vita moderna

kisses, tears & psychodramas

30.11.07

Η στάση της φώκιας

Έχω πέσει πάλι στο πηγάδι. Το καλό με το πηγάδι είναι ότι δεν έχει πάτο και η πτώση είναι κομμάτι ηδονική. Συνηθίζεις στην ψυχεδέλεια της ζωής σου. Τώρα για παράδειγμα κοιτάζω τα mail, τα σχόλια στο μπλογκ, και δεν απαντώ. Σκέφτομαι δήθεν. Σιγά το βάθος- η αλήθεια είναι ότι απλώς κοιτάζω αφηρημένα. Είναι σαν να θέλω να απαντήσω σε μια κίνηση του αντίπαλου στο σκάκι αλλά αντ’ αυτού χαζεύω την κατασκευή του βασιλιά, τα πιόνια. Τι όμορφη σχεδίαση που έχει το ταπεινό πιόνι. Ύστερα παρατηρώ τις φθορές στις γωνίες, από πότε να έχω άραγε αυτό το σκάκι, και τέτοια. Ωραία μεταφορά πέτυχα. Άκου σκάκι.

Τι είναι αυτό το αφασικό μούδιασμα; Από μικρός το έχω. Όταν έπρεπε να διαβάσω ή να γράψω συγκεντρωνόμουν στα πέριξ. Έφερνα πολύ κοντά στα μάτια το μολύβι και έτσι τεράστιο το εξέταζα. Μα δεν είναι ωραίος ο κόσμος τους; Ιδίως τα πολυγωνικά Φάμπερ με τις δαγκωματιές στις ακμές τους. Με κάποια μάθαινες και πράγματα- ο Έντισον ανακάλυψε το τηλέφωνο και τέτοια. Αυτά ήταν συνήθως κύλινδροι.



Ένα άλλο κόλπο που κάνω με επιτυχία παιδιόθεν είναι να ανασηκώνομαι το πρωΐ στο κρεβάτι παίρνοντας μια θέση στο πλάι σαν να πρόκειται να κατέβω. Αλλά δεν το κάνω, μένω εκεί για ώρα, μετέωρος. Σε στάση φώκιας. Εννοείται πάλι ότι δεν σκέφτομαι, περισσότερο δοκιμάζω τη γεύση της ζωής. Θέτω διάφορα ρητορικά ερωτήματα στον εαυτό μου, λοιπόν πώς πάνε τα πράγματα; τα οποία και πάλι δεν απαντώ, διότι δεν υπάρχουν απαντήσεις αλλά γεύσεις- μόλις το είπαμε αυτό.

Μια τελευταία καθήλωση-εμμονή που με έχει καταλάβει είναι ότι δεν μπορώ να εστιάσω σε τίποτα σοβαρούτσικο, μη προσωπικό. Παρότι ακούω τη φωνή να λέει τι μας λες ρε φίλε, πρέπει να είσαι και ο πρώτος που εξέτασε τα μολύβια από κοντά, παρότι, λέγω, έχω συνείδηση της γελοιότητας των αυτοαναφορών, μου είναι δύσκολο να ξεφύγω. Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω να το κάνω τώρα και να ανοιχτώ στον κοινωνικό σχολιασμό.

*


Λοιπόν. Με συγκινούν τα μπάσα της φωνής του Θόδωρου Πάγκαλου (αυτό θα πει κριτική παρέμβαση στα δρώμενα). Ο άνθρωπος κατεβαίνει πολύ χαμηλά και οι νότες ξεχωρίζουν μία μία. Μιλάει συνήθως με αυτό το χορταστικό περίσσευμα θυμοσοφίας, επαναφέρει πότε πότε και τη γραβάτα που ξεφεύγει από τη μεσοκάθετο. Με υπνωτίζει. Γελάει και σαν μικρό παιδί.

*


Έτερον. Ο Κωνσταντίνος Βήτα δεν έπρεπε να βγάλει δίσκο τόσο νωρίς. Παρότι ο Γ. Νένες έγραψε μια πολύ ζεστή κριτική και χαίρομαι διότι τον Κ.Β. τον αγαπάω, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τον καλλιτέχνη μόνο του και απροστάτευτο στον κόσμο. Λείπει δηλαδή ο Μιχάλης Δ. ή όποιος άλλος θα ήταν σε θέση να συνδιαμορφώσει αυτό το προσωπικό υλικό το οποίο δουλεμένο μόνο από τον ίδιο μοιάζει ασταθές, μη (επι)κοινωνήσιμο. Είναι πολύτιμοι οι συνεργάτες-σύντροφοι, σε φυλάνε από κακοτοπιές. Μπορεί φυσικά και να υπήρξε βοήθεια, δεν ξέρω, πάντως οι συνθέσεις είναι κάπως αδύναμες, οι λέξεις είναι κάπως παλιές, και τα τραγούδια κάπως κουρασμένα. Μοιάζουν με αναπαλαιώσεις ενός εξαντλημένου προφίλ. Μ’ αρέσει πάντα η ελευθερία του, η τόλμη του να ακολουθεί αυθεντικά τον εαυτό του, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έχει χαθεί το καλό γούστο-ιδιαίτερα στα τραγούδια. Στα landscapes του δεύτερου cd επανέρχεται το περίφημο γούστο και ο δημιουργικός χαρακτήρας, αλλά χάνεται η ζωή. Mιλάμε πάντα από ένα επίπεδο και πάνω αλλά είμαι φαν και θα περιμένω τον επόμενο. Υποκειμενικές κρίσεις εκφέρω άλλωστε, δεν αξιώνουν εγκυρότητα.



*



Με τον τελευταίο Λ. Λαζόπουλο προσπαθώ όσο μπορώ αλλά δεν καταφέρνω να γελάσω. Υπάρχει ένταση στο πρόσωπό του που δεν με χαλαρώνει. Έχω την εντύπωση ότι το σχόλιο «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα» έχει νόημα μόνο όταν πέφτει πάνω στον Πάριο. Αλλιώς βουλιάζουμε σε έναν μανιχαϊσμό καλού- κακού που επιβεβαιώνει το προφανές. Βεβαίως οι χιλιάδες που τον παρακολουθούν ευφορικά, με διαψεύδουν.

*


Πολλή διασκευή και τζαζοκατάσταση πέφτει στα μπαρζζ. Προσωπικά τη βρίσκω διότι η ροκίλα με κούρασε αλλά διαφαίνεται εδώ το νέο μέινστριμ. Οι τάδε διασκευάζουν Nina Simone που διασκεύασε τους Beatles. Τρέχα γύρευε. Ωραία εξώφυλλα πάντα. Ανεβάζω τρία τραγουδάκια (παρόμοιας κατεύθυνσης) που μου αρέσουν πολύ τελευταία και εύχομαι καλό Σαββατοκύριακο με υγεία, χαρά και προκοπή.

Mo Horizons_ Green Day
Waldeck_Why did we fire the gun
Shantel_Marko i Shantel. (Balcans rules)

Και ένα βιντεάκι για να κρατάει το ρυθμό.

19.11.07

Όπως τα λέω


Στην κοιλάδα των Tεμπών.



Μες στην κοιλά- όπως τα λέω- μες στην κοιλάδα των Τεμπών
φόβος των μηχανοδηγών
Είναι ένας γερο- όπως τα λέω- είναι ένας γέρο πλάτανος
μαγκούφης και παράφορος

Που πίνει απ’ το- όπως τα λέω- που πίνει απ’το θολό νερό
του ποταμού το ιερό
Πίνει κι απλώ- όπως τα λέω- πίνει κι απλώνει ρίζωμα
βαθιά μέσα στα ανείπωτα

Κι όποτε παί- όπως τα λέω- κι όποτε παίρνει ανάποδες
γέρνει και πέφτει στις γραμμές
Πιάνει το τρέ- όπως τα λέω- πιάνει το τρένο από τ΄ αυτί
Μην την περνάς τη Γευγελή

Μένα μου τό- όπως τα λέω- μένα μου το πε ο Πηνειός
το μυστικό ο φλύαρος
Πως ήταν ά- όπως τα λέω- πως ήταν άνθρωπος παλιά
κι ΄χε παιδιά στην ξενιτιά.

Από τον "Διάφανο", Θανάση Παπακωνσταντίνου / Σωκράτη Μάλαμα.


Απολογισμός της Κυριακής: Είδα τον Φυντανίδη με τον Σαββόπουλο. Άνοιξα βιβλία, τα έκλεισα. Ξεχώρισα τα διαφημιστικά εφημερίδων, διάβασα δυο άρθρα. Τακτοποίησα όπερες, ένθετα, προσφορές. Είδα τα σύννεφα, τη βροχή. Άκουσα μουσική κι άλλη μουσική. Έφτιαξα καφέ, άνοιξα τον υπολογιστή, τον έκλεισα. Άνοιξα βιβλία, τα έκλεισα. Ξεχώρισα τα διαφημιστικά εφημερίδων, διάβασα δυο άρθρα. Τακτοποίησα όπερες, ένθετα, προσφορές. Είδα τα σύννεφα, τη βροχή. Άκουσα μουσική κι άλλη μουσική. Έφτιαξα καφέ, άνοιξα τον υπολογιστή, τον έκλεισα. Είδα ένα ντοκυμαντέρ για τον Μπέκετ και Το τσεκούρι του Γαβρά.

Έμεινε ό,τι συντόνισε το ηχειάκι στο στήθος.

Για κατέβασμα εδώ.
(Πολλά μας βρήκαν αφότου πάψαμε να τραγουδάμε. Άσ'τα.)

10.11.07

Δουλειές γραφείου

(επίκαιρη παρένθεση)

Έζησα κι εγώ κάποτε στην Κρήτη. Τον πρώτο μήνα της εγκατάστασης στο Ηράκλειο, πήγα στο τοπικό κατάστημα να προμηθευτώ τηλεόραση. Δεν ήθελα Κωτσόβολο, ήθελα πατριώτη (έλα έλα, ήθελα Ηρακλειώτη).
O άνθρωπος ευγενέστατος, συμφώνησε αμέσως σε 12 μήνες δόσεις. Ρώτησα αν χρειαζόταν ταυτότητα ή φορολογική ενημερότητα, να του φέρω την επομένη. Τίποτα δε χρειάζεται, είπε, και με χτύπησε στην πλάτη. Στην πόρτα ρώτησε το όνομά μου και ακούγοντας αυτό το ξενόφερτο thas, αναπήδησε. Φάνηκε να διστάζει, πλην το ξεστόμισε: να με συγχωρείς, αλλά δεν πουλάμε σε ξένους. Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του, δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα το πολιτίκαλυ κορέκτ στον Ψηλορείτη. Και καλά κάνανε δηλαδή, κερδίζεις χρόνο έτσι.
Δεν παραδόθηκα αμέσως, εξήγησα ότι είμαι πρόσωπο φερέγγυο, δεσμευόμενο στην πόλη δια του δημοσίου συμφέροντος αλλά εκείνος επέμεινε έχουνε δει πολλά τα μάτια μας από τους ξένους. Και με χτύπησε πάλι φιλικά στην πλάτη.

Τελικώς, επήγα στον Κωτσόβολο, είναι τρου στόρι (έλα έλα, τελείως τρου το στόρι).

(Τέλος επίκαιρης παρένθεσης. Επιστροφή στο αυτιστικό μας σύμπαν με τς εργασιακές ανάμνησες.)

*




Είχαμε εγκαταλείψει τον ήρωά μας σε σκηνικό Μέχικο. Ας τον αφήσουμε για λίγο ακόμα εκεί, να παρακολουθεί τις σκιές των πουλιών στο χώμα, μήπως καταλάβει δυο τρία πράγματα για την αγορά. Νέος είναι ακόμα, αντέχει.

[Αναβάλλοντας τα εξαγγελθέντα εργασιακά μικροβάσανα, ασυνεπείς και ράθυμοι, προωθούμαστε τώρα σε μια καλύτερη εποχή (μετά το στρατό) και θα επιστρέψουμε στα προβλήματα αργότερα. Αυθαίρετη προώθηση ήρωα: να κατοχυρώσω τη σπάνια αυτή μπλογκοτεχνική]

Ο φίλος μου ο Θ., εξαίρετο μείγμα οξυδέρκειας και ταλέντου, ασκούσε πάντοτε πάνω μου επίδραση εμπνευστική. Από εκείνον έμαθα τον καφέ φίλτρου Μισεγιάννη, τα βυζαντινά του Σίμωνα Καρά και τη σειρά μαρκαδόρων με πινέλο. Και άλλα πολλά, τα οποία δεν είναι της παρούσης.
Τέλος πάντων, ο Θ. ασχολιόταν με τη διαφήμιση και μου πρότεινε συνεργασία. Αυτό σήμαινε ότι θα κάναμε ό,τι κάναμε μέχρι τότε, θα πίναμε δηλαδή εθνοσωτήριους καφέδες και από πάνω θα πληρωνόμουν. [Εθνοσωτήριος καφές είναι εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου συζητάς τα βασικά προβλήματα του έθνους αποφεύγοντας να συναντήσεις τα δικά σου]. Ήταν τα πιο ανέμελα (επαγγελματικά) μου χρόνια γιατί αυτό το προσωποπαγές διαφημιστικό γραφειάκι λειτουργούσε σαν ναυαγοσωστική λέμβος σε έναν κόσμο που τρικυμίζεται ανεξέλεγκτα από το άγχος. Ο Θ. χρησιμοποιούσε πάντα δικά του ρολόγια και τα πράγματα αποκτούσαν ρευστότητα, βάθος και μακαριότητα.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι δουλειές μας να βγαίνουν μονίμως εκτός χρόνου- οι περιοδικατζήδες απελπίζονταν. Δεν μιλάμε απλώς για dead line- φτάσαμε να παραδίνουμε τις καταχωρίσεις κατευθείαν στο τυπογραφείο, λίγες ώρες πριν την έκδοση. Ουσιαστικά παίζαμε με την πιθανότητα να κυκλοφορήσει το περιοδικό με λευκή σελίδα. Βρέθηκα κάποτε νύχτα σε ένα θηριώδες κτίριο, με τις τυπογραφικές μηχανές του στον δεύτερο όροφο. Στην είσοδό του υπήρχαν κάτι πολύ συμπαθητικά ντόμπερμαν που θέλανε να πάρουν μαζί τους τις αλυσίδες και τα κουβούκλια, καλπάζοντας προς το πεπρωμένο τους. Πάνω από τα ουρλιαχτά τους, ούρλιαζα κι εγώ «μάστοραααα». [Βγήκε στο τέλος ένας άνθρωπος, με φώτισε μ’ έναν φακό και ήρθε να με σώσει. Σημειωτέον ότι μια κρατημένη σελίδα στο περιοδικό κόστιζε τότε ενάμιση εκατομμύριο δραχμές. Σε περίπτωση που μου την άρπαζαν τα ευαίσθητα κτήνη, η επιχείρησή μας έβαζε λουκέτο.]

Εγώ έπαιζα τον κειμενογράφο, τον σύμβουλο επιχείρησης, τον παραγωγό ιδεών, το παιδί με μηχανάκι. Είχα αναλάβει κι ένα άλλο τιτάνιο έργο. Δούλευα από τον Οκτώβριο ως τον Μάρτιο μια κάτοψη οικοδομικών τετραγώνων της Αθήνας, με ραπιτογράφο. Δεν έχω ιδέα γιατί το κάναμε αυτό, είναι σαν να έπρεπε να αντιγράψεις έναν τηλεφωνικό κατάλογο με το χέρι.

Κορυφαία στιγμή μου όταν αναγκάστηκα να διαλέξω μοντέλο για καταχώριση. Βρέθηκα σε γραφείο στο Κολωνάκι, σερβιρισμένος καφέ με κουλουράκια. Μια σειρά κορίτσια έρχονταν ένα ένα να ξεφυλλίσουμε μαζί το book τους. Μου απευθύνονταν από πολύ κοντά με έναν ζεστό ενικό, σα να γνωριζόμασταν χρόνια. (Χι χι, κοίτα αυτές εδώ). Μεθυστικές υπάρξεις, μεθυστικά αρώματα νεότητας. Ήταν αδιανόητος ο ρόλος μου αυτός, κάτι σαν μεγαλοπαράγοντας της νύχτας, δεν μπορούσα να συνηθίσω στην ιδέα ότι θα διάλεγα τη Μυρτώ ή τη Τζούλια (με κριτήρια τα οποία θα αποφύγω να αναφέρω). Εννοείται ότι ντρεπόμουν. Είχα την εντύπωση ότι υπήρχε κάτι παράνομο σ’ αυτό το πάρε δώσε- ιδέα που δεν με έχει εγκαταλείψει ακόμα. Αν έχετε λίγο χρόνο, να το εξηγήσω αυτό. Δεν έχετε, το αφήνω.


Κάναμε και κάτι άλλα ωραία με τον Θ. Ψάχναμε, ας πούμε, μια εξέδρα η οποία να μπαίνει στη θάλασσα, για φωτογράφιση. Αυτό μας έπαιρνε δυο τρεις βδομάδες ερευνών, γιατί τα μέρη που πηγαίναμε προσφέρονταν για ψάρεμα. Όσος επαγγελματισμός έλειπε από τα υπόλοιπα, σ’ αυτό εδώ το χόμπυ περίσσευε. Σέρναμε πάντα μαζί μας έναν σπάνιο εξοπλισμό του είδους. Ανακαλώ πολύ συχνά την εικόνα των δυο μας στο χάραμα, με τα καλάμια στημένα στη σειρά. Σηκώνεται πάντα ένα γλυκό αεράκι το πρωΐ που κουνάει τα κουδουνάκια. Προσηλώνεσαι έτσι ψηλά στο καλάμι, σ’ αυτό το ελάχιστο ντιν-ντιν, μήπως παρ’ελπίδα πρόκειται για τσίμπημα.

Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι αυτά τα ολονύχτια ψαρέματα, πέρα από το προφανές ποιητικό τους υπόστρωμα, πρόσφεραν μια συμμετοχή σε έναν κόσμο με αξίες παρελθούσες. Σε γενιές μεγαλύτερες από τη δική μου, σε όσους δηλαδή πρόλαβαν το Πολυτεχνείο, επιζούσε ακόμα μια αύρα του παλιού κόσμου, τα πράγματα δεν είχαν εξαντλήσει τόσο το νόημά τους ώστε να θεωρείται χάσιμο χρόνου το ψαρεματάκι. Αν έχετε λίγο χρόνο, να το εξηγήσω αυτό. Δεν έχετε, το αφήνω.

(συνεχίζεται)


----
Η φωτό από έναν συνάδελφο.

7.11.07

Δουλειές της προκοπής

Οχτώμιση σήμερα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Εδώ μέσα, το οχτώ και μισή ισοδυναμεί με βόμβα στα θεμέλια της πολυκατοικίας. Το λέω γιατί παρότι το ασυνείδητο βρίσκεται σε φουλ εκροή, το συνειδητό έχει γνώση του ακατάλληλου της ώρας (αλλά αν το συνειδητό ξαγρυπνά, τότε ποιος κοιμάται;). Ακολουθεί ο διάλογος, τον οποίο αναπαράγω με πάσα ακρίβεια:

(ψιλή, τσιριχτή φωνούλα)
-Καλημέρα σας, τι κάνετε, καλά είσαστε;
-Καλά.
-Μπράβο! Πάντα καλά! Μπορώ να μιλήσω λιγάκι με τη σύζυγο;
-Ποιος τη ζητάει;
-Ονομάζομαι Παππά Μαρίνα και θέλω να μιλήσω με τη σύζυγο για κάτι προσωπικό.
-Πώς θα μιλήσετε για κάτι προσωπικό αφού δεν την ξέρετε;
-Ποιος σας είπε ότι δεν την ξέρω;
-Ποια είναι η σύζυγος; Πώς τη λένε;
-Aααα, δεν είμαστε καλά πρωί πρωί μου φαίνεται…

Και μου το κλείνει.

Σιχτίρισα (κόσμια πάντα) και προσπάθησα να ξαναπιάσω το όνειρο που διακόπηκε, αλλά δεν. Ανακάθισα σκεφτόμενος αυτό το 20χρονο κορίτσι που προσπαθεί να βγάλει ένα μεροκάματο χρησιμοποιώντας μικτή, αντιφατική τεχνική και έχει ταυτιστεί τόσο με το ρόλο της στην εταιρεία (καλλυντικά υποθέτω) ώστε να θεωρεί (θεατρικά έστω) εμένα στριμμένον και ανάποδο, που δεν της δίνω μια ανύπαρκτη σύζυγο στο τηλέφωνο.

*


Η πρώτη μου δουλειά ήταν του καμαριέρη σε θερινό συγκρότημα της Αττικής, ακριβώς μετά το Λύκειο. Για να με προσλάβουν μεσολάβησε η Λ. η οποία δούλευε εκεί από τον Ιούνιο- σχεδιάζαμε να πάμε μαζί διακοπές. Ήμουν ο μόνος άντρας ανάμεσα σε 20 μεσήλικες καμαριέρες, πλην της Λ., κάτι έξυπνες, καπάτσες αντρογυναίκες, που κάπνιζαν στα φυλλώματα σχολιάζοντας ενοίκους: «τη βλέπεις την πουτάνα; Κάθε βράδυ, άλλος». Χωρισμένοι σε ομάδες, περιμέναμε να βγουν οι πρώτοι ώστε να μπουκάρουμε στις καμπάνες. Δεν ήταν κι άσχημα. Τζιτζίκια, λάστιχα στις βεράντες, διπλά μεροκάματα το Σ/Κ, πουρμπουάρ. Δεν ξοδεύαμε πολλά ως μετεφηβικό ζεύγος. Πέφταμε κατά τις επτά το απόγευμα στο διπλό των γονιών μου (η καλοκαιρινή ευτυχία της απουσίας τους) και σηκωνόμασταν την επομένη στις πέντε. Λίγο σιωπηλό σεξ τις νύχτες, σχεδόν εν υπνώσει.

Είχα βγάλει καλά λεφτά ως το τέλος του μήνα, αλλά μια μέρα δεν άντεξα. Κατέβηκα στο κέντρο και έσπρωξα τα μισά σε βινύλια εισαγωγής. Οι πανάκριβοι αυτοί δίσκοι λειτουργούσαν σαν κατοχύρωση της αυθεντικότητας των κινήτρων, μια στάμπα εγκυρότητας για αρπαγμένους συνωμότες του μουσικού πάθους. Ένα σεβαστό ποσό, ώρες και ώρες δουλειάς δηλαδή, έφυγε σε κάτι μεταπάνκ κομήτες τύπου Blurt, Eyless in Gaza, Zounds, και λοιπούς συγγενείς. Τους έδειξα χαρούμενος στη Λ. η οποία και φρίκαρε (αγαπητικά). Διακοπές πάντως κάναμε, αν και ελαφρώς κουτσουρεμένες.

Χρυσοπληρωμένο μουσειακό είδος εποχής: Blurt, In Berlin.


*


Θυμάμαι και μια σύντομη φάση χρόνια μετά, να παριστάνω τον πλασιέ βιβλίων στο Κορωπί. Παρότι προετοιμαζόμασταν μια βδομάδα για την έξοδο, παραιτήθηκα την πρώτη μέρα γιατί το κλεισμένο ραντεβού ήταν σε ανύπαρκτο οίκημα. Πήγαινα μπρος-πίσω, ρώταγα πού είναι η πολυκατοικία και έπεφτα στο κενό. Δεξιά ένα ετοιμόρροπο σπίτι, αριστερά άλλο, στη μέση χωράφι. Κάποιες πόρτες είχαν σεντόνι στην είσοδο. Με κρυφοκοίταζαν τα πιτσιρίκια, έτσι με το κοστούμι και το βαλιτσάκι μου, κατακαλόκαιρο.

(Συνεχίζεται)


(Στο επόμενο: μπριζόλες χωρίς λάδι.)