vita moderna

kisses, tears & psychodramas

12.6.04

Ασάλευτη ζωή.

Βρέθηκα τον περασμένο Μάρτιο σ’ ένα ορεινό, εγκαταλειμμένο χωριό της Αρκαδίας. Το αυτοκίνητο διέσχισε μια απόσταση εκατό μέτρων και σταμάτησε· το χωριό τελείωνε εκεί. Εκτεινόταν όμως αρκετά, πάνω και κάτω από το δρόμο, αμφιθεατρικά, πνιγμένο στα έλατα. Με τα πέτρινα σπίτια του και το μικρό σχολείο να κατοπτεύει τη χαράδρα από ψηλά.
Ήταν μεσημέρι ακόμα και σε τύλιγε η σιωπή των βουνών. Κατέβαινε ένας ήσυχος, παγωμένος αέρας από το πυκνό ελατοδάσος, ο ήλιος κρυβόταν. Στο λιγοστό χρόνο που μείναμε, προλάβαμε δυο σύντομες βροχές.

Γύρω παντού, χορτάρια και σκίνα σκαρφαλωμένα στις προσόψεις, στις έρημες αυλές. Παρατημένα είδη μιας καθημερινότητας που έμοιαζε να διακόπηκε ξαφνικά: ένα πλαστικό μπουκάλι με λάδι, μια κουδουνίστρα μωρού, ένα παπούτσι. Εισχωρώντας περισσότερο, σε άρπαζε η μελαγχολία της σταματημένης ζωής, η αίσθηση ενός αιφνίδιου θανάτου. Ωσάν οι άνθρωποι να χτυπήθηκαν έξαφνα από το κακό κι εγκατέλειψαν, νύχτα, τα σπίτια τους.
Ο τόπος είναι υπέροχος, τα σπίτια λιτά, δωρικά. Η θέα προς τη χαράδρα δημιουργεί μια αίσθηση σκηνικού βάθους και καθώς το χωριό είναι μικρό, μπορείς να σταθείς οπουδήποτε, απαγγέλλοντας στους (ανύπαρκτους) κατοίκους του τα αγαπημένα σου λυρικά αποσπάσματα. Μεγάλα πουλιά διαγράφουν κύκλους ψηλά, εντείνοντας τη θεατρικότητα. Βρίσκεσαι μόνος στη σκηνή του κόσμου.

Ο διασταλμένος χρόνος ανοίγει σαν πηγάδι και σε ρουφάει προς τα πίσω. Θα μπορούσε να ήταν, ας πούμε, 10 Μαρτίου του 1890, αφού ο τόπος δεν συντηρεί στοιχεία της επικαιρότητας· ένα αρχέγονο, βαρύ σκηνικό υποδέχεται την ανθρώπινη παρουσία και της υποβάλλει τον τύπο της δραματουργίας: το διαρκές πένθος για την ύπαρξη.

Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου.

Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

*


Ζωές των ανθρώπων σ’ έναν τόπο πανέμορφο και περίκλειστο, οριστικά στραμμένες προς τα μέσα.

Ενώ έδυε ο ήλιος, σκύψαμε στο παράθυρο του σχολείου. Κατεστραμμένα τα παλιά θρανία με το διπλό κάθισμα και την επικλινή επιφάνεια (με αυλάκι για τα μολύβια. Το ένα πάνω στο άλλο. Ο Κολοκοτρώνης, ξεβαμμένος, με ραγισμένο τζάμι. Ο χάρτης της Ελλάδας διπλωμένος στο έδαφος. Σχολικά εγχειρίδια και θρυμματισμένα γυαλιά και σκόνη παντού.

Αναχωρήσαμε μέσα σε ρίγη. Βγαίνοντας από το χωριό, στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, είδαμε ένα κουτάβι να τρέχει πίσω μας. Τέλος σταμάτησε και έμεινε να μας κοιτάει. Μόνο του, λίγο πριν φύγει το τελευταίο φως.


Οι στίχοι του Ελύτη, από το Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home