vita moderna

kisses, tears & psychodramas

30.9.07

Για να μη χάνετε το χρόνο σας...

...όσοι μπαίνετε στο ταπεινό ιστολόγιο ετουτοδωνανά,
διαβάστε κάτι της προκοπής
:

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.
- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.
- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.
- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε ξημερώματα.
- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.
Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.
Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.
Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:
- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

H. X. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός, Νεφέλη 2004



19.9.07

πολυσαλάτα εποχής

Από το «δεν τραβάει ο Γιωργάκης» στο «τον φάγανε τον Γιωργάκη» μεσολάβησε μόλις μια νυχτερινή δήλωση με αντιφατικό μήνυμα και εύκολη αποσημειολόγηση. Έφτασε μισή εμφάνιση Βενιζέλου για να εξουδετερωθεί οποιαδήποτε άλλη συζήτηση (τσιριδομαχία έστω) θα αφορούσε την αριστερά και τον νέο ρόλο που (και τυπικά) της ανατίθεται ή έστω για την περιλάλητη είσοδο του ΛΑΟΣ στη βουλή. Αντί να χαρούμε λιγάκι το νέο έργο «ο Ψαριανός βουλευτής» ή να ριγήσουμε βρε αδερφέ με την ακροδεξιά μπούκα (εγώ ρίγησα αλλά δεν το λέω), πέσαμε πάλι στα σκληρά: στον Κί-μω-να τον Κουλούρη, που τούτη την ώρα δεν θα πατήσει τον πεσμένον. Γιατί ο Κίμωνας ο Κουλούρης, τούτη ακριβώς την ώρα στέκεται δίπλα στον πεσμένον.

Μετά στάθηκε δίπλα στον ανεβασμένον.

Το ζήτημα της διαδοχής (στο κόμμα που θεωρητικώς αποδοκιμάστηκε-θα επανέλθω) ενέπλεξε εκ νέου τον ελεήμονα λαό μας στο δράμα, σε βαθμό που αν ξαναματαψήφιζε σήμερα ενδέχεται να εξέλεγε Παπανδρέου. Έτσι ρε μάγκα, για αλλαγή. Γιατί βαρέθηκε ήδη τον Βενιζέλο και την αλαζονεία του. Διότι δίνουμε στην πολιτική ανθρώπινο πρόσωπο με μια στάλα (κουβά δηλαδή) συναισθήματος.

Και ξεκίνησε η ανάλυση της εικόνας. Το δέον της πολιτικής, το ήθος της αντιπαράθεσης, οι (νόμιμες;) φιλοδοξίες του προσώπου:

Δεν θέλω να ελπίζω
δεν θέλω να φροντίζω
το μέλλον στη ζωή.
Το σήμερα προκρίνω
το αύριο τ’ αφήνω
στης τύχης την ροήν.

Ας γένει ό,τι θέλει,
τελείως δεν με μέλει
ας πέσει ο ουρανός.
Η γη μας ας βουλήσει
κι ο ήλιος ας σβήσει
κι ας μείνει σκοτεινός.


Aθ. Χριστόπουλος, "Τώρα", Βιέννη 1811


*


[Το ρεύμα του αυτονόητου, ένα υπαρξιακό ζήτημα μέσα στο ΠΑΣΟΚ- πώς τα λέει ο άνθρωπος.]

*


Πάντως ο συνετός λαός που δεν σκαμπάζει από Κίρκεγκωρ προτίμησε την ασφάλεια Καραμανλή, προφανώς γιατί κατάφερε να μεταφράσει σωστά τις σίγουρες κινήσεις του ηγέτου: αρχικά το χέρι πέφτει στο τραπέζι με καρατιά (χαπ!) και ύστερα δουλεύει σαν υαλοκαθαριστήρας. Ήτοι στιβαρότης- κάθαρσις. Αντίθετα το μονότονο πάνω χέρι κάτω χέρι του Παπανδρέου είχε διπλή παραπομπή: σε σχολική γιορτή και σε ξυλοφόρτωμα- και τα δύο καταδικασμένα στη συνείδηση του κόσμου.

*


Η αλήθεια είναι πως η είσοδος ΛΑΟΣ στη βουλή δεν συζητείται γιατί ήταν κοινό μυστικό πως αφ’ ότου ο Άδωνις αλώνισε τα πάνελ με την Ελλήνων Παιδεία οι όβερ σίξτυ κλειδώσανε. Ο Καρατζαφέρης εστίασε στη σάπια οικογενειοκρατία (plus a nation in flames) με αποτέλεσμα να κλειδώσουν και οι άντερ σίξτυ. Όταν οι ξένοι σταθμοί μίλησαν για ρατσιστικό εθνικιστικό κόμμα νομίσαμε ότι αναφέρονται πλέον σε άλλον και όχι στον συμπαθή αυτόν αρχηγούλη με το γάντι του μποξ.

*



Η ιστορία με τις πυργκαυϊές εν τέλει πόλωσε τα πράγματα. Ενώ ήταν γνωστό ότι τις φωτιές τις βάζει ο Πετεφρής, κατηγορήθηκε άδικα το τζάκετ και η επικοινωνιολογία. Ο λαός αντέδρασε υγιώς. Υπερασπίστηκε τον πρωθυπουργό του, ο οποίος υπέστη μαρτυρικά τους κολάφους, τα ραπίσματα. Ουδείς υπολόγιζε-πλην Λούλη, ότι ο ραγισμένος Καραμανλής θα κέρδιζε και τις ραγισμένες καρδιές στα καμμένα.

*



Αλλά αυτές είναι παλιές ιστορίες. Επανέρχομαι στο εκλογικό αποτέλεσμα ΠΑΣΟΚ. Αν δεν φώναζαν πρώτοι ότι πρόκειται για συντριπτική ταπεινωτική ήττα, για τεράστια αποτυχία, για βάραθρο και ίλιγγο προς τα κάτω, προσωπικά θα θεωρούσα το 38% επιτυχία. Δεδομένου ότι σε σταθμισμένο δείγμα 50 φίλων οι 49 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (μιλάμε για τον δήμο με το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό του) πηγαίναμε σφαίρα για την κόκκινη Ουτοπία. Έστω τη ροζ. Τελικά πήγαμε εδώ.

*



Λυπάμαι μόνο που η ανέμελη παρέα μου αφού εκτελέσει κάθε φορά το καθήκον της μεσότητας- δώθε του επαναστατικού αναχρονισμού, κείθε του σοσιαλρεφορμισμού, βαριέται. Ο Δημήτρης έριχνε σουτάκια στο τέρμα του μικρού Μάρκου, οι υπόλοιποι καταρρακώνονταν από την εθνική αστοχία (ούτε τώρα-στο σίδερο πάλι) και κάποιες φίλες έκοβαν λάχανο ψυθιρίζοντας πώς τα πάτε με τον Τάκη; Όταν επιτέλους στηθήκαμε άρχισαν τα background vocals: η Διαμαντοπούλου κουρεύτηκε; / εγώ τη συμπαθώ / εγώ δεν τη συμπαθώ. Η πολιτική ανάλυση προχώρησε σε βάθος: Ποιος είναι αυτός; / o Πέτρος ο Κωστόπουλος / ποιος είναι ο Πέτρος ο Κωστόπουλος;

Γενικά οι φίλοι έχουν κατεβάσει τις τηλεοράσεις στο υπόγειο για να μην καταθλίβονται, οπότε δυο τρεις αμετανόητοι τρώμε το βάρος της ενημέρωσης των υπολοίπων. Να σου πω την αλήθεια κι εγώ νύσταζα αλλά είμαι μπλόγκερ ευθύνης και μπορεί να μου ζητούσαν τη γνώμη μου από κανένα αφιέρωμα στην Traffic.

Μπα, δεν με έψαξε κανείς. Ξύπνησα την ώρα που ο Καραμανλής βάδιζε πλαισιωμένος στα σύδεντρα ενώ η κάμερα ανέβαινε ψηλά σε μεγαλειώδες πανοραμίκ. Παρά τις εντάσεις και χάρις στο άγρυπνο μάτι του kukuzeli, είχε νικήσει και πάλι το μπάσκετ.

*


Πλάκα ζ μπλάκα, η εξίσωση ΠΑΣΟΚ δεν λύνεται.

13.9.07

Για λέγε σκηνικό, κουρέλι.

Αντίο στον Νίκο Νικολαΐδη



To ροκ μυθιστόρημα τρέφεται από την Ποιητική του- εξού και η λατρευτική σχέση της κοινότητας με όσους υπέροχους-καταραμένους εξάντλησαν νωρίς το καύσιμο. Ο Νίκος Νικολαΐδης εικονογράφησε τα τοτέμ (ίσως και τα ταμπού) μιας ειδικής γενιάς που δεν παρηγορήθηκε από τον πολιτικό πυρετό της μεταπολίτευσης (ή την ατομική εξασφάλιση), στήνοντας ένα κλειστό σύμπαν προσώπων διαρκώς αρπαγμένων από ένα πέραν, ένα αδιευκρίνιστο αλλού, που γέμιζε τις σιωπές τoυς με πεισιθάνατη, σνομπ γοητεία. Αν την έπαιρνες στα σοβαρά βούταγες από το μπαλκόνι, αν γλιστρούσες απλώς στην επιφάνειά της κρινόσουν κάλπης και ψεύτης. Στο ασταθές και κρίσιμο ενδιάμεσο στάθηκαν όσοι επιβιώνουν ακόμα από εκείνη τη μακρινή εποχή, κυρίως όσοι μπόρεσαν να δώσουν δημιουργική έκφραση σ’ αυτήν την πολύτιμη αλλά επικίνδυνη προίκα.

Δεν είναι σίγουρο ότι η βολική κατηγορία του cult σκηνοθέτη διατηρεί ακόμα τους θετικούς της προσδιορισμούς– όποια ορολογία πέφτει μαζικά στο τραπέζι της αγοράς ακυρώνεται από την κατάχρηση. Πάντως η σκοτεινή, λυρική αύρα του φορμαλισμού του και η εμμονή σε έναν αποπνικτικό εγκλεισμό των ηρώων χωρίς διέξοδο, προώθησαν την ιδέα του μοναχικού αντι-σταρ, σε μια περίοδο που το εγχώριο σινεμά πόνταρε κυρίως στην αναζήτηση της εθνικής ιδιοπροσωπείας ή το λαϊκό ψυχόδραμα.

Τα πρόσωπα και οι ατάκες από τα Κουρέλια και τη Γλυκιά Συμμορία έλαμψαν για χρόνια στο στερέωμα της ροκ κουλτούρας, καθώς η ματαίωση και η τρυφερότητα μασκαρεύτηκαν έναν ιδιότυπο κυνισμό προς ειδοποιημένους αναγνώστες. Δεν ενδιέφεραν η ατομική εμπλοκή των προσώπων στο πάθος (άκου πτώμα να μαθαίνεις) ή τα ξεχωριστά τους δράματα, αφού η διάψευση είχε ήδη συντελεστεί σε πρότερο χρόνο. Οι ήρωες μπορούσαν μόνο να σπάνε πλάκα, να χορεύουν ή να κάνουν έρωτα πριν τους καταπιεί το σκοτάδι: αν κοινός ορίζοντας όλων είναι ο θάνατος, ας τον επισπεύσουμε να τελειώνουμε με αξιοπρέπεια. Ή αλλιώς, η αναζήτηση λίγης χαράς στο έδαφος μιας εδραιωμένης απελπισίας που τη φωτίζει πότε πότε η αλληλεγγύη των φίλων, των συνοδοιπόρων.

Προσωπικά δεν έχω άλλο τρόπο να ερμηνεύσω την ακαταμάχητη έλξη που ασκεί διαχρονικά η ήττα, έξω από αυτή την αίσθηση της συνοδοιπορίας. Η επιτυχία ενός εκάστου δεν στήνει σχέσεις, δεν μοιράζεται. Στο δρόμο προς τα εκεί, ακόμα και με τις μηχανές σου στο φουλ, ένα κομμάτι του εαυτού μένει να κρυφοκοιτάζει προς τα πίσω. Γι’ αυτή τη ζέστη των αισθημάτων που εκφράζονται πάντα κρυπτικά και συγκαλυμένα μεταξύ οικείων, γι’ αυτή τη διαφύλαξη μιας περιοχής σπατάλης και ελευθερίας, αγάπησε τόσος κόσμος τη γλυκιά συμμορία και τα κουρέλια. Για τον ίδιο λόγο ενδέχεται και ο δημοφιλής κινηματογραφιστής να μην αρκέστηκε ποτέ στη δημοφιλία του σε δεδομένο κοινό, κρατώντας μια περιοχή προσωπικής αγωνίας για την τέχνη του. Θεώρησε τις «επιτυχίες» του εύκολες και προχώρησε σε νέα αναμέτρηση με τους εφιάλτες- πολλές φορές με άνισο αποτέλεσμα.

Οριστική ιστορία της τέχνης δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα και πάντως δεν είναι αυτή που ορίζει την προσωπική μας διαδρομή. Οι πρώτες εκείνες ταινίες του Νικολαΐδη εμψυχώνονται από το πνεύμα μιας εποχής, χωρίς τη γνώση του οποίου φαντάζουν, υποθέτω, ατελή σκίτσα ανθρώπων σε κρίση. Και ίσως να είναι εν μέρει έτσι, αλλά ποιον θα ενδιέφερε μια εξ αποστάσεως κριτική αποτίμηση του έργου του; Όχι πάντως εκείνους που έστησαν εξαρχής μια σχέση συνενοχής με τον ελεγειακό πεσσιμισμό του, εκείνους που τυλίχτηκαν στις ίδιες φίνες κλωστές της αδιέξοδης μοίρας των ηρώων του.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ή ερωτεύεσαι το πακέτο ή το επιστρέφεις. Όσοι από εμάς το παραλάβαμε έγκαιρα, τον ευχαριστούμε για το ταξίδι και τον αποχαιρετούμε με συγκίνηση.

Athens Voice, 13-9-2007

5.9.07

νιπτήρας

Ήρθα, έφυγα, ήρθα, έφυγα. Σαν τον Βουτσά του Πετεφρή ήθελα να τρουπώσω κι εγώ ανάμεσα στα ποστ αλλά δεν βρήκα τον τρόπο. Με την κατάρρευση του κράτους κατέρρευσε και το σύστημα σχολιασμού –πρέπει να πιάσεις καρέκλα, προνομιακό σημείο, πόστο, για να γράψεις. Πριν προλάβω να χωνέψω μια chora νησιού με ακατανόητα πρόσωπα, χταπόδια στο σύρμα, λιωμένα παγωτά, υστερικά παιδάκια και απέραντο χρυσό κόσμο (με τα χρυσά του πέδιλα, τα χρυσά τσαντάκια και το χρυσελεφάντινο δέρμα του), βούλιαξα στην πάνδημη θλίψη. Τα ανακάτεψα όλα στον καναπέ (φεγγάρια και φωτιές, θυμό και αγανάκτηση, mega και alter) σε μια αδιέξοδη μουγκαμάρα απ’ την οποία δεν παραγόταν δράση. Γιατί μένοντας ώρα σιωπηλός δεν γίνεσαι σοφότερος. Πήζουν οι σκέψεις μαζί με το συναίσθημα ώσπου στο τέλος πλακώνεσαι από το ίδιο σου το βάρος.

Και κοίτα τι έπαθα. Ό,τι μου κόλλησε σαν καλοκαιρινή ασυναρτησία βρήκε ιδανική συνέχεια στην τραγωδία. Το καπάκι έκλεισε. Κι από το σύμπαν των εικόνων και το ποτάμι λέξεων που ακολούθησε δεν καθάρισε η εικόνα. Αφού ξέρουμε και καταλαβαίνουμε πώς παίζεται το παιχνίδι, γιατί δεν παράγεται επιτέλους νόημα;

Για την ώρα είμαι περισσότερο τιβί παρά μπλογκο- μπίινγκ. Τα τετριμμένα συμπεράσματά μου τα βλέπω σχολιασμένα, οι σκέψεις μου της Δευτέρας είναι οι προφάνειες της Τρίτης. Όλοι τα ξέρουμε όλα. Παντογνώστες και πανδέκτες.

Όποιοι παρακολουθούν, ξέρουν: Εδώ, εδώ, εδώ...- τι να προσθέσω; Ίσως μόνο το τραγούδι που ακούγεται- μια κόντρα διάθεση που με συνοδεύει. Αν ξαναβρώ το χιούμορ μου θα επιστρέψω.

Σεπτέμβριος.