vita moderna

kisses, tears & psychodramas

6.10.04

Θίσβης 23, στο Μπαράκας

Ήρθαμε στην Αθήνα με τη μεταπολίτευση. Μείναμε για λίγο στο Περιστέρι, στη Θίσβης-ένα στενό δρομάκι πλάι στις προσφυγικές πολυκατοικίες. Τελείωνα τότε το δημοτικό και η διαφορά με την επαρχία δεν φαινόταν τόσο δραματική. Γειτονιά ήταν κι εκεί, γρήγορα έκανα φιλίες, μέναμε έξω μέχρι αργά τη νύχτα.
Ύστερα, κυνηγώντας την καλύτερη ζωή, ήρθαμε εδώ, στη Νέα Σμύρνη. Έκτοτε δεν επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά.

Διάβασα, όμως, ένα κείμενο του Μπόρχες:
"Θέλω να μιλήσω για μια εμπειρία που είχα εδώ και λίγες νύχτες: ένα περιστατικό φευγαλέο και πολύ εκστατικό για να το πω περιπέτεια· κι από την άλλη μεριά, πολύ συναισθηματικό κι εξωπραγματικό για να το πω στοχασμό.

Εκείνο το απόγευμα ήμουν στο Μπαράκας…κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτό που λέμε έναν τυχαίο περίπατο….ένα είδος οικογενειακής έλξης όμως, με παρέσυρε πέρα μακριά, σε κάτι γειτονιές που μόνο σεβασμό εμπνέουν στην καρδιά μου…..Ο περίπατος με έφερε στη γωνιά ενός δρόμου. Εισέπνευσα τη νύχτα, μέσα σ’εκείνη την άπειρη ηρεμία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δυο σκέψεις. Ήταν ένα τόσο τυπικό τοπίο που άγγιζε το εξωπραγματικό. Ο δρόμος ήταν όλο χαμόσπιτα και μ’ όλο που αυτό σήμαινε φτώχεια με μια πρώτη ματιά, μου γέννησε αναμφίβολα μια αίσθηση ευτυχίας. Ήταν ο πιο φτωχός κι ο πιο όμορφος δρόμος που είχα δει ποτέ μου. Κανένα σπίτι δεν τολμούσε να φτάσει ίσαμε το δρόμο. Στη γωνία μια σκιά έριχνε τον ίσκιο της. Τα μικρά, θολωτά κατώφλια, φαίνονταν φτιαγμένα απ’ την άπειρη ουσία της νύχτας. ….ένας ρόδινος τοίχος έμοιαζε, όχι σα να στέγαζε το φεγγαρόφωτο, μα πιο πολύ σα ν’ ακτινοβολούσε ένα αποκλειστικά δικό του φως….

Έμεινα να κοιτάζω εκείνη την απλότητα. Σκέφτηκα, σίγουρα φωναχτά «μα αυτό δεν έχει αλλάξει τριάντα χρόνια τώρα…»….ίσως να κελαηδούσε ένα πουλί, ωστόσο το σίγουρο ήταν πως μέσα σ’ εκείνη την ιλιγγιώδη ησυχία δεν υπήρχε άλλος ήχος από την άχρονη φωνή των γρύλλων….ένιωσα νεκρός, ένιωσα σα να παρατηρούσα αφηρημένα τον κόσμο: ένας φόβος ακαθόριστος, ποτισμένος με επίγνωση…δε μου πέρασε απ’ το νου πως ανηφόριζα αντίθετα στο υποθετικό ρεύμα του Χρόνου´ μάλλον υποψιάστηκα πως έγινα κάτοχος της απόκρυφης ή ανύπαρκτη σημασίας της ασύλληπτης λέξης «αιωνιότητα». Πολύ αργότερα μόνο, μπόρεσα να καθορίσω με ακρίβεια εκείνη την εντύπωση.

Να πώς την ερμηνεύω τώρα: αυτή η καθαρή παράσταση ομογενών πραγμάτων-η ηρεμία της νύχτας, ο ολοφώτεινος τοίχος, η χωριάτικη μυρουδιά απ’ τ’ αγιόκλημα, το άγριο χώμα-δεν είναι απλά και μόνο ταυτόσημη με εκείνη που παρουσιάστηκε στην ίδια γωνία πριν από τόσα χρόνια´ δεν «μοιάζει», δεν «επαναλήφθηκε»- είναι η ίδια. Ο χρόνος, αν είναι δυνατή η εναίσθηση αυτής της ταυτότητας, δεν είναι παρά μια πλάνη: και μόνο το γεγονός πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια στιγμή απ’ το φαινομενικό παρελθόν του από μια άλλη που ανήκει στο φαινομενικό παρόν του, αρκεί να τον αποσυνθέσει».


Όπως ίσως κατάλαβες αναγνώστη μου, αυτό ακριβώς παρακινήθηκα,ξαφνικά, να κάνω. Να ενώσω δηλαδή μια στιγμή του φαινομενικού παρελθόντος με μια στιγμή του φαινομενικού παρόντος μου. Κι επέστρεψα στο ίδιο εκείνο σπίτι της Θίσβης, κι έμεινα να εισπνέω κι εγώ τη νύχτα κάτω από το παράθυρο που πίσω του κοιμόμουν κάποτε, χωρίς να ξεχωρίζω αν είμαι εγώ που σκέφτομαι ή ο Μπόρχες που μου τα ψιθυρίζει στο αυτί, την ώρα ακριβώς που η συγκίνηση με παρέλυε, με άφηνε κόκκαλο μέσα στη νύχτα του ενιαίου χρόνου: αυτού του ρευστού, φευγαλέου ονείρου που συνθέτει την ίδια μας τη ζωή.

*


Πολύ εύκολα τελευταία βουλιάζω σε μια ακαθόριστη συγκίνηση που μοιάζει με πένθος. Απορροφημένος σε σκέψεις δεν βρίσκω στέρεο έδαφος πουθενά. Μπαινοβγαίνω στη ζωή μου ως θεατής, ανασηκώνοντας καπάκια της μνήμης. Το αποτέλεσμα είναι μια δήθεν φλου διάθεση με τα χέρια στις τσέπες, ενώ ευχαρίστως θα έβαζα τα κλάματα μπροστά σε όλους.

Αλλά υπάρχουν όρια και στην εξομολόγηση.

Y.Γ. Κατά (ευχάριστη) σύμπτωση, ο talos παρεπέμπει σε έναν φυσικό που διανοείται πάνω στη φύση του χρόνου.

2 Comments:

At 10:32 AM, Blogger thas said...

Αντιγραφή των σχολίων:

Areth:"Κη φισιά,7 Σεπτέμβρη

Γράφω όπως ανοίγει κανείς τις φλέβες του.
Γράφω για ν' αναβάλω μιαν ομολογία* κάθε γραφή θα πρέπει να ήταν για μένα κάτι σαν την αναστολή μιας ποινής.
Κανείς δεν ομολογεί γιατί δεν μπορεί να το θέλει. Η πιο δυνατή θέληση σταματά στο σύνορο της ουσιαστικής ομολογίας.
Ω να πεθάνει κανείς….
Αισθάνομαι άρρωστος* δεν μπορώ να κυβερνήσω την καρδιά μου, τη σκέψη μου- μόλις την έκφρασή μου. Δεν ξέρω πια ν' αγαπήσω, δεν ξέρω να θαυμάσω.
Είμαι ένα άρρωστο ζώο* άδολη θλίψη. "

Μέρες, Γ. Σεφέρη

2004-10-06 22:58


---------------------

Pixie:Ωραιότατο, συγκινητικότατο και παράδοξα ρεαλιστικό.
Μερικά βήματα πριν την άκρη του γκρεμού. Ενός γκρεμού που μπορεί να επιφυλάσσει πτώσεις μακράς διαρκείας, τόσο το βάθος του. Κι όσο κατακρημνίζεσαι, σε αγγίζει απ το παντζάκι, ίσα για να τη διακρίνεις, η ψευδαίσθηση του μη χρόνου.

2004-10-07 18:14

 
At 7:12 PM, Anonymous Anonymous said...

Cool blog, interesting information... Keep it UP Ultram store Vector baseball hat Demo undelete software Buy cialis dosages Cephalexin tramadol Adjustable metal shelves cell phone ringtone downloads Automatic slide gates Ferrari jobs professional gambling tips Pop up blocker removal Ecuador and debt buy sex toys cadillac license plate frames

 

Post a Comment

<< Home