vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.12.17

εφτά του δεκαεφτά


–Γιατί κοριτσάκι μένεις μόνο σου εδώ έξω, σ’ αυτή την παγωνιά;
.
–Δεν είμαι μόνη, είμαι με την αναμονή μου.*
.
.
.
Η αναμονή, η προσδοκία της ζωής. Η Κ. έμαθε φέτος να ζωγραφίζει πριγκίπισσες - είναι ψηλές και το μαλλί τους φτάνει στο πάτωμα. Στην αρχή μαζεύεις διαρκώς μέσα σου στιγμές, το πρώτο της μπάνιο, το πρώτο χιόνι, ο πρώτος της Χατζιδάκις, στη συνέχεια συλλέγεις τις ελάχιστες μολυβιές, μικρές μουτζούρες, κάθε υπόνοια ζωγραφιάς. Συνεχίζει να με σοκάρει το γεγονός πως ένας άνθρωπος στη ζωή σε εμπιστεύεται τόσο απόλυτα. Δεν είναι έτοιμος κανείς γι’ αυτή την κατάθεση εμπιστοσύνης, γι’ αυτή την αθωότητα που έρχεται κατά πάνω του με ορθάνοιχτα μάτια φωνάζοντας μπαμπά, μπαμπά! Επέστρεφα το καλοκαίρι από το νησί, πρώτη φορά που έμεινα δέκα ημέρες μακριά της, με εντόπισε κι άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους αποφεύγει επιδέξια. Καθώς με έσφιγγε στην αγκαλιά της ήθελα να της πω μα πώς, πώς ξέρεις πως αυτός που συναντάς είναι ακόμα ο ίδιος μπαμπάς, πώς είσαι σίγουρη πως δεν θα σε διαψεύσει. Συνηθισμένος στις ενήλικες σχέσεις της επιφύλαξης, φέρνοντας μόνο το βάρος του εαυτού σου τόσα χρόνια, σου δίνεται ξαφνικά μια τιμή και ευθύνη που νιώθεις ανάξιος να τη σηκώσεις. Πάντα θα νιώθουμε λίγοι, ελάχιστοι απέναντι στα παιδιά.
***
.
.
.
Βρέθηκα για δέκα ημέρες στη Βολισσό της Χίου, στο σπίτι του Γ.Μ., σ’ αυτή την υπέροχη μικρή ταράτσα που βλέπει το βουνό, τον κόλπο και τον ουρανό. Μου είχε κολλήσει πως έπρεπε να απομονωθώ ώστε να ξεκουραστώ, να βρω τι θέλω να γράψω. Δεν βρήκα τίποτα τέτοιο. Κοιμόμουν δώδεκα ώρες την ημέρα, άνοιγα το πορτάκι και καθόμουν σ’ αυτή την χαρμόσυνη σιωπή που την έλουζε διαδοχικά ο ήλιος και το φεγγάρι, κοίταζα το κρεμμύδι και τη ντομάτα που καθάριζα για το φαγητό σαν δώρα ιερά των θεών στον άνθρωπο, ένιωθα ότι δεν ήθελα να γράψω τίποτα, τίποτα να περιγράψω, τίποτα να διορθώσω, έβρισκα τα πάντα καλά λίαν. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, κάτι ξεκλειδώθηκε, άρχισα επιτέλους ένα διήγημα.
***
.
.
Είναι πολύ πρωί αλλά ακούγονταν ήδη τα τζιτζίκια της 28ης Ιουλίου (φέτος έμαθα για το σύντομο πέρασμά τους στον κόσμο μετά την αναμονή 4-17 χρόνων στο έδαφος), διάβαζα το συγκλονιστικό Μπερλίν με μεγάλη χαρά παρά το ζοφερό του θέμα, χάζευα το θέατρο σκιών με τα φύλλα στο πανάκι της σκηνής και τράβηξα αυτή τη footselfie που με τα ροζ και τα μαβιά της μου θυμίζουν τώρα λιγάκι τα σοφτπόρν του 70. :)
***
.
.
.
Και εδώ το τέλος κάθε προσδοκίας – κάτω από έναν βαρύ ουρανό, μ’ αυτές τις φωτεινές ζέρμπερες για αντίο. Πρώτα άρχισαν να φεύγουν οι μπαμπάδες της παρέας, τώρα αποχαιρετάμε τις τελευταίες μαμάδες, ρωτάμε διαρκώς τι κάνει η δική σου, πώς τα πάτε. Η μαμά της Λ. πέθανε ανήμερα Χριστούγεννα. Ανέβηκα στην πλατεία, εκεί που συχνάζει τα τελευταία χρόνια και η δική μου μαμά κάνοντας την ίδια διαδρομή, ψωνίζοντας το ίδιο ψωμί, τα ίδια φάρμακα, Κοντώσης, Μώρος, μπακάλικο – ο κόσμος της. Είχε αυτά τα χριστουγεννιάτικα φώτα παντού, οι αντανακλάσεις τους στα πρόσωπα και κάτι ξεκούρδιστες μελωδίες στον αέρα, σκέφτηκα πως αυτή την εικόνα του κόσμου μας παίρνει μαζί του ένας άνθρωπος που γεννήθηκε εκεί γύρω στο 1930 και μας αποχαιρετά τώρα - μου φαίνεται πως διένυσαν τεράστιες, ιλιγγιώδεις αποστάσεις οι μαμάδες μας για να φτάσουν ως εδώ. (Η δική μου 22 χρονών διορίστηκε δασκάλα σε ένα ορεινό χωριό κι έμεινε σε σπίτι με χώμα για πάτωμα· στο αυτοσχέδιο κρεβάτι της με τις τάβλες δεν υπήρχε, καν, στρώμα.) Η Λ. ανέβασε αυτό το απόσπασμα του αγαπημένου της Ογούζ Ατάυ, που μεταφράζει υπέροχα η ίδια, και μοιάζει σαν το δικό της αντίο σ’ εκείνην: "Έλα να κλάψουμε μαζί ακόμα μια φορά· για όσα ζήσαμε, για όσα δε ζήσαμε και γι’ αυτά που δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε ποτέ."
***
.
.
Οι γιορτινοί φίλοι μας. Πολύ μου άρεσε αυτή η φωτογραφία της Ελπίδας στην εκπνοή της χρονιάς – το δέντρο πίσω της άλλαζε διαρκώς χρώματα, τράβηξα μια σειρά, αυτή είναι η πιο φωτεινή. Μεγαλώνουμε, προχωράμε, νομίζω (κι ελπίζω) ευγνώμονες για ό,τι μας δίνεται, χωρίς να θεωρείται τίποτα δεδομένο. Όπως αυτός ο ήλιος που ανέτειλε σήμερα και έμοιαζε να καλωσορίζει τον χρόνο.
.

Χρόνια πολλά, φίλοι, όλοι, αγαπημένοι.

.
----
.
*Ο Αποστόλης Αρτινός μεταφέρει τον διάλογο από τη "Μονέλ" του Μαρσέλ Σβομπ, στο βιβλίο του "Αγαπημένη μου Lyda".
.
(Υ.Γ. Πατώντας πάνω στις φωτό, ανοίγουν μεγάλες.)