vita moderna

kisses, tears & psychodramas

23.6.08

Σαρανταπέντε Οιδίποδες (κι εξηνταδυό Αμλέτοι)

Φέτος μάλλον σύρθηκα στις παραστάσεις -πήγα επειδή μου έβγαλαν άλλοι εισιτήριο. Οπότε η γκρίνια μπορεί να αποδοθεί και σε κακή διάθεση ή κορεσμό. Πάντως κάθε φορά στις μπύρες που ακολουθούν, ψιλοσυμφωνούμε διάφοροι πως: δεν.



Γενικά είναι αστείο να πιστεύουμε ότι για τη συμμετοχή μας στα θεάματα αρκεί μόνο ένα μυαλό και μια καρδιά (που πάλλεται από συγκίνηση). Κατά περίπτωση μπορεί κέντρο της παράστασης να γίνει η ουροδόχος κύστη. Και η καρέκλα που κάθεσαι και το εισιτήριο που πλήρωσες και το κρύο / η ζέστη, έχουν τη σημασία τους. Ιδίως αν αυτό που βλέπεις μοιάζει με κουρσάκι που τρέχει μόνο του σε άδειες πίστες. Θα εξηγηθώ, ελπίζω, παρακάτω.

Στον Άμλετ του Wooster group ο πρώτος εκνευρισμός ήρθε από την έλλειψη υπερτίτλων. Χάζευα τους παγιδευμένους θεατές να πλέουν στον ωκεανό των σαιξπηρικών αγγλικών (σε νεοϋορκέζικη εκφορά) - ώρα επτά το απόγευμα, με τον ήλιο στις λαμαρίνες της Πειραιώς. Τον εαυτό μου λυπόμουνα, αλλά έριχνα και ματιές αλληλεγγύης γύρω μου. Ανά τέταρτο της ώρας μάς προσφερόταν ψήγμα κειμένου σε μετάφραση, ώστε να θυμόμαστε σε τι ακριβώς ΔΕΝ έχουμε πρόσβαση.*

Η παράσταση χτίζεται πάνω στην κινηματογραφική εκδοχή του 1964 με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, η οποία παίζει καθ’ όλη τη διάρκεια σε background projection. Πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα. Έργα τόσο κεντρικά της δυτικής κουλτούρας όπως ο Άμλετ, ενσωματώνουν πλέον και τις αποδόσεις τους, άρα μπορείς να τις πάρεις σοβαρά υπόψη σου στο ανέβασμα, να παίξεις μ’ αυτές.
Πράγματι η σκηνοθέτις παίζει. Αναλαμβάνει το τιτάνιο (δεν κάνω πλάκα) έργο να αναπαραστήσει επί σκηνής την ταινία. Οι ηθοποιοί μιμούνται συνεχώς (μα ΣΥΝΕΧΩΣ) τις κινήσεις των συναδέλφων τους υιοθετώντας μια ιδιόμορφη κινησιολογία μικροαιωρήσεων, μαζί με φαστφόργουαρντ και ριγουίντ εκρήξεις, κατά την αίσθηση του παλιωμένου φιλμ με τις στιγμιαίες αναπηδήσεις, τα κενά, τις επικαλύψεις του. Ακόμα περισσότερο: οι ηθοποιοί στήνουν επακριβώς τα πλάνα της ταινίας μετακινώντας οι ίδιοι το σκηνικό κατά τη διάρκεια της δράσης ώστε να πετύχουν τη φιλμική γωνία λήψης.



Τρομερό εύρημα αλλά πρέπει να δεις την έντασή του για να το καταλάβεις: οι μονόλογοι και οι διάλογοι διακόπτονται διαρκώς (μα ΔΙΑΡΚΩΣ) για να αλλάξουν θέση τα πρόσωπα, τα τραπέζια οι καρέκλες. Και ενώ το κινηματογραφικό μοντάζ λειτουργεί δια της (αυτο)απόκρυψης, εδώ μετατρέπεται σε κεντρικό στοιχείο για πάνω από δύο ώρες. Δυστυχώς έτσι, κάτι που αρχικά αναγνωρίζεις ως ευφυές, στη χιλιοστή επανάληψή του αδυνατίζει μέχρι εκμηδενίσεως. Γέλασα αυθόρμητα πολλές φορές (οι ηθοποιοί πετάγονται σαν να τους τσιμπάει μύγα, ζυγίζονται δεξιά-αριστερά, γίνονται θέατρο σκιών) αλλά δεδομένου ότι οι γύρω μου παρακολουθούσαν απορροφημένοι δεν ήξερα αν προβλεπόταν τόσο γέλιο από τη διεύθυνση. Μέχρι το τέλος αναρωτιόμουν αν πρόκειται για ολοκληρωμένη παρωδία ή όχι. Σ’ αυτή την λεπτή κόψη του σπαθιού (και του νοήματος) κινείται συνολικά η παράσταση.

Είναι σαφές ότι μιλάμε για πλήρη αποδραματοποίηση. Δεν υπάρχει πρόθεση να συγκινηθεί κανένας (ηθοποιός ή θεατής) ή να βουτήξει στην ιστορία- αυτά θεωρούνται πασέ και ίσως καλά κάνουν. Το στυλ είναι κυρίαρχο, η αισθητική αποθεώνεται. Αλλά καθώς η κατεύθυνση είναι μονόδρομη, ευθύγραμμη και χωρίς στόχευση, ξαφνικά, εκεί που προσπαθείς και προσπαθείς να εφεύρεις ένα σοβαρό λόγο για να σ’ αρέσει (πέραν της φόρμας), ένα σταθερό σημείο να κρατηθείς, τσακ, το όλον καταρρέει πανηγυρικά και μια απέραντη πλήξη (το κουρσάκι που λέγαμε) σε κυριεύει… πλέον είσαι μόνος σου σε έναν ατελείωτο διάδρομο δίχως πόρτες και κρυμμένα μυστικά. Και έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς τι είδους εμμονή είναι αυτή με τις αέναες διασκευές ενός λαϊκού θεάτρου όπως το σαιξπηρικό ή το αρχαιοελληνικό, θέατρο που στηρίζεται τόσο πολύ στην τεράστια χειρονομία και τον ποιητικό του λόγο και την ιεροπραξία (στοιχεία προς τα οποία τρέφουμε σήμερα σχετική έως πλήρη απώθηση) και τι είδους νέοι θεατές είμαστε εμείς, τι είδους (μη) συγκίνηση προσπαθούμε να αποσπάσουμε από (άλλη μια) επιμελημένη άσκηση ύφους, από (άλλο ένα) θεατρικό εργαστήριο λεπτών απολαύσεων και εγκεφαλικής γκουρμέ.




Μου τη δίνει η κατεδαφιστική κριτική, ιδίως όταν πρόκειται για έργο ανθρώπων που πάσχισαν και ίδρωσαν, κριτική η οποία συνήθως οχυρώνεται πίσω από μια κρυφοφασίζουσα λογική του μέσου όρου και φτιάχνεται με τα ίδια της τα λόγια. Βρίσκω πολύ εύκολο και φτηνό ένα κείμενο που αρθρώνεται γύρω από εκφράσεις τύπου «μην τρελαθούμε τώρα» και «έλεος». Αλλά κάπως πρέπει να μιλήσεις (όχι πάντως έτσι) για την αίσθηση του κενού που αφήνει εκείνη η θεατρική πράξη η οποία αναζητά ασυλία σε μια σημειολογία της πρωτοπορίας χωρίς να μπορεί να κρύψει τη διάχυτη αμηχανία της και την έλλειψη οράματος. Υπάρχουν φυσικά και οι αποτυχίες, δεν είναι όλα προς θάνατο. Ας μην με πιάνει η γενίκευση και η εσχατολογία. Το Wooster group φημίζεται για τις εξαιρετικές δουλειές του.

[Γενικά δεν ξέρω τι θέλω. Τον εγκλωβισμό μου σ’ ένα θεατρικό ανικανοποίητο μπορεί να χαζέψει κάποιος- αν θέλει να κόψει φλέβες- στην υπερπαραγωγή που ανέβασα προ διετίας. (1, 2, 3, 4, 5) ]

Και επειδή οι κρίσεις είναι εντελώς υποκειμενικές, διαβάστε δυο θετικότατες και σεβαστές κριτικές για την παράσταση, εδώ και εδώ.(κριτική του Μ. Μιχαήλ, Lifo 19/6-σελ.18, δεν τη βρίσκω online). Πολύ θα ήθελα να δω κι εγώ έτσι τα πράγματα. Ειλικρινά.

*



Στο κοινό ήταν και ο Μαρμαρινός, ξανθός Άμλετ κι εκείνος, την εκδοχή του οποίου είχα παρακολουθήσει πριν χρόνια με μεγάλο ενδιαφέρον. Ήγουν τουτέστι δεν φταίνε οι πρωτοπορίες αλλά το βλέμμα- αν και ο Μαρμαρινός συγκρινόμενος με άλλους φαντάζει σήμερα παλιομοδίτης. Εννοώ ότι παρότι θα υπέγραφε μια τέτοια παράσταση στα επιμέρους, δεν θα εξόριζε ποτέ τη συγκίνηση. Την ίδια αρχή ακολούθησε και στο «Πεθαίνω σα χώρα» όπου ο λυρισμός του δούλευε σαν ενοποιητικό στοιχείο και συγκολλητική ουσία (των παθημάτων της χώρας), ήτοι του ενός ταλαίπωρου σώματος, το οποίο και ενσάρκωσαν ευφυώς δεκάδες κομπάρσοι, δηλαδή πάλι εμείς.

(Θεούλη μου, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το ποστ…)

(συνεχίζεται με gospel at Colonus)

-------------
*Δεν θεωρώ ένα τέτοιο κείμενο δευτερεύον ή δεδομένο. Αντίθετα, πολλή ουσία και ανανέωση και πρωτοπορία βρήκα στην τολμηρή κίνηση του Χειμωνά, να αφαιρέσει το ερωτηματικό από τη φράση «to be or not to be?» επιστρέφοντάς της το χαμένο νόημα: Να ζεις. Να μη ζείς...

22.6.08

Είμαστε δυο είμαστε τρεις (ολίγη παράδοση ακόμα)

O Δ. Μαρωνίτης σχολιάζει στην προηγούμενη καθώς και στη σημερινή του επιφυλλίδα τη λαθροχειρία που επιχειρήθηκε στο κείμενο του Σεφέρη, παραπέποντας σε κείμενο του φιλολόγου από τα Χανιά, Γιάννη Μαργιούλα.

[ δεν διαβάζει vita moderna ο παλιός μου δάσκαλος. :-( ]

O Γιάννης Χάρης, επιχειρεί την υπέρβαση.

5.6.08

Ωραία, παραδοσιακά θέματα για νέους.



Βατό ήταν και φέτος το θέμα της έκθεσης των Πανελληνίων (δόξα σοι ο θεός) αλλά με μια πρωτότυπη αντιστροφή στην πατροπαράδοτη γκρίνια, από την εποχή της ευδοκίμησης και αρωγής. Η Ένωση Φιλολόγων θεώρησε πως οι διευκρινίσεις λέξεων που δόθηκαν πάνω στο κείμενο του Σεφέρη «δεν επιτρέπουν τη διαβάθμιση στην αξιολόγηση των μαθητών». Αντίθετα το Υπουργείο τις έκρινε αναγκαίες «λόγω της ψυχολογικής πίεσης των μαθητών και της συμμετοχής αλλοδαπών διαγωνιζομένων.»

Επ’ αυτού πρόλαβα να δω τον Σαράντο Καργάκο να διαμαρτύρεται στο Μέγκα: του χρόνου φοβάται ότι θα δοθούν μεταφράσεις λέξεων στα αγγλικά και στα αλβανικά! Ο κ. Καργάκος, πέρα από τις πολιτίκαλυ κορέκτ διατυπώσεις του, χειρίζεται συστηματικά από τηλεοράσεως θέματα γλωσσικής έκπτωσης-κρίσης αξιών- «αλλήθωρης νεολαίας». Το εκθεσιολόγιο από το οποίο διάβαζα για πανελλήνιες ανθολογούσε κείμενά του (μαζί με Παπανούτσο- Γιανναρά) ενώ διακόσια χρόνια μετά συναντάμε τα ίδια θέματα, τα ίδια πρόσωπα, την ίδια χώρα που αργοπεθαίνει (Finis Graeciae).

Συγκεκριμένα, έτη οκτώ μετά μιλένιουμ, την προσοχή μας αποσπά η ερμηνεία των λέξεων και όχι το ίδιο το θέμα και η εξαντλημένη κινδυνολογία του, το αφόρητο déjà vu που δημιουργεί η στερεοτυπική του οπτική. Ένας τελειόφοιτος Λυκείου, ο οποίος, σημειωτέον, έχει βουτήξει στο ίντερνετ από το νηπιαγωγείο και έχει υποστεί δυο τρεις φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις εξορθολογισμού της εκπαίδευσης, καλείται στην ύστατη γλωσσική δοκιμασία της αποφοίτησής του να καταγράψει «τις αιτίες για τις οποίες πολλοί νέοι έχουν απομακρυνθεί από την παράδοση και να προτείνει τρόπους επανασύνδεσης μ’ αυτήν». Προσοχή. Δεν του ζητείται η διερεύνηση των όρων και προϋποθέσεων που αποδεικνύουν δημιουργική τη σχέση μας μαζί της (ώστε ο μαθητής να παραπέμψει στον Θανάση Παπακωνσταντίνου και να καθαρίσει). Αντίθετα, και ενώ υποτίθεται πως εξετάζεται η κριτική σκέψη και η ικανότητα του να επιχειρηματολογεί, οι προκείμενες θεωρούνται δεδομένες: Κάποιοι νέοι φύγανε (από πού ακριβώς;) και κάπως πρέπει να επιστρέψουν (σε τι άραγε;)

Μια διαχρονική ρητορική με εξάρσεις ποιητικού μεγαλείου διαχέεται από τα φροντιστήρια-κολοσσούς προς τη μαθητιώσα νεολαία, στοιχειώνοντας τις νεανικές συνειδήσεις των υποψηφίων. Η φρασεολογία και η λογική της είναι γνωστή: ο κόσμος πάει κατά διαόλου, οι αξίες ευτελίζονται, οι θεσμοί διαβρώνονται, η γλώσσα εκπίπτει, το άτομο συνθλίβεται/ εξανδραποδίζεται/ εξαχρειώνεται / αλλοτριώνεται μέσα στη ζούγκλα των μεγαλουπόλεων, στις κοινωνίες του καταναλωτισμού, των εμπορευματοποιημένων σχέσεων και της δικτατορίας της σάρκας (sic), όπου κυριαρχεί ο υλικός ευδαιμονισμός, η τεχνοκρατία, ο μηδενισμός, ο ατομικισμός, ο μιμητισμός, τα λάθος πρότυπα. Υπαρκτικό κενό, έλλειψη ιδανικών, υποβάθμιση της ζωής, μοναξιά, απελπισία, νευρώσεις, ηθικός μαρασμός. (Φόβος, τρόμος, τριγμός των οδόντων.) Άκουσα τη φιλόλογο να δίνει αμέσως τις «σωστές απαντήσεις» και τα θυμήθηκα. Τρόμαξα, ήθελα να πω.

Ο κόσμος γυρίζει τούμπα, η αλυσίδα του DNA ξεδιπλώνεται, τα windows έφτασαν στα vista αλλά η «ύλη» της έκθεσης δεν έχει ανάγκη για update. Να για παράδειγμα, το θέμα εισαγωγικών του 1973: «Η ηθική και πνευματική τοποθέτησις του ανθρώπου έναντι των νέων μορφών της τεχνοκρατούμενης ζωής.» (Αν η Ελλάδα με τα κάρα της και τα μουλάρια της τεχνοκρατούνταν, σκέψου τι έχει πάθει σήμερα)
Θέμα εισαγωγικών του 1971: «Η έναντι της μηχανοποιήσεως του τρόπου ζωής σημασία του ανθρωπίνου παράγοντος»
Με λίγα λόγια είναι πολύ πιθανό γονιός και παιδί να εξετάστηκαν στο ίδιο ακριβώς ζήτημα, με διαφορά 40-50 χρόνων. Είναι ωραίο αυτό, γεφυρώνει αυτόματα το χάσμα των γενεών, δημιουργεί την αίσθηση της γειτονίτσας (που ήταν πάντα η Ελλαδίτσα) και επιτρέπει έναν πιο ενεργητικό-συμμετοχικό ρόλο σε μπαμπά και μαμά που ξεροσταλιάζουν έξω απ’ τα κάγκελα. Δείχνει επίσης πως, αντίθετα με τα θρυλούμενα, δεν υπάρχει καμία διακοπή στην παράδοση της όμορφης αυτής θεματολογίας.
Κι αν βασανίσουμε λιγάκι τα αυτονόητα, αλήθεια, από ποια παράδοση απομακρύνονται οι νέοι; Μήπως δεν φτιάξανε χαρταετό με καλάμια και αλευρόκολλα αλλά τον πήραν έτοιμο; Δεν φάγανε λαγάνα αλλά μαύρο πολύσπορο; Δεν ανοίξανε φύλλο για τυρόπιτα; Δεν βάψανε με ασβέστη το σεμνό τενεκέ της μπιγκόνιας; Μήπως συνηθίζουν να κάθονται την ώρα του Ακάθιστου; Δεν χρησιμοποιούν τόνους στα sms; Δεν πίνουν ρετσίνα / δεν τρώνε φέτα / δεν ακολουθούν τη σωτήρια κρητική διατροφή; Μήπως δεν χορεύουν και τον Μαλεβιζιώτη;

Αν αυτά ακούγονται φαιδρά, ας καταφύγουμε σε λίγη στατιστική. Στο άρθρο των Νέων της Πέμπτης 22 Μαΐου με τίτλο «Η Εκκλησία νικάει τα κόμματα» παρατίθεται έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία και οι θρησκευτικές εκδηλώσεις προσελκύουν τους περισσότερους, από οποιαδήποτε άλλη δημόσια κοινωνική εκδήλωση ή δραστηριότητα. Οι ηλικίες από 16-24 μετέχουν στην εκκλησιαστική ζωή σε μεγάλο ποσοστό ενώ σύμφωνα με το άρθρο η στροφή στη θρησκεία δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Αν και δεν χρειαζόταν η έρευνα για αυτές τις διαπιστώσεις, επιβεβαιώνεται πάντως η διάχυτη αίσθηση. Με προσαρμοσμένα τα χάμπουργκερ σε big extra sarakosti δεν έχουμε ακριβώς απομάκρυνση από την (θρησκευτική) παράδοση αλλά πλήρη ενσωμάτωσή της.

Ας δούμε, τέλος, το κείμενο του Γ.Σεφέρη που προτάσσεται. Το απόσπασμα προέρχεται από ομιλία του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τον Απρίλιο του 1964 και έχει τίτλο «Η γλώσσα στην ποίησή μας». Οι πληροφορίες αυτές δεν δίνονται στους μαθητές, έχει μάλιστα παραλειφθεί η πρότασή του «είμαστε τώρα μέρος της λογοτεχνίας της Ευρώπης…», υποθέτω για να μην αποπροσανατολιστούν οι υποψήφιοι από τα ζητούμενα.

Φυσικά ο ποιητής δεν γράφει εν κενώ ούτε χαράσσει τις δέκα εντολές. Μιλάει σε ανθρώπους του καιρού του και, προτάσσοντας το βίωμά του, θέτει αιτήματα ουσιαστικής κατανόησης και ανασκαφής της παράδοσης. Η χώρα μετά τους πολέμους προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της στη σύγχρονη εποχή, στρέφεται πυρετικά προς τον έξω κόσμο και ο Γ.Σεφέρης αναφερόμενος σε ζητήματα γλώσσας, τέχνης και πολιτισμού επισημαίνει την ανάγκη αυτοσυνειδησίας και σύνδεσης με τη ρίζα. Ακριβώς πριν από το απόσπασμα που δόθηκε στους μαθητές σημειώνει: «Παράδοση δεν σημαίνει απαρίθμηση και μνείες παλαιών τίτλων αλλά έργα που ζουν και γονιμοποιούν τη δημιουργική φαντασία των σημερινών ανθρώπων». Δεν έχει βεβαίως υπόψη του τα όργια που θα ακολουθήσουν (στο όνομά της) ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, την καταδυνάστευση του Ελλάς Ελλήνων χριστιανών και του πατρίς-θρησκεία-οικογένεια . Και φυσικά δεν πρόλαβε να δει ούτε τις αναπαλαιώσεις, τις ευκολίες και το φολκλόρ της δεκαετίας του ογδόντα ή ακόμα περισσότερο τις απλοποιήσεις, τη φοβική αναδίπλωση και τη συνθηματολογία της δεκαετίας του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
Αλλά αυτό από μόνο του αποτελεί άλλο μεγάλο «θέμα», για κάποιες πολύ μακρινές Πανελλήνιες του μέλλοντος.

Athens Voice, 5-06-2008.



-----
Υ.Γ. Μικρό update στα σχόλια.