vita moderna

kisses, tears & psychodramas

23.12.03

Απογεύματα του χειμώνα. (16.12.03)

Τα απογεύματα ξυπνάω κατά τις επτά. Αυτή την ώρα μπαίνει ένα γαλάζιο φως από τις γρίλιες που μετατρέπει το δωμάτιο σε πηγάδι. Ακούω από μακριά την κίνηση στην Ομήρου, κόρνες αυτοκινήτων που φτάνουν ως εδώ σαν μπάσες φωνές μιας μελαγχολικής μουσικής γραμμής.

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.


Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Πάλι οι σπαρακτικές κόρνες. Και πιο μακριά, άλλα μουσικά παραγγέλματα από το γυμναστήριο στο ισόγειο: everybody, move your body…everybody, my body.
Το δικό μου σώμα είναι ζεστό από τον ύπνο και αδρανές. Κάποτε ανασηκώνομαι στα μαξιλάρια . Σ’ αυτή τη στάση συνήθως αρχίζω να αναμασάω ασήμαντα γεγονότα της ημέρας , πρόσωπα και εικόνες που δεν πρόλαβα να συγκρατήσω καλά, κουβέντες που μείνανε στη μέση. Το φως φεύγει. Ακούω το πάτωμα να τρίζει.

Ανεβαίνουν παράπονα μέσα μου, μικρές θαμπές ενοχλήσεις στην επιφάνεια της ζωής.

Κάπου φαίνεται θα διασκεδάζουν
Μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
Ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά.


Πλήγωσα ανθρώπους. Με μια αίσθηση «επείγοντος» υπερασπίστηκα ένα προσωπικό «δέον» πάνω σε αθώους. Κουρδισμένος από μικρές ή μεγάλες διαψεύσεις, αθώος κι εγώ.

Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.

Μια νύχτα στη Σέριφο, να’ταν ’80, ’81; πίναμε ούζα μια μεγάλη παρέα, κάτω στο λιμάνι. Μαζί μας και κορίτσια από ξένες χώρες. Αποφάσισα, τύφλα στο μεθύσι, να πεταχτώ μέχρι τη σκηνή στην παραλία, να φέρω τσιγάρα που τελείωναν.
Η είσοδος σ’ αυτήν την παραλία γινόταν από κάποιο σημείο που περνάς σκυφτός, κάτω από πυκνά φύλλα.
Σκοτάδι πίσσα. Καθόλου φεγγάρι, χωρίς φακό. Άκουγα τη θάλασσα αριστερά μου, βάδιζα λαχανιαστός και διεγερμένος από το ποτό. Επειγόμουν να επιστρέψω, διάλεγα με το νου μου κορίτσι.

Κάποτε εντόπισα τη σκηνή, πήρα τα τσιγάρα κι άρχισα να επιστρέφω.
Δεν καταλάβαινα γιατί αλλά δεν μπορούσα να βρω την έξοδο. Άρχισα να τρέχω, πάνω κάτω. Έλεγα, δεν μπορεί, θα πέσω πάνω της τυχαία.

Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Πανικός. «Βόηθα με θεούλη μου να τη βρω», έλεγα. Τίποτα. Πάνω κάτω στην παραλία. Ερημιά. Ένα φωτάκι στο πέλαγος κουνιόταν, σκεφτόμουνα την παρέα να πίνει και να γελά. Και πάλι από την αρχή. Πάνω κάτω.

Όταν τελικά νικήθηκα, κατέρρευσα πάνω στην άμμο κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Μόνος, μέσα σε έναν αγιάτρευτο πόνο.



Υ.Γ. Τα αποσπάσματα είναι από το "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" του Οδ. Ελύτη.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home