.04

Τοπιογραφία

Άρχισε πάλι το κρύο. Επιστρέφοντας βράδυ στο σπίτι, συναντούσα μόνο γάτες και άδεια κουτάκια κόκα κόλα. Οι αλκυονίδες, λέει, τέλος. Ήταν θέμα στις ειδήσεις όλη την ημέρα, το σχολίαζε και η κυρία στο ταξί, δίπλα μου. Την άκουγα να μιλάει στον ταξιτζή- εγώ κουμπωμένος, κλειστός, κοίταζα έξω από το παράθυρο. Μετά, στα σχόλια που ακολούθησαν για τις επερχόμενες εκλογές, κλείστηκα ακόμη περισσότερο· έχω κι εγώ τις ιδέες μου, ποιος να με καταλάβει...

Κατέβηκα στο περίπτερο, το σπίτι είναι κοντά. Πληρώνοντας, έριξα μια τελευταία ματιά στην κυρία, ήθελα να αισθανθώ κάτι απ’ τη ζωή της. Φλόδοξο σχέδιο. Στο περίπτερο έμεινα να χαζεύω τα κόμικς ψάχνοντας να αρπαχτώ από κάπου, μια ξεχασμένη αθωότητα: να ξανακούσω τις γροθιές να κάνουν «σμακ» και τις σφαίρες «ζιπ». Βρήκα μια χλωμή επανέκδοση του Λοχαγού Μαρκ, όχι και τόση άσχημη, αλλά η μαγεία είχε πετάξει. Ο περιπτεράς με κοιτάει πάντα με συμπάθεια, χαιρετάει: «γεια σου προφεσόρ»/ «καληνύχτα προφεσόρ»-είναι Βορειοηπειρώτης, καλό παιδί. Καταλαβαίνει. Κι ύστερα, τα βήματά μου στο πεζοδρόμιο, η μελαγχολία της μικροαστικής μου συνοικίας, το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Είναι κι αυτός, ένας τρόπος να ζεις.


Αλλά δεν είναι ο μόνος. Την ίδια ώρα, κοιτάζοντας ψηλά πάνω από τις πολυκατοικίες μπορείς να δεις τον ουρανό με εκείνο το παλιό φεγγάρι των ποιητών, σημάδι ότι υπάρχει ζωή και μετά τις δώδεκα . Μπορείς ακόμα να φανταστείς τη θάλασσα να ρυτιδώνεται από τον αέρα, την απέραντη στέπα. Τις ξαφνικές αμμοθύελες στην έρημο του Σινά, τα κρύσταλα των πάγων να βυθίζονται αργά στις λίμνες της Ανταρκτικής. Ένας κόσμος τόσο αρχαίος όσο το φως των μακρινών άστρων που φτάνει τώρα στη γη, η ζωή χωρίς την ανθρώπινη μεσολάβηση, χωρίς την ανθρώπινη μουτζούρα. Αλλά ποιος έχει μάτια να τη δει.

Ζούμε γυρισμένοι προς τα μέσα, στη δίνη της επικαιρότητας που επιβάλλεται πάνω μας κυριαρχικά. Και πώς αλλιώς. Αυτό είναι άνθρωπος. Τι μου είπε, τι της απάντησα. Πόσο άδικο έχει, για όλα τα φταίει το στραβό της το μυαλό. Πόσα θα μπορούσα να κάνω εγώ, αν ήθελα. Όμως δεν ήθελα, φαίνεται. Τώρα είναι αργά, πάει το πουλάκι , πέταξε. Αλλά θα δούμε. Μπορεί και να αλλάξει η κατάσταση.


Ζηλεύω τις φιγούρες του Σαγκάλ, ανθρώπους του ονείρου. Πετάνε πάνω από πόλεις, άχρονοι κι ερωτευμένοι, ταξιδεύοντας χειμώνα ή καλοκαίρι με ένα ελαφρύ πουκάμισο. Χωρίς λέξεις, χωρίς περιττές συνομιλίες. Στέκονται όπου θέλουν, φεύγουν όποτε τους γουστάρει. Στο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο πίνει αυτός το καφεδάκι του κι εκείνη κάνει μπουρμπουλήθρες με τη γκαζόζα της. Μετά παίρνουν το μπάνιο τους στους καταρράκτες της Έδεσσας κι από εκεί κατ’ ευθείαν στο Παρίσι για ψώνια. Δεν πεθαίνουν ποτέ γιατί δεν γεννήθηκαν ποτέ.

Σε μας μένουν πάντα, τα λυπητερά τραγούδια:
Με πνίγει το παράπονο γιατί στον κόσμο αυτόνα/ τα καλοκαίρια τα ’χασα κι έφτασα στο χειμώνα./ Γειά σας περβόλια γειά σας ρεματιές/ γεια σας φιλιά και γειά σας αγκαλιές/ γειά σας οι κάμποι κι οι ξανθοί γυαλοί /γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί…



Υ.Γ. Φιλιά σε όλους. Έτσι, από αγάπη!

0 Comments:

Post a Comment

<< Home