vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.10.06

Φιλολογική Κυριακή

Η πείρα πως όλα είναι ανεξήγητα οδηγεί στο όνειρο. Wols



Το μικρό αντι-ποίημα «Μπέσκος» του Δημήτρη Βέσκου [που ακούγεται εδώ σε «σχιζοφωνική»* απόδοση του τρομερού Λεωνίδα Χρηστάκη] μεταφέρει, κατά τη γνώμη μου παραστατικά, το σπάνιο ήθος πολλών ποιητών ή πεζογράφων που προτίμησαν κυρίως το ποιητικώς ζην από το «γράφειν» (και ακόμα περισσότερο «εξαργυρώνειν»)· η ανυποχώρητη στάση τους, φώτισε εκ των υστέρων τις λιγοστές λέξεις τους με ένα άλλο, πνευματικότερο φως.

Σχεδόν εχθρικοί προς τον οδοστρωτήρα των ποιητικών ογκόλιθων της σύγχρονης Ελλάδας, αποσυρμένοι ή περιθωριακοί, ποιητικά έκκεντροι ή και (κοσμικά) εκκεντρικοί, δεν άντεχαν τη σκηνοθετημένη αναπαράσταση της γλώσσας, τα κείμενα- ποταμούς για την αναζήτηση της ελληνικότητας, τον στόμφο της ποιητικής των Νομπέλ. Διαρκώς ερωτευμένοι με ορισμένους ελάσσονες ξένους τους οποίους και μετέφραζαν αφιλοκερδώς (σιγά μην πληρώθηκαν ποτέ οι μεταφράσεις στην Ελλάδα) μοιάζουν σαν να πέταγαν βότσαλα στη λίμνη την ώρα που οι άλλοι, οι «σοβαροί» ήταν στρατευμένοι στον αγώνα τον καλόν. Όχι, νομίζω, τόσο από διάθεση σνομπισμού, όσο από μια ενστικτώδη αντιπάθεια προς τις μεγαλαυχίες και τις εθνικές τοιχογραφίες που συνήθως καταπίνουν τα ανθρώπινα μεγέθη. Σ’ αυτό το ποιηματάκι του Δ. Βέσκου η ιδέα του ποιητή και του ποιήματος υπονομεύεται συνεχώς από τον ίδιο τον γράφοντα ώσπου να διαλυθεί από την επανάληψη κάθε νόημα των λέξεων· στο τέλος μένει μόνο η ανάσα του ποιητή μετέωρη, μια στιγμή καθαρής αγωνίας μπροστά στην ίδια την πράξη της γραφής, την ίδια την ύπαρξη.

*



Ένα τέτοιο σπάνιο είδος ανένταχτου ονειροσκόπου υπήρξε και ο Ε.Χ. Γονατάς. Έτυχε να διαβάσω τον «Φιλόξενο καρδινάλιό» του όταν πρωτοβγήκε, ένα σύντομο πεζό που σε εισάγει κατ’ ευθείαν στη γοητεία του λοξού κοιτάγματος της πραγματικότητας. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου* τον συμπεριλαμβάνει στην υπερρεαλιστική ανθολογία της «…δεν άνθησαν ματαίως», αν και τα «πεζά» του κατατάσσονται συνήθως στον ασαφή χώρο του (ποιητικού) παράδοξου. Έτσι κι αλλιώς είναι τόσο μικρή η έκτασή τους.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, με συγκινεί κυρίως η συνωμοσία που εξυφαίνεται με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη στον οποίο είναι αφιερωμένο το απόσπασμα. Προφανώς οι δυο τους αισθάνονται υπό διωγμόν, σε έναν κόσμο που εξορίζει ως αναποτελεσματικές τέτοιου είδους (τραυματισμένες) ευαισθησίες σαν τις δικές τους.

*


Θα μας διώξουν


Στον Μίλτο Σαχτούρη


Δεν ξέρω πώς βρέθηκα σ’ αυτό το άθλιο θαλασσοχώρι. Δεν ξέρω αν πρέπει να φύγω ή να μείνω. Δεν θυμάμαι πότε ήρθα κι από πού. Ίσως να ’χω περάσει ολόκληρη ζωή εδώ. Ένα μικρό παιδί κουρελιάρικο μου γνέφει απ’ το φεγγίτη να σταματήσω. «Τι να σταματήσω;» του λέω, σηκώνοντας το κεφάλι τόσο ψηλά που παρά λίγο να κυλήσει στην πλάτη μου. Κάθομαι πάνω σ’ ένα αμόνι και τα πόδια μου κρέμονται κίτρινα κι αδύνατα ως το πάτωμα· δε θέλω να τα βλέπω γιατί άμα τα βλέπω με πιάνει τρεμούλα ότι έγινα πρόβατο. Γύρω μου παντού γυαλίζουν κομμάτια ντενεκέδες, σβησμένα κάρβουνα και τρίμματα, τρίμματα ψιλά σίδερο. Το παιδί μού δείχνει το μικρό μουσικό όργανο που έχω στα γόνατά μου και το χαϊδεύω. Για φαντάσου, δεν το πρόσεξα! Είναι κατακίτρινο και μακρουλό σαν πεπόνι· το ’χω φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια μου.
«Μην παίζεις» μου ψιθυρίζει σιγά κι απ’ τα μάτια του στάζουν βροχή τα δάκρυα πάνω στα κάρβουνα. «Ακούγεσαι δίπλα στο μαγαζί. Δεν καταλαβαίνεις πως θα μας διώξουν;»

*



Max Ernst, Aquis submersus,1919


--------------------

*1: Βρήκα το CD με τα «σχιζοφωνητικά» του Χρηστάκη, (τρόπος απαγγελίας που τον εμπνεύστηκε ο εκδότης του Ιδεοδρόμιου το 1963 στον Σηκουάνα) στο περιοδικό Heteron1/2 που κυκλοφορεί.
Μια σύντομη περιήγηση στα έργα και τις ημέρες μιας παρέας εδώ.

*2: Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, είναι μια σεμνή και αισθαντική φιγούρα του Νεοελληνικού της Θεσ/νίκης, με ιδιαίτερη αγάπη στον υπερρεαλισμό (τον οποίο αντιλαμβάνεται σαν ένα αλληλεπιδραστικό κίνημα τέχνης και ζωής- "ο υπερρεαλισμός δεν είναι σουρεαλιστικός" κ.ά.). Η εισαγωγή της στην ποιητική ανθολογία που συνέταξε η ίδια καθώς και οι σποραδικές κριτικές της στα Νέα, εστιάζουν συνήθως σε ζητήματα πέριξ αυτού του χώρου. Εδώ υπάρχει μια συνέντευξή της σχετικά με τον Γονατά, στην οποία μπορείτε να την ακούσετε και μαγνητοφωνημένη. (μιλάει θαυμάσια, όπως πάντα)

Αποκαλυπτική και συγκινητική ήταν η δουλειά της Στεφανή, σ' ένα ντοκυμανταίρ που παρακολουθεί τη ζωή του Γονατά στο σπίτι του, όπου πράγματα καθημερινά, λουλούδια του κήπου και κατοικίδια αποτελούσαν πλέον το ποιητικό του σύμπαν.

Ένα μικρό απόσπασμα από τις Αγελάδες του 1963, «Το δάσος».

Ο Ε.Χ.Γονατάς πέθανε τον περασμένο Μάρτιο.

26.10.06

Εκεκουφαθήκεμεν!





Οι συνθήκες είναι ΑΡΙΣΤΕΣ. Το 1ο Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διακυβέρνηση του Διαδικτύου (Internet Governance Forum - IGF)στην Αθήνα, (από τη Δευτέρα 30 μέχρι 2 Νοεμβρίου) θα ξεκινήσει με τη σύλληψη μέλους της διοργανώτριας χώρας.

Θέματα:Ανοιχτός Χαρακτήρας του Διαδικτύου - Ελευθερία έκφρασης, ελεύθερη ροή πληροφόρησης, ιδεών και γνώσης κλπ.
Take a look: Διοργάνωση : Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών.

Ε ρε αθάνατη Φουστανέλα-τσαρούχι-φουντα-φέσι!

25.10.06

Όχι πολύ γινωμένες ρε μαμά

...γιατί ακούγονται κούφιες.

*



(Το κομμάτι νο 4 του Μισιρλί Αχμέτ από το εσώφυλλο του δίσκου)


Εδώ ολίγη οριένταλ του Αχμέτ.

21.10.06

Το κλαδί της μνήμης

Για το καθυστερημένο «δείπνο μ’ ένα νεκρό», στο Hotel Memory


Πρόθυμος συνήθως για εξομολογήσεις, αυτή τη φορά παγιδεύτηκα. Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ζωή και γραφή είναι δυνατόν να οδηγηθούν κάποτε σε μετωπική σύγκρουση. Το σύστημα μικρός λογοτέχνης, πρόθυμος κατέρρευσε. Στάθηκε αδύνατο να εντοπίσω άλλον συνδαιτυμόνα και παντελώς ακατόρθωτο να καθίσω με τον φτερουγισμένο πατέρα μου στο (λογοτεχνικό) τραπέζι. Έγραψα όμως κάτι για εκείνον, το οποίο και διάβασε η φίλη μου Λένα. Περνώντας προχθές απ’ το σπίτι της, αντί για σοκολατάκι μου έβαλε στο χέρι ένα ποίημα του Μιχάλη Γκανά. Μακάρι να δούλευε πάντα έτσι η λογοτεχνία μεταξύ μας: σαν ανταλλακτική οικονομία.

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει το όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θα ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ το πρωί.
Πώς να του πω «καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δεν φτάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τα όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το λάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ τις μασχάλες πιασ’ τονε
σα να ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

*




-----------
Το ποίημα από τα Γυάλινα Γιάννενα, του 1989
Η φωτογραφία, από τη Νοσταλγία. Ο Ταρκόφσκι ήρθε στη ζωή για να γυρίσει αυτή την ταινία.

19.10.06

Τίτλοι ειδήσεων

Του ανταποκριτή μας


Έλα ασσοσιέιτεντ λαμβάνεις; στοπ. το δαγκώσαμε απόψε αλλά κρατήσαμε τις δυνάμεις μας στοπ. έλα μη μασάς ασσοσιέιτεντ, αυτό είναι έκφραση για το κυβερνών κόμμα στοπ. απ’ ό,τι μου λένε Καραμανλής κατσικώθηκε στο Γκρίχελαντ μέχρι δύο χιλιάδες δεκατέσσερα στοπ. γκρικς δεν έχουν παραλάβει μοκέτες από τη φύλαξη και κάνει σκατόκρυο εδώ μέσα στοπ. ευτυχώς περισσέψανε πίτσες και καφέδες από Ψωμιάδη για τζέρναλιστς στοπ. κάθε μέρα περνάει φορτηγάκι και ξεφορτώνει εκλαίρ και σιντί Καζαντζάϊδις για γκρικ τζέρναλιστς στοπ. κάτι γίνεται με τζέρναλιστς και Ψωμιάδη δεν καταλαβαίνω στοπ. οι ξενόγλωσσοι παίρνουμε τον μπούλο στοπ έλα μη μασάς ασσοσιέιτεντ, έκφραση είναι αυτό στοπ. εδώ γκρικς λεβέντες δεν είναι φαγκς στοπ Κώστας δε μασάει Μαριέτα δε μασάει Ψωμιάδης δε μασάει Χριστόδουλος δε μασάει στοπ Χριστόδουλος κράτησε τις δυνάμεις του δόξα σοι ο θεός στοπ Χριστόδουλος συνεχάρη πρωί πρωί Ψωμιάδη στοπ. δια λαμπροτάτην επανεκλογήν σας ου μη μασήσετε εις τον αιώνα στοπ. τελικά μόνο δάσκαλοι μασήσουνε όπου να’ ναι στοπ. Μαρία επιστρέψει μείον χίλια διακόσια πιάσει πουλήσει χαρτομάντιλα στοπ. έλα ασσοσιέτεντ, Μαρία γνωστή από μπλογκόσφαρια στοπ. λίγα λεφτά πολλά λινκμπλονκς στοπ κι αυτό έκφραση είναι αλλά μ’ έχεις πρήξει ρε ασσοσιέτιτντ στοπ. λινκμπλογκς είναι άμα έχεις αγάπη στην καρδιά όχι πόλεμο φωτιά στοπ. μακμάνους λίγα πράγματα με ψήφους πολλά πράγματα με αγάπες στοπ. κατά τα άλλα οι πάντες κατά πάντων στοπ. βρέχει στη μπλογκογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου αλλά πού να σου εξηγώ τώρα στοπ. σ’ αφήνω γιατί πρέπει να προλάβω επόμενες εκλογές στοπ. στείλε επειγόντως κουβέρτες φουλστοπ.

11.10.06

Το υλικό της ποίησης*


Giorgio de Chirico, Melancholy and Mystery of a street (1914)


[Το όνειρο. Ακόμα και μια μέρα με βροχή.]

*


*[Με αφορμή σχετικά σχόλια στο προηγούμενο ποστ, 1, 2 και 3].

8.10.06

La mala education

Μικρός ποταμός σκέψεων που μου προξένησε η προσευχή της Μιραντό. Εστιάζω στα πράγματα που διαφωνώ αλλά το post της έχει τη δική του αξία, καθότι και πάσχουσα μητέρα.


*



Η σημερινή σχολική πραγματικότητα (εκπαιδευτικοί, μαθητές, προγράμματα) πόρρω απέχει από εκείνη των δεκαετιών του ’50 ή του ’60, τις εποχές δηλαδή που το σχολείο ήταν σχεδόν αποκλειστικός φορέας της γνώσης. Από τα πρόβατα και τα χαμόσπιτα με τις λάσπες, στη σχολική τάξη η απόσταση ήταν τεράστια. Αντίθετα από το διαμέρισμα και τον υπολογιστή στο σημερινό σχολείο η απόσταση μίκρυνε αν δεν αντιστράφηκε εις βάρος του (οι λάσπες εξαφανίστηκαν). Το σχολείο μοιάζει πια ο φτωχός συγγενής, η σκοτεινή αποθήκη ενός κόσμου χρωμάτων και λάμψης που εξελίσσεται με ταχύτητα.

Συνεπώς και η σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, αναπόφευκτα, προορισμένη να εκφράσει έναν διαφορετικό κόσμο, θα είναι άλλη. Η γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να αλλάζει (είναι μια διαδικασία εγγενής, σύμφυτη με την ίδια τη ζωή) ειδάλλως δεν θα φτάναμε στη νεοελληνική κοινή. Θα μέναμε στην ωραιότατη Ομηρική διάλεκτο- είναι γνωστά αυτά.

Αλλά είναι κατανοητό, ένας άνθρωπος, όπως εγώ για παράδειγμα, μεγαλωμένος σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που απέδωσε κορυφαία σημασία στα τριγενή και δικατάληκτα, στο καθαρό άλφα και την κλίση των εις –μι ρημάτων, να αισθάνεται διαψευσμένος από τις σημερινές λεγόμενες «βαρβαρότητες» συνδικαλιστών και δημοσιογράφων, πολιτικών και σελέμπριτις κάθε είδους. Όμως από τα γλωσσικά λάθη (μιας γραμματικής που είναι προορισμένη να αυτοκαταργηθεί) μέχρι τη γενίκευση περί αγραμματοσύνης των δασκάλων υπάρχει απόσταση που την καλύπτουμε συνήθως με λογικά άλματα.

Μπορεί να είναι σοκαριστικό για πολλούς αλλά και η σχέση μας με τη γλώσσα αλλάζει. Με την απίστευτη πολυγλωσσία των νέων μαθητών που ήρθαν στη χώρα (μετράμε: τη μητρική τους γλώσσα, τη γλώσσα υποδοχής τους, την αρχαία γλώσσα της υποδοχής, την επικρατούσα ξένη και τη δευτερεύουσα ξένη) κανένας δάσκαλος ή μαθητής δεν εξίσταται-κραυγάζει όταν ο ημιμαθής στη γενική γίνεται του ημιμαθή (έτσι κι αλλιώς, σου λέει, ημιμαθής παραμένει). Τα σημερινά λάθη των μαθητών και η χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από τους καθηγητές τους θα προξενούσαν απανωτά εγκεφαλικά στον φιλόλογο γυμνασιάρχη προηγούμενων δεκαετιών. Οι γλώσσες πιέζονται προς την απλοποίηση γιατί η γνώση διευρύνεται και ο εγκέφαλος, που μένει ίδιος χειμώνα-καλοκαίρι, πρέπει να αντέξει τη συσσώρευση της πληροφορίας. Παρεμπιπτόντως, υπολογίζεται πως 6912 γλώσσες και διάλεκτοι μιλιούνται παράλληλα στον πλανήτη(πηγή: εδώ), ο οποίος πριν απωλέσει τις καταλήξεις των ελληνικών τριτόκλιτων, θα χάσει πρώτα τους κατοίκους του από υπερθέρμανση.

δίψα για περισσότερη παιδεία


[πάρτε και το παγουρίνο σας, είναι δρόμος ακόμα]


5.10.06

πολλές φορές ακούω την ηχώ των λέξεών μου*

Κατασκευή ορμώμενη από εδώ κι από ’κει


Έδωσα εντολή να εξεταστεί ο κρίκος, δίχως προκαταλήψεις. Όπως με πληροφόρησε ο Αρχηγός, ομοιάζει περισσότερο με απλό κρίκο του Λούνα Παρκ. Πρόκειται για ελλειψοειδή άκαμπτο δακτύλιο, βοηθητικό τμήμα εξαρτύσεως της στολής, απόσπασμα ευρύτερου μηχανισμού από τροχαλίες και αντίβαρα που χειρίζεται καθημερινά ο φύλαξ του άστεως ώστε να αναρτά το υποκάμισον και τη σκελέα του στο θάλαμο. Αλλά σε πνεύμα μεγεθύνσεως του ελαχίστου, επεισόδια μικρής εκτάσεως λαμβάνουν θεαματικόν χαρακτήρα στα μέσα ενημερώσεως, τα οποία με αγκιτάτσιες επιχειρούν να κάμψουν το σθένος του φύλακα.


Όμως φρονώ ότι πρέπει επιτέλους να ισχύσει πνεύμα καταλαγής. Η υπουργός ορθά έκρινε ότι είναι ώρα οι απεργοί να επιστρέψουν στα σχολεία, ήδη πλουσιότατοι σε εμπειρίες από την πολυήμερη περιπλάνησίν των ως σύγχρονοι Οδυσσείς. Δυστυχώς όπως με πληροφόρησαν πριν από λίγο οι κόρες μου, οι οποίες τούτη ακριβώς την ώρα δυσκολεύονται να προσεγγίσουν το εκκλησάκι της Καπνικαρέας, το τοπίο είναι ακόμη θολό από τους ψεκασμούς. Κάνω έκκληση στην ευαισθησία σας να τους επιτραπεί να περάσουν. Εγώ ο ίδιος έχω δώσει πάγια εντολή στους φύλακες της τάξης, κατά την υποδοχή της διαδηλώσεως να υπάρχει ψυχραιμία ώστε πρώτα να ερωτούν τους αντιφρονούντας για τις προθέσεις τους και κατόπιν να τους ψεκάζουν. Ο ψεκασμός γίνεται προληπτικώς προ της ανθοφορίας και όπως με πληροφορεί ο Αρχηγός υπάρχει μέριμνα χρήσεως ειδικού αντισηπτικού διαλύματος που αποστειρώνει τον διαδηλωτή και δίδει νέα προοπτική ηθικής προκοπής στο άτομο. Η κοινωνία μας δεν είναι μνησίκακη και μισαλόδοξη αλλά μεγάθυμη. Δι’ ο και στον συλληφθέντα αρχικά διαβάζεται η πρώτη προς Κορινθίους κι ύστερα απαγγέλλεται η κατηγορία αντιστάσεως κατά της αρχής.


Καλώ τον καθένα σε ένα συλλείτουργο για την πάσχουσα παιδεία η οποία τουλάχιστον στο επίπεδο της γλώσσης απώλεσε τόσο την ουσία όσο και την χάρη που της προσέδιδε ο της περισπωμένης παιγνιώδης κυματισμός. Συζητούμε επ’ αυτού με την υπουργό και ερευνούμε την πιθανότητα επιστροφής λατρεμένων σημείων τονισμού, καθώς και χαμένων ερμηνευτικών σημαδιών της ψαλτικής -η πεταστή και το τρομικόν αίφνης-, που υποχώρησαν επ’ εσχάτοις υπό το βάρος της εκσυγχρονιστικής λαίλαπας. Ερευνούμε πάντως και την πιθανότητα μερικής ή ολικής απαγορεύσεως διαδηλώσεων επ’ ωφελεία του συνόλου. Η ακραία αυτή έκφρασις αντιπαραθέσεως με το κράτος οφείλει να περισταλεί κατά την περίοδο της ορθής, ορθοτάτης θα έλεγα διακυβερνήσεως του τόπου υπό τη φωτισμένη καθοδήγησιν Καραμανλή. Ήδη συνεζήτησα διεξοδικά επ’ αυτού και κρίνω πως δεν συντρέχει πλέον λόγος διεκδικήσεων. Ο καθένας ας ψάξει μέσα του να βρει τις απαντήσεις.

--------------
*ή την αρχιτεκτονική της σκέψης μου βλέπω.
O Β. Πολύδωρας, σε ερώτηση σχετικά με το τι πήραν από εκείνον οι κόρες του.