vita moderna

kisses, tears & psychodramas

17.5.11

τον Μάη τον πιο όμορφο καιρό για δυο

με χάι και χο και χάι και τριαλαρό




Μένει στο ισόγειο ενός ερειπωμένου διώροφου με χορταριασμένο κήπο. Όταν ο καιρός είναι καλός όπως τώρα, κάθεται κάτω από την ομπρέλα της Χάινεκεν σε ένα μικρό τσιμεντένιο ξέφωτο. Γύρω του υπάρχουν τενεκέδες με λουλούδια και μια σημαία του Πανιωνίου σε κοντάρι. Βάζει τα πόδια στο τραπέζι- πάντα με τον φραπέ και το τσιγάρο στο χέρι, ξεφυλλίζει τις αθλητικές. Από τις μπαλκονόπορτες ακούγεται δυνατά η μουσική- κυρίως προγκρέσιβ του εβδομήντα. Η μάνα του, μια ηλικιωμένη γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, βγαίνει κάθε τόσο στο παράθυρο και διαπληκτίζεται με τους οδηγούς που θέλουν να παρκάρουν μπροστά στο σπίτι. Εκείνος πετάγεται κάθε φορά και της φωνάζει: «τράβα μέσα γαμώ την Παναγία μου. Τράβα μέσα.»

*


Και στα γρασίδια τα πυκνά
ξάπλωσε ο νιος κι η κοπελιά



Βρίσκεις ελάχιστα πράγματα σ’ αυτό το αρχαίο μπακάλικο- ψηλοτάβανος χώρος, άχαρος· ακόμα και η τηλεόραση είναι τοποθετημένη τόσο ψηλά που δεν την παρακολουθεί κανείς. Στο ταμείο κάθεται πότε ο πατέρας και πότε η μάνα αλλά κυρίως ο γιος. Είναι πάντα βαρύς και συνοφρυωμένος, καπνίζει ασταμάτητα. Τελευταία τον βλέπω να στέκεται έξω από τις καφετέριες της λεωφόρου: κοιτάζει τα ζευγάρια να φιλιούνται, από πολύ κοντά, χωρίς να τον νοιάζει αν ενοχλούνται. Ύστερα διασχίζει τον δρόμο, προχωρά μερικά μέτρα, γυρίζει ξανά προς τα πίσω. Τον πέτυχα αργά μια νύχτα Σαββάτου να βαδίζει σκυφτός στις γραμμές. Καθώς πλησίαζε το τραμ με το καμπανάκι του σε έξαρση φαντάστηκα ξαφνικά τον Σωτήρη Δημητρίου να τον παρατηρεί, καθορίζοντας τις λεπτομέρειες του φινάλε. Έκτοτε δεν μπορώ να απαλλαγώ από την ιδέα ότι πρόκειται για πρόσωπο επινοημένο, λογοτεχνικό, κι ούτε κατάφερα ως τώρα να γράψω κάτι σχετικό που να μη μοιάζει ψεύτικο ή κατασκευασμένο.


**


η αγάπη αξίζει στον ανθό


Η φωνή της έρχεται μέσα από τα φυτά ενός μπαλκονιού πρώτου ορόφου, φωνή τρεμάμενη και ένρινη, καλέ μου κύριε συγνώμη για την ενόχληση- μπορείτε να μου πείτε τι ώρα είναι; Κοιτάζω προς τα πάνω και της απαντάω, κάπως καχύποπτα. Ευχαριστώ πολύ καλέ μου κύριε. Η ίδια σκηνή σε μερικές ημέρες: Καλέ κύριε αν έχετε την καλοσύνη μου λέτε την ώρα; Τώρα βλέπω μόνο ένα γαλάζιο νυχτικό να κινείται μυστηριωδώς πίσω απ’ τις γλάστρες. Και πάλι: ο Θεός να σας έχει καλά, είστε πολύ καλός κύριος. Κάποτε στέκομαι και την παρακολουθώ από το απέναντι πεζοδρόμιο- κρυμμένος κι εγώ πίσω από δέντρα. Ποτίζει τα λουλούδια της και ελέγχει τον δρόμο κινούμενη με ταχύτητα από το ένα άκρο του μπαλκονιού στο άλλο. Στις γυναίκες δεν δίνει σημασία, αν όμως περάσει άντρας, ιδίως νεαρός, μισοκρύβεται και ξεκινά: θα με συγχωρήσετε νεαρέ κύριε να ρωτήσω τι ώρα είναι...

***



.