Για να μη χάνετε το χρόνο σας...
...όσοι μπαίνετε στο ταπεινό ιστολόγιο ετουτοδωνανά,
διαβάστε κάτι της προκοπής:
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε ξημερώματα.
- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!
H. X. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός, Νεφέλη 2004
24 Comments:
πωπω βρε thas
θα προτιμούσα σκέτο το "η μανταρινιά μας ζει" αλλά ευχαριστώ πολύ
(κ τους 2 σας)
Εξαιρετικό το απόσπασμα, συγκίνηση και νοσταλγία το διακατέχει, όπως γενικά τη γραφή του Παπαδημητρακόπουλου!
Μια παρατήρηση για τον τίτλο: Δε χάνουμε το χρόνο μας εδώ μέσα!
Χαίρομαι ρε παιδιά που σας αρέσει. Τον βρίσκω κι εγώ, σπουδαίο.
Η ψυχή μου πιάστηκε. Όλο κάτι τέτοια αναπάντεχα μας κάνετε εσύ κι η Κουρούνα και μας κρατάτε ανθρώπινους...
Πολύ καλή εκλογή!
Εχεις δίκιο. Εδώ μέσα μπαίνουμε ακριβώς για να μη χάνουμε το χρόνο μας. :-)
εξαιρετικό:)
Εν πρώτοις ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!
Εν δευτέροις, εγώ που συγκινήθηκα τώρα κι' έχω έναν κόμπο στι λαιμό...ίσως είναι επειδή η καταγωγή μου είναι από κείνα τα μέρη.
΄Ομορφος Νομός κι' ....ας τον καψάλισαν
Γλαρένιες αγκαλιές
(Υ.Γ. Να της πηγαίνεις μανταρινάκια κάθε χρόνο. Αν βλέπουν οι ψυχές όπως λένε...δεν θα χαίρεται;)
Oυπς! Η δική μου μανούλα ζει, φύρδην. Του συγγραφέα Παπαδημητρακόπουλου δεν ξέρω να σου πω. Υποθέτω πως είναι αληθινή ιστορία αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό. Καλό μήνα και σε σένα.
Οneire, rodia και discolata από μακριά σας χαιρετάω και από κοντά σας λέω: Γεια σας μπλόγκερς και συνμπλόγκερς και αφέντες συναισθηματιστολόγοι.
Καμία _καμία_ φορά δεν ένιωσα ότι χάνω τον χρόνο μου εδώ μέσα, όταν μάλιστα "βγάζω" και κάτι παραπάνω, όπως σήμερα, αισθάνομαι διπλά τυχερή που η μπλογκοπεριπλάνηση με έφερε και ως εδώ.
(Πώς να σχολιάσω το αφήγημα, έχω "κατευοδώσει" και τους δυο γονείς μου και δεν μπορώ να το δω απλά ως λογοτεχνία _για μένα γίνεται αληθινή ιστορία, και με ιδιαίτερη σημασία).
Καλό σου Οκτώβρη.
προτιμω κατι δικο σου
τοσο καιρο πια περιμενω....
νικολ
συγκινητικό......
ήμουν σίγουρη - από τα μισά της αφήγησης- πως πριν ψιθυρίσει οτιδήποτε στο αυτί της μητέρας του θα έριχνε ένα κουβαδάκι νερό στην παιδική μανταρινιά του.
δεν το έκανε όμως. Δεν το έριξε.
ας είναι.
κι εγώ προτιμώ τα δικά σας.
νομίζω πως εσείς θα το ρίχνατε το νεράκι - πριν πάρετε το χαρτί και το μολύβι.
γούστα είναι αυτά.. κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα.
μίμα
πολυ ωραιο θας.αλλα να πω κι εγω, αυτο που ειπαν και οι αλλοι δηλαδη, κανεις δεν χανει το χρονο του εδω μεσα.
Ευχαριστώ πολύ παιδιά. Χαίρομαι που δεν χάνετε το χρόνο σας εδώ μέσα.
Ετοιμάζω κάτι μεγάλο τώρα: Τρεις φίλοι από το στρατό, ο Ξενοφών, ο Φίφης και η Ρουδαμβίκη βρίσκονται τυχαία στο γήπεδο του Πανιωνίου. Παίζει η Δυναμό Κιέβου και το σκορ είναι αμφίρροπο. Μια σύντομη βροχή αναγκάζει τον Φίφη να εξομολογηθεί τον έρωτά του στη Ρουδαμβίκη. Χρόνια μετά τη θυελλώδη σχέση τους, η ενωμένη Ευρώπη είναι πια προέκταση της ερήμου και μόνο κάποια μικρά έντομα, οι βαζιβαζδέκοι, κυκλοφορούν στις απέραντες εκτάσεις της. Ένας βαζιβαζδέκης ξεκινάει να βρει νερό. Προχωράει αργά, τρεκλίζοντας, αλλά περνώντας πάνω από τις παλιές χώρες θυμάται τους πολιτισμούς που έζησαν εκεί. Περνάει 47 χώρες και 74 εκατομμύρια σελίδες - πουθενά νερό. Στα επόμενα κεφάλαια διαβάζουμε για τη ζωή του Γιοβάν Τσαούς, όπως την αναπλάθουν ρεμπέτες της εποχής. Το ζουζούνι προχωράει η Ρουδαμβίκη δεν εμφανίζεται. Ούτε κανείς άλλος. Ακούγονται τραγούδια των Pere Ubu, Diamanda Gallas και Stiff little fingers, από κασέτες του Φίφη που βρέθηκαν παρατημένες στη φυλάκιο, εν ώρα σκοπιάς. Είχε πάει για κατούρημα.
Έχω διαβάσει το χειρόγραφο δυο φορές μέχρι τώρα και τολμώ να πω ότι βρίσκω τη δομή του τέλεια.
Ε... εξ..αιρετικό ακούγεται το τελευταίο συγγραφικό εγχείρημα.
Ναι βέβαια.
Και ανυπομονώ να δω την ταινία.
Σίγουρα το βιβλίο θα είναι καλύτερο, απλά θέλω να δώσω μια ευκαιρία και στη ματιά του σκηνοθέτη. Καταλαβαίνεται.
Έχω φορέσει δύο χειρόγραφα μέχρι τώρα και τολμώ να πω ότι βρίσκω την τελεία του Δομή.
Έλα μωρέ qarcq, νομίζω ότι με κοροϊδεύεις. Αλλά σε καταλαβαίνω- φοβάσαι μήπως κουράσει τον αναγνώστη.
Σκέφτομαι να βγάνω λίγο έρωτα και να βάνω περισσότερο ζουζούνι.
Τι έρωτες και science-fiction;
Όσο πιο ντοκιμαντέρ, τόσο καλύτερα.
This is a bugs life.
Θέλει περισσότερο ζουζουνάκι, μαμουνάκι, μέλι-Σούλα.
Μετά από ένα βαρυσήμαντο ματς σ’ένα βαρύ βιβλίο, ο αναγνώστης επιζητάει μια ανάλαφρη νότα.
Τη λα ας πούμε.
Υπέροχο!
Περιμένουμε!
Για να σοβαρέψω ελαφρώς την κατάσταση και χωρίς κανονιστική-επικριτική διάθεση για τα συγγραφικά του καθενός, ήθελα να πω ότι μια λογοτεχνία τέτοιας οικονομίας όπως αυτή με ενθουσιάζει. Είμαστε κουρασμένοι άνθρωποι, δεν αντέχουμε τα κατεβατά. Μεγάλωσα μάλιστα σε μια εποχή που δεν θεωρούσε την ποίηση ψυχοπαθολογία της γλώσσας αλλά της επεφύλασσε τον θρόνο των γραμμάτων. Νομίζω ότι μια γραφή σαν του Παπαδημητρακόπουλου προϋποθέτει την ποιητική αγωγή ως υπόστρωμα. Και ένα ήθος του συγγραφέα (ή γλωσσικό ένστικτο, δεν είμαι σίγουρος) που σε κάνει just me , έστω όπως λες και για προσωπικούς λόγους να «μην μπορείς να το δεις μόνο σαν λογοτεχνία». Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερο κοπλιμέντο για έναν συγγραφέα αυτής της κατεύθυνσης. Καθότι μπορεί να διαβάσεις κείμενα «αποχαιρετισμού» και να ριγήσεις από την ανάποδη.
Alienlover, χαίρομαι που σ’ αρέσει.
Μίμα, με φτιάχνεις.
Νικόλ, με ανεβάζεις.
ε, με στέλνεις.
Qarcq, με παρσέρνεις.
Sigmud, με τιμάς με την εμπιστοσύνη σου. Επειδή πρόκειται για υπερπαραγωγή όπως είδες, θα σε παρακαλούσα να καταθέσεις ένα συμβολικό ποσό μερικών χιλιάδων ευρώ στο λογαριασμό μου ώστε να ξεκινήσω το τιτάνιο έργο της εκτύπωσης.
όμορφα αληθινό το απόσπασμα
thanks για το κέρδος σε χρόνο
"να ριγήσεις από την ανάποδη"...
Χαχα, καλά, thas, ζωγραφίζεις ...!
Και, γράψε με, παρακαλώ στη λίστα για προαγορά του εκπονήματός σου, ειδεμή θα στηθώ απο βραδίς με ράντσο έξω απ'το βιβλιοπωλείο...
:)
Χμμ.. Ρουδαμβίκη, ε... Ωραίο! αρχίζει από Ρο :)
Post a Comment
<< Home