vita moderna

kisses, tears & psychodramas

28.7.06

Έστιν ουν τραγωδία

Φάγαμε τον Ιούλιο με το ένα, το δύο, το τρία και το τέσσερα.


Υπάρχει κάτι αφόρητο στους ορισμούς. Ακόμα και η διατύπωση του Αριστοτέλη έχει αυτή τη «στρογγυλάδα» που παγώνει το νόημα σε ένα δεδομένο, αυστηρό σχήμα· η αποστήθιση και η επανάληψή του μέσα στα χρόνια το έχουν εξουδετερώσει. Μου φέρνει στο νου το κύκλιο ά-γιοσοθεός / ά-γιοσισχυρός / ά-γιοσαθάνατος /ε-λέέέ-ησονημάς, που τράνταζε ρυθμικά τα σχολικά προαύλια κάποτε, όταν ακόμα οι μαθητές ήταν σημαντικά περισσότεροι από τους καθηγητές τους.

Δεν είναι εποχή για μεγάλες διατυπώσεις και κρίσεις η δική μας. Μόλις ορίσεις κάτι σπεύδεις αυτομάτως να σημειώσεις και την κριτική του, αν θέλεις να είσαι σοβαρός. Το μάτι είναι εξασκημένο να διαβάζει κυρίως το «από κάτω» κείμενο των καλλιτεχνημάτων, των παραστάσεων, των ίδιων των ανθρώπων. Μια ασήμαντη λεπτομέρεια, μια ελάχιστη ψυχική διακύμανση, μια ακούσια χειρονομία τραβούν το ενδιαφέρον περισσότερο από την κύρια διαπραγμάτευση. Η μετατόπιση της οπτικής προς το ψυχολογικότερο αποθεώνεται κυρίως στον σύγχρονο κινηματογράφο (και εν μέρει στη λογοτεχνία). Θαύμαζα χθες πόσο αφαιρετικά (και γι’ αυτό συγκινητικά) προσέγγιζε ο σκηνοθέτης τις διαρκείς, εκκρεμείς τραγωδίες των ανθρώπων στις «εννιά ζωές». Είναι μια πείρα ζωής αυτή, που κατανοεί πώς οργανώνεται ο πόνος στον σύγχρονο κόσμο και τι ερμηνείες χρειάζονται να τον «υποστηρίξουν». Πρόκειται για βλέμμα που αποτελεί πλέον κατάκτηση του πολιτισμού μας και κοινό κτήμα όλων· εξού και πολλές από τις (σπουδαίες) ταινίες που γυρίστηκαν πενήντα ή εξήντα χρόνια πριν μας ξαφνιάζουν σήμερα δυσάρεστα με τον αφύσικο φορμαλισμό τους και το στερεοτυπικό, αρράγιστο παίξιμο των ηθοποιών. Είναι σαν να παρελαύνουν μπροστά μας κουστούμια και όχι άνθρωποι. Αλλά τότε, στην εποχή τους, άλλη εντύπωση θα δημιουργούσαν. Καθότι άλλοι άνθρωποι, άλλα αιτήματα- ή έστω αλλιώς διατυπωμένα.

Το λέω για να σκεφτούμε ξανά την απόσταση των 2500 χρόνων που μας χωρίζουν από την τραγωδία και τα απίθανα ζογκλερικά που χρειάζονται για να αποδοθεί ουσιαστικά το πνεύμα της. Χάρηκα την Παρασκευή, στη συνέντευξη του Νίκου Χατζόπουλου (στη βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας), την απάντησή του σε σχετική ερώτηση του Μ.Φάις:

- Μ.Φ. Αν δεν σφάλλω, δεν έχεις καταπιαστεί με αρχαία κείμενα. Θα σ' ενδιέφερε;

- Ν.Χ. Για μένα προέχει να λυθεί κάτι άλλο: η θεατρική μεταφορά των αρχαίων κειμένων σήμερα. Θεωρώ ότι στην Ελλάδα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι γνωστές σκηνικές προσεγγίσεις στο αρχαίο δράμα είναι πλέον στείρες, αδιέξοδες. Χρειάζεται πολλή έρευνα και πειραματισμός για να βρεθεί μια σημερινή, ζωντανή σκηνική γλώσσα, ανάλογη του μεγέθους και της κοινωνικής σημασίας που είχε κάποτε αυτός ο δημόσιος λόγος. Μόνο αν βρισκόταν αυτή η σκηνοθετική και ερμηνευτική προοπτική θα μ' ενδιέφερε να καταπιαστώ με αρχαία κείμενα. Μου έχει ήδη ζητηθεί να το κάνω κάποτε· αλλά μη έχοντας στο νου μου κάποιο ολοκληρωμένο όραμα, αδυνατούσα να φανταστώ ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει αυτός ο λόγος. Είχα μπροστά μου το απόλυτο κενό. Κι έτσι αρνήθηκα
.

Ο προβληματισμός του είναι καίριος καθώς εστιάζει «στο μέγεθος και την κοινωνική σημασία που είχε κάποτε αυτός ο δημόσιος λόγος»- κάτι που νομίζω δεν είναι τόσο δεδομένο ως διαπίστωση. Μακάρι όλοι να στέκονταν έτσι «απορώντες» απέναντι στο αίνιγμα αυτού του λόγου, με παρόμοιο δηλαδή ήθος και αγωνία. Η απάντησή του εκτός από τίμια είναι και ιδιαίτερα πυκνή. Μιλάει για την ανάγκη μιας σημερινής σκηνικής γλώσσας που να προκύπτει από ένα ολοκληρωμένο όραμα. Δηλαδή, μιλάει, καταλαβαίνω, για αναδίπλωση και περισυλλογή (που είναι οι απαραίτητοι όροι της εμβάθυνσης), ώστε να προκύψει το προσωπικό βλέμμα του δημιουργού, εκείνη η πρωτότυπη οπτική που μας συστήνει τον κόσμο μέσα από τη δική της θερμοκρασία.


Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε μια παύση σ’ αυτόν τον πληθωρισμό διακηρύξεων, αγνών προθέσεων και ακατάπαυστων ανανεωτικών αναγνώσεων, κατά τις οποίες εναλλάσσεται η ραπ τελετουργία με την ροκ μυσταγωγία. Εμένα μ’ αρέσουν αυτά τα κόλπα (γιατί παριστάνω ακόμα τον έφηβο) και μακάρι να βγαίνει ο χορός σαν punk ορχήστρα με κορυφαίο τον Sid Vicious. Αλλά με ενοχλεί πια (όπως όλους φαντάζομαι) η ξεκομμένη διακοσμητική χρήση στοιχείων καθώς και η συνδέσεις με τον Μπους και τα έργα της επικαιρότητας. (Εξίσου επίκαιροι θεωρούνται κατά περίπτωση ο… Ταρτούφος ή ο Βασιλιάς Ληρ. Εξαρτάται από το πιο έργο ανεβάζεις κάθε φορά.) Η απλοποιητική αυτή αναγωγή αντί να φέρνει πιο κοντά το έργο και τις σημασίες του, το ευτελίζει. Η ανθρωπολογική γνώση που κόμιζε και, υπό όρους, κομίζει και σήμερα η αρχαία τραγωδία, ήταν αποτέλεσμα ανάδειξης των αντίρροπων δυνάμεων που συγκλονίζουν το υποκείμενο, του χαώδους ανθρώπινου υλικού που δεν τιθασεύεται, της αναμέτρησης με κοσμικές δυνάμεις- όχι προϊόν καταγγελίας ή πόλωσης καλού-κακού και πολέμου-ειρήνης.

Δεν έχει ανάγκη ο πόνος τις συνδέσεις επικαιρότητας για να γίνει κατανοητός:

Άργος, έξω από το παλάτι των Ατρειδών· όρθια η Ηλέκτρα και
καταγής στα πόδια της, κοιμάται ο Ορέστης
·


ΗΛΕΚΤΡΑ
Όλα τα αντέχει ο άνθρωπος. Θεοί· μη μας λυπάστε!
Στείλτε μας περισσότερο κακό. Πιο αβάσταχτον, δώστε μας
πόνο. Ρημάξτε μας
με πιο μεγάλες συμφορές. Αντέχουμε ακόμα· ζούμε! (…)

Με τι λόγια να αναμετρηθείς μ’ εκείνα που δεν μπορείς
ποτέ να πεις· - ανάμεσα στους φθόγγους μου, βουβά
τα αφήνω ν’ ανασαίνουν. Να σωπαίνουν!

Από την εισαγωγή του Ορέστη, σε, εξαίρετη και πάλι, μετάφραση Χειμωνά


------------
Μ’ αυτή την έμμεση υποδήλωση περί σιωπής(μόνος μου τα θέτω, μόνος μου τα αναλύω), κλείνεται κάπως εσπευσμένα το παρόν, χωρίς τις σχεδιαζόμενες γρανκάσες του φινάλε - σε τρεις ώρες αναχωρώ. Να επαναλάβω κάτι που είπα στην αρχή. Δεν (θα θελα να) κάνω τον έξυπνο. Η κριτική είναι εύκολη υπόθεση- όποιος επιχείρησε να εφαρμόσει τις ιδέες του στην τέχνη, ξέρει τη διαφορά της θεωρίας από την πράξη. Εξάλλου αν είχα τις ελάχιστες απαντήσεις στα προβλήματα που θέτει το αρχαίο δράμα δεν θα λεγόμουν ακόμα Thas που γράφει στη vita moderna-να έχουμε κι ένα μέτρο των πραγμάτων- αλλά τουλάχιστον Κitto ή Blume ή Δ.Ιακώβ. Ζήτω η τέχνη. Κάτω οι παρασιτικοί οργανισμοί, μαζί τους κι εγώ..

Καλό καλοκαίρι, ω φίλοι, και καλή αντάμωση.

22.7.06

μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας

Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που άρχισα κατακαλόκαιρο και γιατί το συνεχίζω. Νομίζω ότι περισσότερο ήθελα να συγκεντρώσω τις σκόρπιες σκέψεις (κατά το μαμαδίσιο: μάζεψε το μυαλό σου, παιδάκι μου) ώστε να καταλάβω και εγώ σε τι θεό πιστεύω. Αυτές τις μέρες υπήρξαν φορές, κάποια λεπτά της ώρας δηλαδή, που νόμισα ότι είχα κατανοήσει την «αίσθηση» του τραγικού (τους όρους, έστω, με τους οποίους τίθεται το ζήτημα). Προσπαθώντας να την κάνω σαφέστερη, άρχισα να τη χάνω. Στο τέλος δεν ήξερα για τι πράγμα μιλάμε.

*


Προηγήθηκαν το ένα, το δύο και το τρία.


Εστιάζοντας διαρκώς στο καλλιτέχνημα, ενδέχεται να παραγνωρίζουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ιστορική και κοινωνική διάσταση της τραγωδίας. Έτσι που τα σημειώνω παρακάτω μοιάζουν με σχολική ύλη αλλά είναι απαραίτητα, νομίζω, για την κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει όποιος επιχειρεί το ανέβασμα μιας τραγωδίας σήμερα.

Η ιστορική διάσταση: Ως νέο λογοτεχνικό είδος (στην ακολουθία της επικής και λυρικής ποίησης) η τραγωδία διαγράφει μια πορεία εκατό περίπου χρόνων (τον γνωστό 5ο αιώνα) για να παρακμάσει σταδιακά στην εποχή της φιλοσοφικής ακμής. Φαίνεται παράξενο σε εμάς που ταξιδεύουμε με άνεση στους αιώνες και διατηρούμε μια συμπαγή εικόνα για την αρχαιότητα αλλά, κατά τον J. P. Vernant, όταν ο Αριστοτέλης συντάσσει τον ορισμό της τραγωδίας, η ιδέα του «τραγικού ανθρώπου» τού είναι πια ξένη (όχι, κατά τη γνώμη μου γιατί η φιλοσοφική σκέψη πραγματικά αδυνατεί να την κατανοήσει, αλλά γιατί την προϋποθέτει αφομοιωμένη ως δικό της πνευματικό παρελθόν). Η πνευματική διαδρομή που καλύπτεται από τον πρώτο Αισχύλο των Περσών(472 π.Χ.) ως τις Βάκχες του Ευριπίδη (406 π.Χ.) είναι τεράστια. Σε ένα εντυπωσιακό κείμενο του τέλους του 5ου αιώνα που, όπως λέγεται, αποτελεί αντανάκλαση της αθεΐας του δημιουργού του (θα μπορούσαμε να το δούμε απλώς σαν κείμενο του ελληνικού «διαφωτισμού») αποτυπώνεται η ζωηρή θεολογική αναζήτηση αυτής της περιόδου. Η φιλολογική κριτική το αποδίδει στον Ευριπίδη αλλά υπάρχουν και άλλες απόψεις. Αντέγραψα μόνο τη μετάφρασή του γιατί είναι μεγαλούτσικο. Η τόλμη του εντυπωσιάζει και σήμερα. Αξίζει τον κόπο.

Η κοινωνική διάσταση: Με τους τραγικούς αγώνες εγκαινιάζεται ένας κοινωνικός θεσμός για όλους τους πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η πόλη συμμετέχει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του δράματος, εκφραζόμενη εν μέρει στο συλλογικό πρόσωπο του χορού, ο οποίος και διαλέγεται με το τραγικό πρόσωπο του ήρωα. Είναι ένας ήρωας που έρχεται από το παρελθόν αλλά μεταγραφόμενος στο παρόν παύει να αποτελεί το παλιό εκείνο «πρότυπο» της παράδοσης και μετατρέπεται σε «πρόβλημα»: ένα πεδίο παντοειδών εσωτερικών συγκρούσεων. Πάνω σ’ αυτές τις συγκρούσεις του σπαρασσόμενου ήρωα, θα προβληθεί ο κοινωνικός στοχασμός της εποχής (η προέλευση και λειτουργία του νόμου, η έννοα του χρέους, το πεπρωμένο και η μοίρα, η επενέργεια του θείου στις ζωές των ανθρώπων). Η τραγωδία γεννιέται (κατά τη διατύπωση του Waleter Nestle) όταν αρχίζει κανείς να κοιτά το μύθο με τα μάτια του πολίτη.


Μιλάμε δηλαδή για μια ανοιχτή, ευρύτατη συν-ανα-ζήτηση καίριας σημασίας για την πόλη, που γίνεται με καλλιτεχνικούς όρους και, πάντως, σε συνέχεια της λατρευτικής παράδοσης. Το θρησκευτικό πλαίσιο διατηρείται αλλά απορροφά εντός του τις δυνάμεις που θα το πιέσουν σιγά σιγά ως τα όριά του. Η σταδιακή συρρίκνωση του χορού (καταλαμβάνοντας τα 2/3 του όλου έργου στις Ικέτιδες του Αισχύλου, φτάνει μόλις στο 1/8 του Ευριπίδειου Ορέστη)* σηματοδοτεί ακριβώς τη μετάβαση σε μια πιο «δραματική» φάση της τραγωδίας όπου η αυτονόμηση των ηρώων βοηθά την ανάδυση του τραγικού στοιχείου.

Αυτή η παιδευτική, «εργαλειακή» (κάποτε και προπαγανδιστική) διάσταση της τραγωδίας κατά την οποία η πόλη συσπειρώνει την ενέργειά της προς ένα ιδεατό κέντρο (που βρισκόταν άλλοτε ο βωμός) επιχειρώντας να διερευνήσει θεμελιακά προβλήματα της ύπαρξης, φωτίζει στοιχεία του λόγου που φαντάζουν υπερβολικά υπογραμμισμένα ή αναίτια. Ο τρόπος του τραγικού είναι ο τρόπος του στοχασμού σε δεδομένη στιγμή. Οι ήρωες είναι τεντωμένοι σε έσχατο βαθμό γιατί καθρεφτίζουν μια κατάσταση της σκέψης σε συνεχή αγωνία, καθώς το τελικό διακύβευμα είναι, νομίζω, ο «τύπος» της κοινωνίας που οικοδομείται. Το μεγαλείο βρίσκεται ακριβώς στον τρόπο που το δράμα εκτονώνει εντός του τις αντιμαχόμενες τάσεις της σκέψης, χωρίς να τραυματίζει τον θρησκευτικό πυρήνα της ζωής (και την ανάγκη για σύνδεση με την παράδοση), ενώ ταυτόχρονα κινείται δυναμικά προς την υπέρβαση αυτού του μυθικού παρελθόντος. Ζωντανοί πολίτες μιας πόλης σε συναρπαστική πνευματική αναζήτηση και στοχασμό, που της επιστρέφεται, τελικά, ως αυτοσυνειδησία. Αυτοί οι πολίτες αποτελούν το κοινό της τραγωδίας και ταυτόχρονα τον βασικό διαμορφωτή της.

Ό,τι ακριβώς μας λείπει σήμερα· ώστε να πρέπει, σκέφτομαι, η αναζήτηση να ξεκινάει κυρίως από το «ποιο κοινό» και όχι από το «ποια κατεύθυνση» ή «σχολή». Ακόμα και κείμενα δυναμίτες όπως αυτό του Χειμωνά, με υποδειγματική έστω σκηνοθετική αντιμετώπιση και ευαισθησία, μετατρέπονται εύκολα σε στρακαστρούκες, όταν το περίφημο «κοινό» δεν είναι πλέον η πόλη αλλά κάτι άνευροι καταναλωτές πολιτιστικών προϊόντων, χωρίς άλλες αγωνίες ή αιτήματα. Τα πιο μεγάλα χασμουρητά έρχονται όταν ο καθένας μας, βολεμένος στο ρόλο που του έχει προδιαγράψει η τεράστια βιομηχανία θεαμάτων ανά τον κόσμο, συρρικνώνει το επίπεδο προσδοκιών του σε μια «αισθητική» μόνο συγκίνηση, συνήθως τόσο προβλέψιμη και χλιαρή που η εντύπωσή της σβήνει ακριβώς με την επανεργοποίηση του κινητού: Vodafone/ How are you?

Έλα ντε. How am I? Πώς είμαστε όλοι;

( τίτλοι τέλους στο επόμενο)


-------------
*Από το βιβλίο του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη "Περί χορού", Καστανιώτης 1998.

13.7.06

Ηδυσμένω λόγω(…)δρώντων και ου δι’ απαγγελίας

Προηγήθηκε το ένα και το δύο.


Ο M. Χρηστίδης έκανε μια σύντομη και άδικη κριτική στην παράσταση χωρίς να κρύβει τις ιδεολογικές του αντιρρήσεις, όπως για παράδειγμα το αν είναι πρέπον να ακούγονται τα τουρκικά στην Επίδαυρο (τι χρώσταγε αυτός ο χώρος να ακούει την ακατανόητη για τους Ελληνες θεατές τουρκική γλώσσα ή…. ν' ακούν (οι θεατές) ένα ελληνικό έργο του μεγάλου Αισχύλου να μιλιέται το μισό στα τουρκικά.) Τα αναμενόμενα, δηλαδή, o μέγας Έλλην να αρθρώνεται σε χείλη βαρβαρικά, με φθόγγους βαρβαρικούς. Μπρρ…


Υπήρξε αντίδραση γι’ αυτή τη δημοσίευση και γράφτηκαν επιστολές στην εφημερίδα που ως αντίθετο επιχείρημα πρότασσαν το παρατεταμένο χειροκρότημα του φινάλε.
Πράγματι. Το χειροκρότημα φαινόταν να επιβραβεύει την τόλμη της συνεργασίας, τον μόχθο, την απίστευτη καταπόνηση των σωμάτων, τη ρήξη με τα στερεότυπα.(ποια ρήξη τώρα πια). Το κοινό, για να συνδεθούμε με τα προηγούμενα, πάντα έχει μια ροπή προς την υπερβολή όταν τίθενται ζητήματα ιδεολογίας· σπεύδει να στηρίξει την εκπεφρασμένη «άποψη» περισσότερο, παρά το ίδιο το καλλιτεχνικό γεγονός που προς στιγμήν φαίνεται να μπαίνει σε παρένθεση. Στη σύγχρονη ζωή άλλωστε, ο ρόλος του ενθουσιώδους θεατή είναι ρόλος πρωταγωνιστικός. Καθώς εξίσταται έτσι θορυβωδώς (ο πρωταγωνιστής διπλανός σου) σε αναγκάζει να σκεφτείς ότι, προφανώς, έχει αναγνωρίσει πράγματα που εσύ ούτε φαντάζεσαι.

(Τον χαζεύεις μετά στα συγχαρητήρια: ε-ξαι-ρε-τι-κό, ε-ξαι-ρε-τι-κό, τονίζει με νόημα προς πάσα κατεύθυνση. Με τόσα εξαιρετικά έργα που βλέπει βέβαια ο φιλότεχνος θα πρέπει να έχει χάσει πια το κριτήριο, αλλά ας μην γινόμαστε πικροί)


Φτάνουμε πάντως σε ένα μικρό συμπέρασμα. Ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες, ιδίως οι πιο καταξιωμένες, θυμίζουν περισσότερο ένα σύνολο αρχών, μια διακήρυξη προθέσεων τις οποίες καλείσαι να στηρίξεις ανάλογα με την προοδευτική σου ετοιμότητα ή όχι. Ακριβώς επειδή το φιλότεχνο κοινό είναι ένα εξ’ ορισμού προοδευτικό σύνολο, η αλληλεγγύη στο «θεωρητικό», «ιδεολογικό» επίπεδο θεωρείται σχεδόν δεδομένη (όταν δεν εκβιάζεται), μετατοπίζοντας την ανάγνωση και κριτική από το συντελεσμένο έργο στο επίπεδο της σύλληψης και των προθέσεων του δημιουργού.

Ναι, αλλά εδώ δεν εκτίθενται προς διαπραγμάτευση ζητήματα του αρχαίου δράματος. Δεν πρόκειται για ανοιχτό συνέδριο με θέμα την αρχαία τραγωδία, ούτε ένα εργαστήριο in progress, αλλά για ένα πραγματικό έργο που επιγράφεται «Αισχύλου, Πέρσες», με πραγματικούς θεατές, πραγματικούς παππούδες και γιαγιάδες που αγκομαχούν στην ανάβαση, πραγματικά παιδάκια. (τα οποία ψιθυρίζουν: για-τί-κά-νουν-έ-τσι-αυ-τοί-μα-μά;)

Θα πρόσθετα και με «πραγματικό εισιτήριο» αν δεν φοβόμουν ότι η διατύπωση παραπέμπει σ’ εκείνη τη κρυφοσυντηρητική αντίληψη, που στο όνομα της αποτελεσματικότητας της τέχνης και του δικαιώματος του λαού για έργα απλά και κατανοητά, ζητά να περιστείλει την αναζήτηση του δημιουργού σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο που η λεγόμενη «κοινή αντίληψη» θεωρεί παραδεκτό.

Υποστηρίζω ακριβώς το αντίθετο. Ότι μόνο μια εμπνευσμένη αυθαιρεσία, που την κινεί η αγάπη για εκείνη την αρχαία πράξη μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα που θέτει η μετάθεση ενός τέτοιου λόγου στο παρόν. (και να μην ακούω αυτά τα απλοποιητικά «πόσο επίκαιρος είναι ο Αισχύλος σήμερα» γιατί βουρλίζομαι)

Παράδειγμα: Η μετάφραση του Χειμωνά στη Μήδεια του Ευριπίδη, παρόλη την ελεύθερη, προσωπική ή και «αυθαίρετη» ματιά της, βρίσκεται ήδη στην έβδομη έκδοση. Η σοβαρότητα στην προσέγγιση και το ποιητικό ρίγος που μεταδίδει ακυρώνει τις λογικές μας αντιρρήσεις. Κάπως έτσι, σκέφτεσαι, θα ήταν να παρακολουθείς τότε τραγωδία· παρόμοιες ηδονές θα συνάρπαζαν τους θεατές, παρόμοια εντύπωση θα άφηναν τα λόγια. Μιλάμε πάντα για τη χαρά της εγκατάλειψης στις δονήσεις ενός λόγου που σε υποτάσσει στο ρυθμό του. Για τη λυτρωτική συνάντηση με την Τέχνη, που αν και τα συναρμοζόμενα κομμάτια της δείχνουν τις ραφές τους, κάτι μεγαλύτερο και συνθετότερο παράγεται εντός, ως νέο νόημα. Ίσως να πρόκειται για τη συνάντηση με τον συμπαντικό, ξυνό Λόγο του Ηράκλειτου. Ίσως να πρόκειται απλώς για το «ωραίο ταξίδι», ίδιο από τότε ως σήμερα.



Αν, πάντως, ο Χειμωνάς έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ποιητικό ισοδύναμο στη μετάφραση, με την ίδια έννοια υποθέτω πως είναι εφικτό και ένα θεατρικό ισοδύναμο της αρχαίας τραγωδίας, στη σκηνοθεσία.

(Προσθήκη στοιχείου σασπένς:) Είναι όμως έτσι, ή μήπως κάποιο άλλο δεδομένο φράζει τον δρόμο για ένα υποδειγματικό ανέβασμα; Μ' αυτό θα επανέλθουμε στο επόμενο, το συντομότερο, καθότι οι ημερομηνίες πιέζουν και οι μισοί μπλογκοσφαιρίτες φοράνε ήδη βατραχοπέδιλα.

(συνεχίζεται)

12.7.06

Μα τι ωραίες που είναι!

.....

(κλικ σε κάθε εικόνα για να δεις ποια ιστορία εικονογραφείται)

7.7.06

δι' ελέου και φόβου περαίνουσα

Προηγήθηκε αυτό.


Ο χορός του Τερζόπουλου στους Πέρσες, ακολουθούσε μια αυστηρή γεωμετρία στην ανάπτυξη παρακολουθώντας το γεωμετρημένο δάπεδο. Γεωμετρημένα ήταν και τα αισθήματα. Ο εναγκαλισμός Τούρκων και Ελλήνων ηθοποιών ας πούμε, παρόλο τον συγκινητικό συμβολισμό του (όλοι είμαστε ενεργούμενα μιας αδυσώπητης μοίρας πολέμων) δεν απελευθέρωνε τη συγκίνηση, εξαιτίας του έντονου φορμαλισμού που είχε επιλεγεί ως εκφραστικό μέσο και ταυτότητα της παράστασης. Υποθέτω ότι ο σκηνοθέτης συνειδητά φυλάχτηκε από τους ψυχολογισμούς και τους ρηχούς συναισθηματισμούς. Έριξε το βάρος του σε μια χορογράφηση της πορείας του δράματος όπου τα παλλόμενα σώματα ενσάρκωναν, σωματοποιούσαν το πάθος. Τουλάχιστον αυτό μας δήλωνε η εικόνα. Την ψυχική της εντύπωση θα τη συζητήσουμε μετά.

Το ελληνικό κοινό, όλοι εμείς δηλαδή, έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια μια απίστευτη γενναιοδωρία απέναντι σε πειραματικές προσεγγίσεις κάθε είδους. Μοιάζει σαν ο εγγενής συντηρητισμός μας να αντισταθμίζεται από την αμέριστη συμπαράστασή μας σε οτιδήποτε «αυθαδιάζει» προς ένα παρελθόν, το οποίο μας ταλαιπωρεί εξαπανέκαθεν με τη δεδομένη, αδιαπραγμάτευτη αξία του. Προτού συναισθανθούμε τη θέση μας στον κόσμο ή αποκτήσουμε προσωπική γεύση της ζωής, στήνεται μπροστά μας, εν είδει καταναγκαστικού «πιστεύω», το πάνθεον των ηρώων, το σύνολο των ιερών και οσίων του έθνους προς τα οποία οφείλουμε πάσα τιμή και προσκύνηση. Πολίτες μιας χώρας που η ακμή της βρίσκεται 2500 χρόνια πίσω, κάθε πρόοδος στο παρόν, αναγόμενη στο ένδοξο παρελθόν σχετικοποιείται (αν δεν καταποντίζεται ολοσχερώς). Εφόσον όλα έχουν ειπωθεί σε δεδομένη ιστορική περίοδο δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να πλένουμε ταπεινά τα πόδια αυτής της εξαίσιας παράδοσης που μας δόξασε. Με την αισιόδοξη αυτή προοπτική το ελληνόπουλο μαθαίνει ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να μείνει μέσα στα όρια του Κήπου, ανασκάπτοντας διαρκώς τη γη των παππούδων του. Καμιά ανάγκη για ταξίδι. Καμιά ανάγκη να κάνει δική του περιουσία. Τύχη αγαθή το έφερε να γεννηθεί πάμπλουτο.

(Ε, φταις εσύ μετά να αρχίσεις να γκρεμίζεις με τη βαριοπούλα ό,τι ορίστηκε άνωθεν ως τοτέμ και ταμπού του πολιτισμού σου;)

Μπορεί γι’ αυτό να φαντάζει συναρπαστική η εικόνα του Οιδίποδα στο αναπηρικό καροτσάκι (Σουζούκι) ή η Ηλέκτρα με τα δεμένα της πόδια (Μαρμαρινός). Ίσως δεν μας αρκεί το δράμα των των ηρώων καθαυτό, χρειάζεται να αποδώσουμε (συμβολικά) ολίγα μαρτύρια επιπλέον στο σύνολο της παράδοσης που μας ταλαιπώρησε. Άγρια χαρά καταλαμβάνει τους σαρανταφεύγα (παιδιά του καταναγκασμού που λέγαμε) απέναντι σε κάθε αποκαθήλωση ή ανατροπή των παραδεδεγμένων, η οποία και χειροκροτείται ανεπιφύλακτα· οι νεότεροι κοιτάνε πάντα λιγάκι αμήχανα. (βρίσκονται και τόσες ώρες μακριά από τα πληκτρολόγια).


Όμως. Αυτή η εξ αντανακλάσεως στήριξη της πρωτοπορίας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται από τους δημιουργούς της ως δεδομένη και διαρκής. Ενδέχεται, δηλαδή, το κοινό με τα παρατεταμένα χειροκροτήματά του να μην αποθεώνει ακριβώς τη δική τους τέχνη (εντάξει, μερικές φορές το κάνει κι αυτό) όσο να λύνει προσωπικά του ζητήματα χειραφέτησης. Μπορεί να σφυρίζουμε έξαλλοι από ενθουσιασμό όταν ο ήχος των Clash απλώνεται στους ιερούς λόφους ή όταν ο Άμλετ ενδιατρίβει στην ηλεκτρική κιθάρα, αλλά κάτι μέσα μας λέει ότι δεν ολοκληρώνεται εδώ η αποστολή της τέχνης, ούτε μπορεί αυτή η (συμβολική) πατροκτονία να είναι αρκετή· ίσως να είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί μια αναζήτηση ζωής αλλά χρειάζονται και τα επόμενα βήματα ώστε να μεταστοιχειωθεί αυτή η ενέργεια σε τέχνη σπουδαία (δηλ. τέχνη ικανή να ανατροφοδοτήσει δημιουργικά αυτή την προσωπική αναζήτηση).

Όσο οι αγαπημένοι μας εικονοκλάστες εμμένουν στο ίδιο μονόχορδο άκουσμα και δεν προχωρούν σε νέα σύνθεση, το κοινό εμφανίζεται σε ένα πρώτο επίπεδο κολακευμένο(ή καλύτερα "καθηλωμένο" στην οικεία του θέση) αλλά σε ένα δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο έχει ήδη πάρει τις αποστάσεις του.

(Συνεχίζεται)

4.7.06

την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.

Σ’ αυτή τη σύντομη εκδρομή στην Επίδαυρο που περιλαμβάνει την απογευματινή ανάβαση στο θέατρο δίπλα στα πεύκα, τις ζεστές αρχαίες πέτρες, τα αιώνια τζιτζίκια καθώς και τα παραδοσιακά παϊδάκια αργότερα στο Λυγουριό, ο πιο αδύναμος κρίκος είναι, συνήθως, η παράσταση.

Μόνο να μη θεωρηθεί ότι κάνω τον έξυπνο, κατανοώντας, δήθεν, πράγματα που δεν βλέπουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τους Πέρσες του Τερζόπουλου- συμπαραγωγή με το Δ. Φεστιβάλ της Κων/πολης (σε νέα ελληνικά, τούρκικα και ολίγα αρχαία ελληνικά). Τo Σάββατο ακολουθούν οι Ικέτιδες του Μαρμαρινού (συμπαραγωγή επίσης, σε νέα ελληνικά και ολλανδικά). Δεν αναφέρω τους αρχαίους συγγραφείς διότι ως γνωστόν το αρχαίο κείμενο, ιδίως στις παραστάσεις της λεγόμενης πρωτοπορίας, είναι απλώς ένας καμβάς πάνω στον οποίο ο σκηνοθέτης υφαίνει το προσωπικό του όραμα. Τα έργα τεμαχίζονται, σκηνές αφαιρούνται και άλλες ενσωματώνονται αυθαίρετα. Πολλές φορές το αρχαίο έργο δανείζει απλώς τη δύναμη του ονόματός του σε μια παράσταση ή σκηνοθεσία, που διαφορετικά ίσως να έμενε μετέωρη. Παράδειγμα: Μια ακολουθία ηθοποιών που εισέρχονται σιωπηλά στη σκηνή είναι ακριβώς αυτό: μια ακολουθία ηθοποιών. Αν όμως, το έργο επιγράφεται Τρωάδες ή Χοηφόροι, η σκηνή υποβάλλει (με τα φαντασιακά της συμφραζόμενα) την αίσθηση του ιερού, του δέους. Είναι δικαιωμένη a priori. Δεν χρειάζεται να πάσχει ή να πασχίζει για τίποτα (και μαζί της ο σκηνοθέτης).


Υπάρχει φέτος στο πρόγραμμα του φεστιβάλ μια έμφαση στην πρωτοπορία. Πολύ καλώς, κατά τη γνώμη μου· αν οι «εναλλακτικές» προσεγγίσεις είναι -εν μέρει ή εν όλω- προβληματικές, οι υπόλοιπες είναι απλώς αφόρητες. Τα σπουδαία αυτά κείμενα της αρχαιότητας όταν γίνονται σύγχρονο θέατρο (κάθε σχολής), υποφέρουν κυρίως γιατί η απόσταση από την εποχή τους και όσα μεσολάβησαν στο μεταξύ, δεν επιτρέπουν την αυτόματη απέκδυση του ψυχολογικού βλέμματος που έχει γίνει η δεύτερή μας φύση· ο (επανα)συντονισμός μας με μια θέαση του κόσμου τόσο πρωτογενή, αρχέγονη και, αναπόφευκτα για εμάς, ξένη, είναι πάντα προϊόν μιας εγκεφαλικής διαδικασίας που απαιτεί προσπάθεια.

Συντείνει σ’ αυτό και ο τρόπος που η Μέση Εκπαίδευση (και κατ’ επέκταση η κοινή αντίληψη) υπερασπίζεται το αρχαίο θέατρο και την αξία του, τονίζοντας διαρκώς τη διαχρονικότητα των νοημάτων του, ενώ υποβαθμίζει ή αποσιωπά τα στοιχεία της βακχείας, του απόλυτου πένθους ή της τελετουργίας που αποτελούν άξονες και συστατικά στοιχεία της κατασκευής του. Αυτή μάλιστα η εμμονή, η λατρευτική σχέση των αρχαίων με το πένθος σοκάρει (ιδιαίτερα στην πρώτη επαφή μας με την τραγωδία), κυρίως γιατί η φιλολογία μάς έχει προετοιμάσει για ένα διαχρονικό, σοβαρό θέατρο και όχι για μια θρηνητική «πράξη» τελετουργίας. Μπορεί τα κείμενα αυτά και οι συγγραφείς τους να ευθύνονται για τη δημιουργία του θεάτρου όπως το ξέρουμε σήμερα (καθώς στα σπλάχνα αυτής της «πράξης» ο Λόγος διεκδικεί συνεχώς χώρο) αλλά τη στιγμή της τότε «διδασκαλίας» τους είναι ακόμα συνδεδεμένα με τη λατρεία, έστω ως διεκδίκηση της χειραφέτησής τους. Είναι κείμενα λυρικά, στιβαρά, ακραία, που η τεράστια "χειρονομία" τους και ο υψηλόφρων λόγος τους προξενεί μάλλον αμηχανία στο αποϊεροποιημένο παρόν μας. Πώς πρέπει να σταθούμε απέναντί τους; Πώς πρέπει να τα χειριστούμε;

Ίσως γι’ αυτό, σε όλες τις σύγχρονες παραστάσεις τραγωδίας, το λυρικό μέρος παραμένει το δυνατό τους σημείο. Είτε ο χορός κρατάει μπεντίρ, είτε χτυπάει κρόταλα, ηλεκτρικές κιθάρες, φλογέρες, νέυ, καραμούζες και τύμπανα· είτε ακούγονται παραδοσιακοί σκοποί, εκκλησιαστικοί ύμνοι, μοιρολόγια, γόοι και κοπετοί, άναρθρες κραυγές· είτε, εν τέλει, πρόκειται για τη φωνή του ιμάμη είτε του δικού μας ψάλτη, όλα είναι ευχάριστα και καλά ανεκτά από τον μούλτι κούλτι άνθρωπο των ημερών μας. Δεν το λέω περιπαικτικά- η μουσική, ο θρήνος, το τραγούδι είναι η σύνδεσή μας με το παρελθόν. Σ’ αυτές μάλιστα τις σύγχρονες εναλλακτικές προσεγγίσεις όπου η εικαστικότητα είναι κυρίαρχη και οι εικόνες που στήνονται διακρίνονται για το υψηλό τους γούστο, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.

Αλλού είναι το πρόβλημα.

(Συνεχίζεται)