αντίο, αντί
Συνήθως έτσι γίνεται. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και έκτακτα δελτία ειδήσεων, η ιστορία επιμένει να γράφεται στις λεπτομέρειες, στις πίσω μας σελίδες. Mε ένα σύντομο και σεμνό σημείωμά του ο Χρήστος Παπουτσάκης, εκδότης για 34 χρόνια του περιοδικού Αντί, αποχαιρετά τον κόσμο που συμπορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια στην «περιπέτεια της έκδοσης» του περιοδικού. Δεν ήταν και λίγοι. Δεκάδες πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, συγγραφείς, κριτικοί, σκιτσογράφοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες και απλοί αναγνώστες συνδιαμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης. Για κάποιους δεν χάθηκε και τίποτα. Για κάποιους άλλους, μια ολόκληρη εποχή (και η ζωή που συνδέθηκε μαζί της) παίρνει τώρα ένα συμβολικό τέλος. Εννιακόσια και πλέον τεύχη μετά, ο κόσμος μας είναι ένας νέος πλανήτης.
Είχε προηγηθεί η περσινή εξοντωτική επιδίκαση των 80.000 ευρώ για ένα ελάχιστο σχόλιο συντάκτη του περιοδικού, απόφαση στηριγμένη στον γνωστό νόμο περί Τύπου που έχει γονατίσει πρόσωπα και επιχειρήσεις, γιγαντώνοντας παράλληλα τη βιομηχανία των αγωγών· στόχος του πολύ συμπαθητικού αυτού νόμου είναι όσοι γράφουν δημόσια να αποκτήσουν σιγά σιγά την κλινική διατύπωση του Θοδωρή Ρουσόπουλου, αν δεν τους βρίσκεται πρόχειρη βιλίτσα για πούλημα.
Συγκινούμαι με το κλείσιμο του περιοδικού αλλά δεν είμαι και ο αρμοδιότερος να μιλήσω γι’ αυτό. Ανήκω σε μια γενιά της μεταπολίτευσης, ή έστω κατηγορία ανθρώπων, που στην εφηβεία τους εγκολπώθηκαν αυτόματα την κριτική απέναντι στην συντεταγμένη κομματική δράση, υπέρ μιας αόριστης (και βολικής, σκέφτομαι) προσωπικής ελευθερίας. Περισσότερο από τη σοβαρούτσικη αρθρογραφία της ανανεωτικής αριστεράς, μας επηρέαζε τότε η λυτρωτική αίρεση του Λεωνίδα Χρηστάκη στο Ιδεοδρόμιο ή τα ροκ μανιφέστα των Αργύρη Ζήλου και Χρήστου Δασκαλόπουλου στον ΗΧΟ (Κάποτε πρέπει να γραφτεί η ιστορία των περιοδικών στην Ελλάδα και να αποτιμηθεί η βαθιά επίδρασή τους στις νεανικές κουλτούρες).
Αλλά εκτός από μια συστηματική αριστερή αρθρογραφία, η έκδοση του Αντί στο σύνολό της μοιάζει σήμερα σαν μια μεγάλη και πολύτιμη συζήτηση για την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό, που άνοιξε με τη μεταπολίτευση και ενέπλεξε σε μια δημιουργική αναζήτηση ταυτότητας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Καθρέφτισε τη σύγχρονη ιστορία του τόπου, πολιτική και πολιτιστική, τις αγωνίες, τους ενθουσιασμούς, τις παλινωδίες, τον ευγενή στοχασμό αλλά και τον φανατισμό, το βηματισμό εν τέλει μιας κοινωνίας προς την ενηλικίωσή της. Περίεργο. Λέω ενηλικίωση αλλά δεν σκέφτομαι ακριβώς ωριμότητα, όσο μια ουδέτερη περιοχή κατευνασμένων πολιτικών παθών, πραγματισμού και ιδιώτευσης.
Το ερώτημα είναι αν αυτή η μεγάλη συζήτηση είχε ήδη ολοκληρωθεί πολύ πριν το κλείσιμο του περιοδικού. Αν ως κοινωνία έχουμε αναστείλει το πάθος των πολιτικών ή άλλων θεωρητικών αναζητήσεων υπέρ μιας ρεαλιστικής οπτικής του αποτελέσματος, όπου οι αντίπαλοι στρατοί μετρώντας εαυτούς και αλλήλους, έχουν αποσυρθεί κουρασμένοι στα στρατόπεδά τους. Ακόμα και η πρόσφατη διαμάχη περί ελληνικότητας μοιάζει με νεκρανάσταση, μια τεχνητά ξαναζεσταμένη θεματολογία όπου προσωπικές στοχεύσεις και τακτικισμοί πλέκονται με προαιώνια ερωτήματα περί του εθνικού και του παγκόσμιου. Το κοινό στις κερκίδες ξεφλουδίζει τον πασατέμπο του. Κάτι άλλο μαγνητίζει αόριστα τη σκέψη μας- πάντως όχι ο Σεφέρης και η γενιά του 30.
Υπάρχει ευτυχώς το διαδίκτυο, αυτό το αναντικατάστατο δώρο των σύγχρονων καιρών, ένα τρομερό βήμα ελευθερίας για όλους. Μάλιστα μια ομάδα φίλων και συνεργατών του περιοδικού συνεχίζει την προσπάθεια εκεί. Το πρόβλημα είναι ότι το μέσο, χαοτικό από τη φύση του, ευνοεί τον κερματισμό και τη διάσπαση, και παρότι αφήνει τις φωνές να ταξιδέψουν ελεύθερα –ποτάμια και παραπόταμοι που κυλάνε ασταμάτητα– δεν συγκεντρώνει την ενέργεια σε μια συνεκτική πρόταση με ενιαία αισθητική και ήθος. Τα μοναδικά τεύχη-αφιερώματα του περιοδικού, ας πούμε, δεν (ξανα)στήνονται στο δίκτυο.
Δυστυχώς κανείς δεν ξέρει πόσο εκτιμά ή αγαπάει κάποια πράγματα πριν να τα χάσει.
Λεπτομέρειες και δευτερεύοντα στοιχεία παίρνουν άλλες διαστάσεις στην απώλεια. Το χαρτί της έκδοσης (τσιγαρόχαρτο θα το λεγες), τα πυκνογραμμένα αυτά κείμενα σε στήλες, η απουσία χρώματος, ακόμα και η παλιομοδίτικη αισθητική του, λειτουργούσαν λιγάκι σαν αντιστάθμισμα στην τάση μας να καταπίνουμε την πρόοδο με τα φλούδια της και τα κουκούτσια της, που λέει και ο νομπελίστας.
Τα τελευταία χρόνια το περιοδικό δεχόταν κριτική για την αδυναμία του να μιλήσει με σύγχρονους όρους για μια κοινωνία που αλλάζει ταχύτατα, να επανατροφοδοτήσει δημιουργικά τη συζήτηση περί συντήρησης και προόδου. Παρ’ ότι κι εγώ τελευταία σπανίως το αγόραζα, μ’ άρεσε να το βλέπω έτσι κρεμασμένο ανάμεσα σε εκδοτικά μεγαθήρια, ευγενικό, αυτόνομο και κάπως μελαγχολικό απόσπασμα ενός κόσμου στη δύση του. Υποθέτω πως για πολλούς από μας λειτουργούσε κατευναστικά η ιδέα ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσες να επιστρέψεις σε μια περιοχή με παρελθούσες αξίες, «να βάλεις το τεύχος κάτω από το μαξιλάρι» όπως σημειώνει παλιός αναγνώστης—λιγάκι, φαντάζομαι, σαν φυλαχτό ή σαν φετίχ μιας χαμένης νεότητας.
Μιλάω ήδη από τη μεριά της νοσταλγίας- πράγμα συνήθως άχρηστο και αναποτελεσματικό. Είναι σίγουρο πως οι εκδόσεις δεν συντηρούνται ούτε με το βάρος του ονόματός τους ούτε με τις ευχές όλων μας για μακροημέρευση- ιδίως σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αλλά είναι αδύνατον να μη σκεφτεί κανείς ότι είναι άδικο μέσα στην ευημερούσα ευτέλεια και τον επιπλέοντα κιτρινισμό των ημερών, ένα περιοδικό του μεγέθους και της ιστορίας του Αντί να βάζει λουκέτο. Κρίμα.
(Ευχαριστούμε κι εμείς τον Χρ. Παπουτσάκη για τη διαδρομή και του ευχόμαστε καλή δύναμη στην περιπέτεια της υγείας του.)
Athens Voice, 17-04-2008
15 Comments:
Πολύ δυνατό κομμάτι...
προσπάθησα να το βρω, να το σώσω, στον ιστότοπο της A.V. αλλά δεν τό 'βρισκα εκεί.
Ίσως δεν ξέρω να ψάχνω και καλά στο σάϊτ της!
Ευτυχώς το΄χεις κι εδώ! ;-)
Άσε παιδί μου! Γράφουμε δυο-τρεις φορές το χρόνο και τη μία μας την τρώει ο δαίμων του ηλεκτρονικού τυπογραφείου! ΑΙΣΧΟΣ. ΝΤΡΟΠΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΕΤ-POLICE;
(Χαθήκαμε βρε Μακ.)
Να 'σαι καλά ρε Thas.
Ακόμη κι εμάς του νεότερους που το ξέρουμε ως τίτλο μόνο (το διάβαζε ο πατέρας μου), κάτι μας προξενεί ο τρόπος που το παρουσιάζεις.
Βάνω καλολογικά στοιχεία μέσα.
;-)
(μερσί μ.π.)
Δεν ξέρω τι άλλο έχει γραφτεί, αλλά το κείμενο αυτό είναι ό,τι πρέπει. Κατά τα άλλα συγκίνηση. Και δυσκολία μεγάλη να μιλήσεις για όσα αγάπησες.
ειμαστε στην ίδια γενιά πάνω κάτω φίλε.
δε διάβαζα το αντί, διάβαζα όμως πολύ Ζήλο και Δασκαλόπουλο και Λυμπερόπουλο και...ξέρεις.
αυτό που έγραψες για την επιδραση των περιοδικών στις νεανικές κουλτούρες στην Ελλάδα, με άγγιξε πολύ.Είναι σίγουρο ότι κι εμένα η γραφή κάποιων ανθρώπων σε περιοδικά(και οι ιδέες τους και η σκέψη τους και η στάση τους)με επηρέασαν πολύ.Κάπου στα κύταρα μου σίγουρα τριγυρίζει στριμωγμένη η κριτική του πρώτου δίσκου των violent femmes, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό.
Το θέμα είναι ότι ολ αυτά είναι απόντα σήμερα κι όπως πολύ σωστά παρατηρείς, καλό μεν το διαδικτυο, αλλά η δύναμη και η συνοχή του περιοδικού είναι αξία αξεπέραστη.
Θας,
Στο Αντί έχει δημοσιεύσει μερικά από τα πιο λαμπερά και διεισδυτικά του κείμενα (ελληνοσχόλια) ο Χρήστος Βακαλόπουλος.
Δηλ. δεν είχε πάντα μόνο «σοβαρούτσικη αρθρογραφία της ανανεωτικής αριστεράς» το Αντί.
Είχε και μερικά από τ' αλλα, τα πιο δικά μας.
...τεσπα, συγχαρήτηρια σύντροφε θας, με κάλυψες.
Γεια και σε σας σύντροφοι. Να θυμήσουμε με την ευκαιρία ότι ο σύντροφος kukuzelis εκτός από πανεπιστήμονας, μπλογκοπατέρας, καλλιτέχνης, μουσικός, επαρκής αναγνώστης, επαρκής θεατής και γκυρίωζ φίλος, υπήρξε (και υπάρχει ως) μέγας σκιτσογράφος, η ακμή του οποίου συμπίπτει με την ακμή του περιοδικού, με το οποίο και συνεργάστηκε επί μακρόν. Εξού και όταν μιλάει για συγκίνηση, έχει και ορισμένα επιπλέον πραγματάκια να θυμάται.
Σύντροφε mosaic σε χαιρετώ. Είμαι σίγουρος ότι τα περιοδικά και η αρθρογραφία τους μας επηρέασαν περισσότερο από διάφορους γίγαντες του πνεύματος. Διαβάζω συνεντεύξεις ανθρώπων που γράφουν δημόσια και ποτέ δεν έχουν την, τόλμη να πώ; , ανατρεπτική διάθεση να πώ; να μιλήσουν και για κάτι ελάχιστα μικρότερο του Τζόις, ως επιρροή τους.
Σύντροφε nicoxy σε καλωσορίζω και σου βάζω να πιεις μια ράκα, πίνω κι εγώ. Μα φυσικά, φυσικά, αυτή είναι και η λογική του κειμένου, ότι το αντί υπήρξε ένα βήμα διαλόγου ευρύτατου, ότι συμπεριέλαβε πλήθος φωνών σπουδαίων. Η ατάκα μου αυτή, αποσπασμένη, με αδικεί σύντροφε nicoxy και σου βάζω να πιεις και δεύτερη ράκα- πίνω κι εγώ. Καθότι μπήκε εκεί για να δείξει το της νεότητος επείγον σύντροφε nicoxy, καθόλου απαξιωτική δεν ήταν και σου βάνω την τρίτη -πίνω κι εγώ. Άλλωστε τα λέω και παρακάτω -πίνω και ξαναπίνω…και παραπέρα και παραδώθε, άντε γεια μας, εβίβα, δεν τρως τίποτα;
Αχ, βρε Thas, τι ωραια που τα γραφεις ακομα και τα θλιβερα...
Δε θα μπορουσα να φανταστω το Χρηστο ανευρο απολειφαδι σε ρουσοπουλειο στιλ. Θυελλωδης, με ανυποταχτο πνευμα ηταν παντα, οσο καιρο τον γνωριζα εδω και 45+ χρονακια περιπου, απο τοτε που μαθητεψα για λιγο στο φροντιστηριο του για ελευθερο σχεδιο!
Κριμα να βασανιζεται ετσι ενας ανθρωπος που -τουλαχιστον- δεν εβαζε νερο στο κρασι του. Κριμα και για το ΑΝΤΙ, αλλα δεν μπορω (επισης) να φανταστω καποιον αλλο στη θεση του Χρηστου. Καλυτερα ετσι. Νομιζω δλδ.
Να εισαι καλα :-)
Παρόλο που δεν έχω σχέση με το περιοδικό, με συγκίνησε πολύ το γραπτό σου, ιδιαίτερα η προτελευταία παράγραφος. Κάπου με ταξίδεψε στους δικούς μου χαμένους πύργους τής πρώτης νιότης.
Ας επαναλάβω αυτό που μόλις έγραψα. Ένας αντι-αριστερός (that's me) συγκινήθηκε με το κείμενό σου για το κλείσιμο ενός αριστερού (από ό,τι κατάλαβα) περιοδικού.
Ό,τι και να σού πω, βρε Thas...
Κατ’ αρχάς να αναφωνήσω μαζί με την Πέπη Τσεσμελή, πως, άάάλλο nicooo και άλλο nikoooo….
Ε, όσο να ναι Ροδιά μου, θέλει να έχεις την πετριά, για να διατηρείς ένα τέτοιο περιοδικό κοντά μισόν αιώνα…Θενκς για το σχόλιο, βρε.
Κι εγώ συγκινούμαι εξάδελφε thrass, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ και λες τις καλές, ζεστές σου κουβέντες. Να σαι καλά, να σκεπάζεσαι τα βράδια και να το κοιτάξεις αυτό με την αντιαριστεροσύνη…
[Δεν είναι και προς θάνατο αλλά γιατί να σε παιδεύει βρε παιδί μου...]
:-)
Το κακό με το διαδίκτυο είναι ότι πολλοί άνθρωποι το χρησιμοποιούν όπως την τηλεόραση. Δυο-τρία κλικ αργότερα δηλαδή δεν θυμουνται κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που μπορεί να είδαν - ενώ μπορεί να θυμούνται τι τους έλεγε τις προάλλες η θεία Τούλα στο τηλέφωνο. Και γι' αυτό δε νομίζω ότι φταίει μόνο η χαώδης φύση του και η ανεξάντλητες πληροφορίες, ιδέες και απόψεις που αφειδώς προσφέρει. Αλλά ίσως και το ότι δεν απαιτεί κανενός είδους επένδυση - ενώ ας πούμε αν πλήρωνε κανείς ένα ποσό όπως όταν αγοράζει ένα περιοδικό, ίσως ήταν διαφορετικά - από την πλευρά του επισκέπτη του, ο οποίος παραμένει παθητικός δέκτης ενός και μοναδικού ενεργού πομπού, όπως και με την τηλεόραση. Με αποτέλεσμα υποσυνείδητα να ελαχιστοποιούνται και οι απαιτήσεις, οι προσδοκίες που μπορεί ίσως να έχει από ένα μέσο - το ίντερνετ - που δεν απαιτεί τίποτα απ' τον ίδιο, πέραν του χρόνου του. Ιδίως σε μια εποχή που το πόσο μας κοστίζει κάτι θεωρείται, εσφαλμένα, δείκτης της αξίας του. Βέβαια, σε αντίθεση με την τηλεόραση, το διαδίκτυο συνιστά ένα μέσο που μπορεί να λειτουργήσει αμφίδρομα, με περισσότερους του ενός ενεργούς πομπούς, αλλά πολύ φοβάμαι ότι και το ίδιο, όπως τόσα άλλα πράγματα καταναλώνεται... θυσιάζεται δηλαδή στο βωμό της κυρίαρχης ιδεολογίας της εποχής μας, του καταναλωτισμού.
Μ’ άρεσε αυτό που λες με την «μη επένδυση», Γεράσιμε. Θα λεγα ότι είναι η μοίρα όλων αυτών των μέσων τέτοια, να οδηγούν δηλ. σε μικρές (ψυχικές) αποδόσεις. Προσωπικά, δεν περιμένω και πολλά από εκεί. Για την ακρίβεια περιμένω πολύ λίγα. Καλό Πάσχα, εύχομαι.
Πολλά θα αλλάξουν. Ένα μικρό περιοδικάκι είναι μόνο μέρος της αρχής του τέλους των έντυπων μέσων(δυστυχώς όχι στην Ελλάδα).
Εύγε,
ελπίζω να μην ενοχλήσει η αναδημοσίευση εκ μέρους μου,ως αποχαιρετισμός στον Χ. Παπoυτσάκη, δεν το βρήκα επίσης στην A.V το κείμενο.
Υπέρ-καλύπτεικάθετι που θα ήθελα να γράψω,
ευχαριστώ και καλό του ταξίδι...
Post a Comment
<< Home