vita moderna

kisses, tears & psychodramas

20.1.06

Τα οπωροφόρα της γλώσσας

Πολλές φραγκοσυκιές έχει στις ακτές του Σαρωνικού. Είναι το πιο άγριο, νόστιμο και ελεύθερο φρούτο. Αποκλείεται ποτέ κανείς να σου κάνει την παρατήρηση γιατί κόβεις φραγκόσυκα. Ξεκινάω πρωί πρωί με παγουρίνο στην ζώνη μου και ένα κοφίνι στο δεξί μου χέρι. Στο αριστερό κρατάω ένα καλάμι όπου έχω προσαρμόσει ένα ανοιχτό από πάνω κουτί γάλα εβαπορέ. Το χώνω στο φραγκόσυκο, στριφογυρίζω λίγο και το κατεβάζω. Με έσωσε γιατί έπιανα τα φραγκόσυκα με πολλές νάιλον σακούλες, την μια μέσα στην άλλη, αλλά πάλι τα αγκάθια τις διαπερνούσαν και μου τρυπούσαν το χέρι.

*



Τρόμαξα γιατί τους είδα να έρχονται με απειλητικές διαθέσεις. Εκείνη την ώρα βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε

Αποπυρηνικοποιημένη ζώνη,
Δήμος Μπραχαμίου.


-Κύριοι, τους φώναξα. Σεβαστείτε το μέρος που είναι ιερό. Όχι βία.
Αλλά άρχιζαν να μου δίνουν καρπαζιές. Τότε αναγκάστηκα να μετέλθω το πιο οδυνηρό αλλά αναγκαίο μέσο προκειμένου να γλιτώσω.
Τους απείλησα με το καθρεφτάκι που έχω πάντα μαζί μου.
Έχω παρατηρήσει ότι μόλις δουν οι άνθρωποι στις πόλεις το σώμα τους σε βιτρίνα μαγαζιού αποστρέφουν αμέσως το βλέμμα και δεν είναι μόνο που οι πιο πολλοί είναι χοντροί…
Εν γένει φοβούνται το καθρέφτισμα.
-Κύριοι, σας προειδοποιώ. Έχω καθρεφτάκι και θα σας καθρεφτίσω.
Αμέσως απομακρύνθηκαν και μερικοί βίδωναν με το χέρι τους νοητές λάμπες πλάι στ’ αυτί τους.



*


Τις προάλλες, το φετινό καλοκαίρι, είχα ανεβεί σε μια ψηλή μουριά στην Καλλιθέα, τέρμα Θησέως.
Έτρωγα και βλέπω ένα αντρόγυνο να περνάει από κάτω. Η γυναίκα πατούσε στις μύτες ψάχνοντας κενό χώρο στα σπασμένα μούρα.
-Αμάν αυτά τα δέντρα, είπε. Τι κάνει ο δήμαρχος;
Ο άντρας της συμφώνησε μαζί της.
Τι μου ρθε και μένα.

Άσπρες μούρες, μαύρες μούρες
Είστε δυο παλογαϊδούρες


απάγγειλα δυνατά.
Ο άντρας κοντοστάθηκε, με εντόπισε και μου λέει,
-θες τίποτα φίλε;
-Γαϊδούρεεεεες -, άρχισα τάχα να τραγουδάω αμέριμνα
-Αν σου κοτάει κατέβα κάτω ρε, φωνάζει άγριος.
-Αν σου κοτάει, ανέβα εσύ πάνω ρε, του λέω κι εγώ.
Δεν πτοήθηκε και έψαχνε τρόπο να βρει ν’ ανέβει. Ως έκλαμψη μου ’ρθε κάτι που χα διαβάσει σ’ ένα ιατροδικαστικό εγχειρίδιο, πως τα πιο άγρια εγκλήματα γίνονται για ασήμαντη αφορμή.
Χώνω άτσαλα στο στόμα μου δυο, τρεις θρεμμένες μούρες, πηδάω χάμω με ευλυγισία αίλουρου και του λέω καταπρόσωπο,
-μήπως βάφτηκα κύριος;
Με κοίταξε καλά καλά και φεύγοντας κουνούσε το κεφάλι του.

Από τα Οπωροφόρα της Αθήνας, του Σωτήρη Δημητρίου, εκδ. Πατάκη



*


Τέτοια λεπτότατη παρατήρηση των ανθρωπίνων, αποτέλεσμα βαθιάς αλληλεγγύης και αγάπης για ό,τι κινείται στο περιθώριο της ζωής, δεν έχω βρει σε άλλον συγγραφέα. Η ελλειπτική αφήγησή του στήνει εικόνες μεγάλης πυκνότητας και έντασης, μεταφέροντας συγκλονιστικά τον τραυματισμό που προξενεί η ζωή σε ανθρώπους αδύναμους ή αποσυνάγωγους. Δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα του εξωτισμού, δεν μιλά γι’ αυτά από θέση ισχύος. Καταφέρνει να χαμηλώσει το βλέμμα του, κυλιέται μαζί με τους ήρωές του, τον κατουράνε οι σκύλοι. Μαζί όμως με τους ανθρώπους αγαπάει και τις λέξεις τις οποίες δουλεύει με τέτοια εμμονή και υπομονή, ώστε όταν τελικά πάρουν τη θέση τους δεν τις κουνάει τίποτα. Η διαρκής αφαίρεση και το ένστικτό του τον οδηγούν σε υποδειγματικούς διαλόγους, εξαιρετικά αληθοφανείς ενώ είναι απολύτως κατασκευασμένοι. (αποτελούν, νομίζω, απάντηση στον εύλογο προβληματισμό του Tomas). Δεν θυμάμαι να έχω κλάψει ποτέ με βιβλίο (εξαιρείται ο Όλιβερ Τουίστ των παιδικών μου χρόνων), πλην του διηγήματος «Ως κόρην οφθαλμού» από τη «Φλέβα του λαιμού», όπου ξαφνικά έγινε ένα κρακ! και παραδόθηκα στο κλάμα ελεύθερα και λυτρωτικά· από κάτω είχα συνείδηση ότι δεν ήταν ακριβώς η ζωή αλλά η Τέχνη που είχε πιάσει κέντρο και με ξετίναζε.
Είναι σπουδαίος.

*


Κλείνω με ένα σύντομο επεισόδιο πολύ λεπτών αποχρώσεων, ειδωμένο από την πλευρά του αφηγητή-συγγραφέα που κυνηγάει λέξεις:

Το στιχάκι αυτουνού που διαλαλεί τα ζαρζαβατικά εγώ το άκουσα σε μια λαϊκή και το έβαλα στο στόμα του ήρωά μου. Αλλά δεν θυμόμουν καλά, σέλινο έλεγε, σπανάκι έλεγε με ρύζι, πράσο με ρύζι.
Έτσι πήγα μια Παρασκευή στον ίδιο και του λέω,
-ποιο μυρίζει ωραία με ρύζι, το σέλινο, το σπανάκι ή το πράσο;
Αυτός με κοίταξε με τρομερή έκπληξη. Το είχε ξεχάσει τελείως, ήταν ολοφάνερο.
Τότε επιχείρησα να του προκαλέσω έναν αιφνιδιασμό μνήμης και άρχισα να του φωνάζω καταπρόσωπο αλλά όμως χαμογελαστά,
-σπανάκι με ρύζι, τι ωραία που-; Πού; που; που; Τον ρώταγα επανειλημμένα.
Τι θες ρε φίλε, μου λέει. Σπανάκι; και κοιτούσε με τρόπο τον πλαϊνό παραγωγό.
-Δεν θυμάσαι ρε φίλε; του λέω.
-Τι να θυμάμαι ρε φίλε; μου λέει. Άντε γιατί έχουμε και δουλειά.
Μόλις απομακρύνθηκα λίγο τον άκουσα να φωνάζει πολύ δυνατά για να προφτάσει τα αυτιά μου,

σέλινο με ρύζι,
τι ωραία που μυρίζει
.


*


Δεν έχουμε άλλον του ύψους του, στο διήγημα.
-----
Φωτογρ. Γιώργος Αγγελάκος από εδώ

19 Comments:

At 9:01 PM, Blogger Sraosha said...

Είναι σπουδαίος

Ναι.

 
At 10:03 PM, Blogger Αθήναιος said...

Δεν τον ήξερα ( μέχρι που διάβασα αυτό το ποστ) αλλά με συγκίνησε πάρα πολύ η αναφορά στα φραγκόσυκα αλλά κ στα δέντρα.

Πάντως τα παιδιά που μεγαλώνουν στο Ισραήλ μαθαίνουν από μικρά να πιάνουν τα φραγκόσυκα με τα χέρια κ να τα καθαρίζουν κι όλας με γυμνά χέρια.Πολύτιμη γνώση αυτή.Σαν τις κλεψιές που μάθαιναν,λέει, τα αρχαία σπαρτιατόπουλα.

Πατρίδα είναι μεν η παιδική ηλικία αλλά κ όλα τα οπωροφώρα δέντρα που τσουρνέψαμε ως παιδιά τα καλοκαίρια.

Πρέπει να τον διαβάσω.

Ευχαριστώ!

 
At 11:59 PM, Blogger Mirandolina said...

Ήταν η συνέντευξη στην Καθημερινή, που ξετρύπωσε προ ολίγων ημερών ο Ολ Βόυ ήρθε κι αυτό - αρμολόι. Θα ξαναπώ - το πρώτο του βιβλίο (Ν ακούω καλά τ όνομά σου) είχε πει τι έπρεπε να περιμένουμε και τα επόμενα του δώσαν δίκαιο. Είχα τόσο συγκινηθεί τότε, που το χάριζα σε όλες τις εορτές και πανηγύρεις. Το ίδιο μετά με τη "βραδυπορία". Άντε να τριτώσει.

 
At 9:17 AM, Blogger το θείο τραγί said...

Από την θεωρία στην πράξη. Και το ανάποδο. Μπράβο Thas. ('Oso κι αν το μπράβο μπορεί να μην έχει αξία).

 
At 4:42 PM, Blogger thas said...

Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Θα το ξαναπώ: είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να έχουμε τόση αγάπη και αποδοχή, καταβάλλοντας την ελάχιστη προσπάθεια. Και μόνο γι' αυτό, το blogging είναι αναντικατάστατο.

Το βιβλίο του Δημητρίου δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό. Κατά μία έννοια βέβαια, όλα λογοτεχνία είναι, ακόμα και τα αστυνομικά ρεπορτάζ των εφημερίδων. Με συμβατικούς όρους μιλώντας όμως, εδώ συμβαίνει το εξής: ο αφηγητής-συγγραφέας, ο ίδιος δηλ. ο Δημητρίου, παραθέτει το κείμενό του και κατόπιν το σχολιάζει, διαλύοντας τη συνθήκη της λογοτεχνικής αφήγησης. Πασχίζει διαρκώς για το ελάχιστο, παραθέτει προβληματισμούς και αμφιταλαντεύσεις σχετικά με την επιλογή μιας λέξης (πίκρα ή στενοχώρια, αναρωτιέται σε όλο το βιβλίο). Παρόλα αυτά καταφέρνει να διατηρεί ψηλά το ενδιαφέρον, τουλάχιστον το δικό μου, γιατί όσα λέει για το κυνήγι των λέξεων και την υπόθεση της γραφής είναι συναρπαστικά.

« Έτσι και ο συγγραφέας προς στιγμήν μέσω του κειμένου αποκτά τη χαμένη ολότητα του προσώπου που θα ήθελε, επεξεργαζόμενος μέσα στο χάος και την αταξία τις λέξεις […]
Εκτός από το ελλιπές πρόσωπό του ο συγγραφέας έχει ένα μόνιμο αίσθημα ξενότητος. Δεν νιώθει ότι ανήκει κάπου. Ίσως μόνον- με τρόπο όμως ψυχαναγκαστικό- στην οικογένειά του.
Αυτό το αίσθημα της μοναχικότητος θεμελιώθηκε και ίσως κορυφώθηκε στην παιδική του ηλικία. Ηλικία που τον κυρίευσε η θλιμμένη έκπληξη για τον κόσμο και που έκτοτε τελεί υπό το κράτος της.»

 
At 7:43 PM, Blogger 0comments said...

Θεραπεία με Thas για αποτοξίνωση απ' την χυδαιότητα της καθημερινότητας, που τολμά να μη μας χαρίζει ομορφιά και μόνο.
(Εδώ και λίγο καιρό αποφάσισα να μην παρακολουθώ πια αρκετά απ' τα μπλόγκ στα οποία είχα υποπέσει)

 
At 8:44 PM, Anonymous Anonymous said...

Θεραπεία με Thas για αποτοξίνωση απ' την χυδαιότητα της καθημερινότητας, που τολμά να μη μας χαρίζει ομορφιά και μόνο.

Ναι.

 
At 11:26 PM, Anonymous Anonymous said...

Με τέτοιον οικοδεσπότη, να χαρίζει καλούδια και να μας διώχνει ένα βήμα παραπέρα να δούμε και τ’ άλλα όμορφα, πού να ξεκολλήσεις; Είναι πολύ ζεστά, και πάντα εδώ θα γυρνάμε από τις περιπλανήσεις.

 
At 3:43 AM, Blogger Rodia said...

Υπαρχουν και τα ειδικά γάντια κηπουρικής!
Στην Κρήτη κάποτε, ένα παιδάκι μου είχε δείξει τον τρόπο να κόβω και να καθαρίζω τα φραγκόσυκα χωρίς να τσιμπιέμαι, αλλά. Πάλι αυτό το "αλλά".. Αλλά λοιπόν, τον έχω ξεχάσει...

ΣΗΜ. Το σέλινο ωμό και το ρύζι μισοβρασμένο σε σαλάτα, μαζί και με άλλα πράσινα σαλατικά ωμά. Αυτό μάλλον το ξέχασε ο μανάβης.
:-)

..και.. ΝΑΙ, είναι μια όαση εδώ..

 
At 2:28 PM, Anonymous Anonymous said...

Μικρό παιδί στο χωριό μου, πριν από πολλά, πολλά χρόνια, έκοβα τα φραγκόσυκα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που περιγράφεται στο διήγημα.
Και κανείς ποτέ δεν μου έκανε παρατήρηση. Aκόμα κι όταν έμπαινα στις ξένες αυλές.
Ηταν τόσο νόστιμα. Εχω συνδέσει την υπέροχη γεύση τους με τα χρόνια της ανέμελης περιπλάνησης μου στο χώρο και στο χρόνο.
Πάει καιρός, πολύς καιρός, να κόψω φραγκόσυκο..

Η περιγραφή του Σωτήρη Δημητρίου με συγκίνησε πολύ.
Το δικό σου κείμενο, φίλε thas, έχει εκείνη την ξεχωριστή σφραγίδα που με έκανε, όταν την ανακάλυψα πριν λίγο καιρό, να χαρακτηρίσω στο μπλογκ μου ως κορυφαίο ένα άλλο κείμενο σου, που δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα, μαζί με κείμενα άλλων μπλογκερ.
Για προσωπικούς λόγους, που δεν είναι του παρόντως, εγκατέλειψα το χώρο της μπλογκόσφαιρας. Διαβάζω πλέον μόνο 2-3 μπλογκ. Σχολιάζω, ανώνυμα πια, μόνο όταν οι αντιστάσεις μου καταρρέουν μπροστά στην μαγευτική τέχνη του λόγου. Όταν ξετινάζεται το μέσα μου, που σιγά σιγά πετρώνει..

Να είσαι καλά. Και να γράφεις πιο συχνά.
Κ.

 
At 2:30 PM, Blogger Kevlarsoul said...

Κυριακάτικο πρωί σε μια παγωμένη χώρα. Διαβάζω ενα απόσπασμα βιβλίου που μας χάρισε ο θάς. Δεν ξέρω τον συγγραφέα και ο τίτλος δεν θα με οδηγούσε ποτέ να διαβάσω το βιβλίο. Να τι χάνω.
Το blog αυτό δεν είναι ακριβώς όαση, ούτε φόρουμ. Είναι σαν να πηγαίνεις στο σπίτι ενός φίλου πρωί πρωί κάνα Σάββατο, καμία Κυριακή και αυτός αγουροξυπνημένος να φτιάχνει ελληνικό καφέ σε μεγάλες κούπες, στο μικρό διαμέρισμα. Ύστερα μιλάτε για πολλά, ταινίες, βιβλία, ανθρώπους, όνειρα. Ο χρόνος δεν κυλάει με την κλασσική έννοια. Είστε αποκομμένοι από όλα και όμως όλα σχολιάζονται και ξυπνάνε σιγά σιγά μέσα από τη συζήτηση ώστε στο τέλος γίνεστε μέρος του κόσμου. Ύστερα άλλοι φίλοι έρχονται και λένε και αυτοί για αναμνήσεις για μελαγχολίες και για αλλά χαζά που κάνουν την ζωή άξια μνήμης… Να είστε καλά όλοι. Γ

 
At 8:27 PM, Blogger Alpha said...

Θα ψάξω να το βρω, να το χω για το καλοκαίρι στη θάλασσα, στην Αλοπρόνοια στη Σίκινο, εκεί που ο χρόνος σταματάει. Μόνο με το χρόνο σταματημένο μπορώ πλέον ν αφεθώ σ αυτή τη γραφή.
Γιατί όμως όλα τα όμορφα σε κάνουν να θες να κλαίς?

 
At 8:29 PM, Blogger thas said...

Βρε τι πάθατε όλοι; Μήπως το ήθος και η γλώσσα του Σωτηρίου σας παρασύρει και κάνετε μετάθεση αισθημάτων; Τι να πω, είναι σκάνδαλο τόσα καλά λόγια :-). (Σκανδαλίζουμι όταν σι σιλουγίζουμι!)

Και καλά, οι ζίροου κόμεντς, λέμον, πάσεντζερ, ροδιά καθώς και οι πρώτοι bldvision, sraosha, θείο τραγί και μιραντό είναι του καταστήματος. Ο Αθήναιος, όμως, και ο kevlarsoul είναι νέες αφίξεις και τους ευχαριστούμε ιδιαιτέρως. Η φωτογραφία της νυχτερινής Κοπενγχάγης που βρήκα στο blog του kev(και το ποιητικό σχόλιο που τη συνοδεύει) μου άρεσε πολύ και την έκανα wallpaper στον υπολογιστή. Υπέροχη και εμπνευστική.(Τώρα για τη φωτό μιλάω, για την ποδηλάτισσα μιλάω, τι να σου πω...). Πάντως, ανανεώθηκε η πρώτη εικόνα, το πρώτο "χαλόου" του μηχανήματος. Ο δρόμος δίνει και προοπτική, οι συντομεύσεις πέφτουν μια χαρά, είναι και χειμωνιάτικο, σου λέω είναι χιούπερ, χιούπερ!

Όσο για εσένα Κ, προσπαθούσα να καταλάβω μέρες τώρα τι έγινες. Πώς εξηφανίσθης! Τέλος πάντων, προφανώς έχεις τους λόγους σου οπότε θένκιου άλλη μια φορά και θα τα λέμε όποτε.

(Ομολογουμένως οι πολλοί ύμνοι, φέρνουν και αντίδραση. Το νιώθω, όπου νά ναι έρχεται...)

 
At 8:51 PM, Blogger thas said...

mosaic το ξέρεις ότι φέτος ήμουν Σίκινο, θα θυμάσαι ίσως το ποστ για το μοναστήρι... Πραγματικά είναι ιδανικός τόπος για διάβασμα, αν και οι αναφορές του βιβλίου είναι στην Αττική και τα δέντρα της.

Ίσως αυτό που σημειώσατε να μας συγκινεί όλους. Το γεγονός ότι η Αθήνα κρύβει σ' αυτά τα ταπεινά της φυτά και δέντρα, πλευρές της παιδικής μας ηλικίας που αναδύονται ξαφνικά και μας εκπλήσσουν.

 
At 11:11 PM, Blogger Kevlarsoul said...

Μεγάλη, απίθανη και αναπάντεχη τιμή το σχόλιο σου. Επιτέλους η ποδηλάτισσα βρήκε τον προορισμό που έψαχνε. Είναι και αυτή ωραία σαν thass :). Όσο για το ότι αποκάλεσες ποιητικό το σχόλιο της φωτογραφίας.. ακόμα χαμογελάω.

 
At 12:02 AM, Blogger Αθήναιος said...

Σας διαβάζω εδώ κ αρκετό καιρό απλά δεν σας πιάνω πάντα (προσπαθώ όμως) κ δεν είμαι εύκολος στα σχόλια.

Ήρθα όμως τώρα να σας πω κάτι άλλο. Το βιβλίο το αγόρασα χθες το μεσημέρι,ξεκίνησα να το διαβάζω χθες τη νύχτα κ μέχρι σήμερα το μεσημέρι το είχα τελειώσει. Είμαι πολύ χαρούμενος αφενός που το διάβασα αλλά κ για έναν άλλο λόγο.Η αγορά του θα μου θυμίζει τη γνωριμία μου ( επιτέλους) με τη μαγείρισσα της μπλογκόσφαιρας,την υπέροχη κυρία Μάτζικα ντε Σπελ , συναντηθήκαμε για μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία για να δούμε μαζί μαγειρικά βιβλία κ το αγοράσαμε μεταξύ άλλων βιβλίων( κάνω την αναφορά αυτή με την άδειά της).

Το ποστ αυτό-η βόλτα στο βιβλιοπωλείο-η συνάντηση-το διάβασμα του βιβλίου αντίδοτο στο χειμώνα, ωραίο όλο αυτό.Thanks ξανά.

 
At 2:13 PM, Blogger thas said...

Kevlarsoul ειλικρινά η χαρά είναι δική μου. Έψαχνα κάτι ωραίο και έχω αλλάξει διάφορα τελευταία. Το δικό σου (δεν ξέρω αν είναι και δική σου η φωτογραφία)κάθισε πολύ όμορφα και το χαζεύω συνεχώς από χθες. Ένας άγνωστος δρόμος, μια παγωμένη νύχτα, κάπου στον κόσμο, βρίσκεται ξαφνικά στα 40 εκταοστά μπροστά μου και με ρουφάει στις λεπτομέρειές του. Τα φωτισμένα παράθυρα, η υγρασία της νύχτας, το ποδήλατο, η άγνωστη. Σχεδόν still life. Υπέροχο.

Αθήναιε η ιστορία σου είναι γοητευτικότατη. Πολύ χαίρομαι αν συνέβαλα σ' αυτήν. Ελπίζω να το χαρεί και η συνάδελφος Μάτζικα.

 
At 10:32 PM, Blogger Kevlarsoul said...

Thas και πάλι ευχαριστώ! Δικιά μου ειναι η φωτογραφία. Δέν βάζω ξένες φωτογραφίες στο μπλόγκ (ακόμα).
Μου αρέσει που ακόμα σ'αρέσει :)

 
At 9:17 PM, Blogger Μαρκησία του Ο. said...

Συμφωνώ απόλυτα.
Από τους αγαπημένους μου έλληνες συγγραφείς (αν όχι ο πλέον αγαπημένος σύγχρονος).
Και σ'αυτό το βιβλίο, πλέκει μια ειλικρινή ιστορία ενός συγγραφέα αληθινού, του διπλανού μας, εμάς των ίδιων.
Λεπτομερής και ανθρώπινος, τόσο πολύ που σου θυμίζει πράγματα ξεχασμένα.

 

Post a Comment

<< Home