vita moderna

kisses, tears & psychodramas

31.12.04

Τα κάλαντα του γκαντέμη

Αξημέρωτα ακούω το πρώτο κουδούνι. Τέλος πάντων, το δικό μου αξημέρωτα μπορεί να είναι και εννέα το πρωί αλλά αυτό δεν έχει σημασία για την ιστορία μας.
Η πρώτη μου σκέψη είναι: κάτι έχω κάνει και με ψάχνουν! Πρόκειται για ενοχικό σύνδρομο που αναπτύχθηκε μέσα μου με τα χρόνια εξαιτίας των φανταστικών εξεγέρσεων κατά του συστήματος. Τέλος πάντων, συνέρχομαι γρήγορα και θυμάμαι. Πρόκειται για τα κάλαντα..
Η επόμενη ακριβώς εικόνα που σχηματίζεται είναι ένα χιονισμένο τοπίο με δύο ξανθά κοριτσάκια στην πόρτα μιας ξύλινης καλύβας. Εγώ προφανώς βρίσκομαι μέσα στην καλύβα και καλούμαι να ανοίξω στους αγγέλους.
Μέχρι να φτάσω στην πόρτα το όνειρο θρυμματίζεται και νέο άγχος εγκαθίσταται, γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από ενοχικός είμαι και αγχώδης. Έχω ψιλά; Πού τα έχω; Πού είναι το παντελόνι μου;
Όμως ανοίγω. Και όπως είναι επόμενο (προκύπτει και από τον τίτλο) δεν υπάρχουν ξανθά αγγελάκια αλλά ο Βαγγέλης. Ο Βαγγέλης είναι γνωστός τύπος από τη δεκαετία του ογδόντα. Εκείνος δεν με θυμάται γιατί φυσικά, όταν μπλέξεις με πρέζα δεν εστιάζεις στους ανθρώπους αλλά στη χρήση τους. Τέλος πάντων, ο Βαγγέλης, κρατάει ένα τριγωνάκι στο χέρι και φοράει τον γνωστό Αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Τα γόνατα σε ημικάθισμα, η φωνή του υγρή, νταγκλαριστή (όπως λέμε κελαρυστή):
- Να τα πω;
- Να τα πεις.
Ψάχνοντας για τα γυαλιά μου (που δεν τα βρίσκω γιατί δεν τα βλέπω-φαύλος κύκλος) και για ψιλά που όπως είναι αναμενόμενο δεν υπάρχουν (προκύπτει και από τον τίτλο) σκέφτομαι αν ο Βαγγέλης προλαβαίνει να μου φάει κανα μπουφάν που κρέμεται ή να πάρει μάτι τη διαρρύθμιση του σπιτιού για μελλοντική χρήση.
Τέλος πάντων, τον ψιλοελέγχω. Όλο «τέλος πάντων» λέω, κόλλησα. O Βαγγέλης φταίει.
Πριν τελειώσει το αργό κατρακύλισμα της μελωδίας, του δίνω δεκάευρο και ρωτάω αν έχει ρέστα.
Ο Βαγγέλης συγκατανεύει αργά με το κεφάλι. Αργά βάζει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, αργά το βγάζει, αργά κοιτάζει κάτι λερωμένα κέρματα. Μου τα δίνει.
Ένα ευρώ και είκοσι λεπτά και πενήντα λεπτά και δέκα λεπτά και πέντε λεπτά.
Με κοιτάει. Τον κοιτάω. Συλλαμβάνω τον τίτλο.
Αργά ξαναβάζει το χέρι στο παντελόνι, αργά το βγάζει, αργά κοιτάζει κι άλλα λερωμένα κέρματα.
Μου τα δίνει.
Πενήντα λεπτά και είκοσι λεπτά και δέκα λεπτά.
Με κοιτάζει.
Τον κοιτάζω. Ξανασκέφτομαι τον τίτλο.
-Χρόνια πολλά, του λέω μελαγχολικά.
-Χρόνια πολλά ρε πατέρα, μου κάνει.

Σκέφτομαι έκτοτε τη φράση του. Μοιάζω για πατέρας; Έχω συμπεριφορά πατρική; Στάθηκα πατέρας για εκείνον;Τέλος πάντων.

*


Μετά την περσινή επιτυχία που σημείωσε το εφέ με τα φώτα, ξανακατεβάζουμε και φέτος τους διακόπτες για να υποδεχτούμε τον καινούριο χρόνο.

Καλή χρονιά σε όλους. Να ’στε καλά ρε πατέρες!

24.12.04

this is my church

Από τις βεράντες του νοσοκομείου φαίνεται ένα κομμάτι της παραλίας. Η χειμωνιάτικη θάλασσα στο βάθος γυαλίζει ακύμαντη. Κάτι μουδιασμένοι συγγενείς καπνίζουν κόντρα στον απογευματινό ήλιο, πίσω απ’ τα τζάμια οι δικοί τους άνθρωποι έχουν στερεωμένο το βλέμμα στο κενό. Οι ώρες κυλούν μαζί με τις σταγόνες του ορού.

Στον άδειο διάδρομο το στολισμένο δέντρο ανάβει και σβήνει αθόρυβα. Δεν ακούγονται ανθρώπινες φωνές, δεν συμβαίνει τίποτα. Περνώντας μπροστά από τους θαλάμους κάτι λευκά κεφαλάκια στρέφονται αργά να σε κοιτάξουν. Σε λίγες ώρες ξημερώνουν Χριστούγεννα και ακόμα και εδώ, πάνω σ’ αυτά τα πρόσωπα του πόνου, διακρίνεις την προσδοκία λίγης χαράς, την αναμονή της γιορτής.

Γιατί τα Χριστούγεννα, βρίσκονται κυρίως στο μυαλό των ανθρώπων. Ορίζουν έναν ζεστό χώρο αισθημάτων, όπου συναντιούναι οι βασικές μας ανάγκες για προστασία, συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Το νόημα των Χριστουγέννων ή, έστω, για τους περισσότερους, πλέον, μια θολή ανάμνησή του (από την παιδική μας ηλικία), τρυπώνει από παντού και μαλακώνει τη σκληρή καρδιά. Κάθε άνθρωπος έχει ρωγμές. Όσο μάλιστα πιο αράγιστη μοιάζει η επιφάνεια, τόσο περισσότερο ενδέχεται κάποιος να κάνει τους αόρατους σταυρούς του στο σκοτάδι, να ψέλνει προσευχές στα σκοτεινά. Γιατί κανείς δεν ταξίδεψε στη ζωή ατρόμητος, κανείς δεν βρήκε την απάντηση πεταμένη σε μια γωνιά του δρόμου. Όλη μας η σκηνοθεσία καταρρέει μπροστά στην απειλή του θανάτου.

Γι αυτό και πρέπει να μας βρει το πρωί εκστατικούς. Στη δική του εκκλησία ο καθένας, εκεί που αναπαύονται τα αισθήματα και οι καρδιές δεξιώνονται τους άλλους.

Ολαρία ολαρά
Χιόνι πέφτει από ψηλά
Χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας
Το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά
Χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας
Και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά.

Ολαρία ολαρά
Γύρω γύρω τα παιδιά
Ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ έναν χίπη
Ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
Ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη
Κι η παρθένα με τον Σατανά.

Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
Και το χιόνι πέφτει από ψηλά
Τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
Κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά.


Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα σε όλους. Και κυρίως σε κάτι ευαίσθητες ψυχές, που τριγυρνούν, μέρα και ώρα που είναι, αδέσποτες.
-------

Ο στίχος του τίτλου, από το τραγούδι των Faithless, God is a dj.
Τα άλλα στιχάκια τα ξέρεις.

20.12.04

Θα.

Υποτίθεται πως κάποτε θα γράψω. Θα έλθει -δήθεν-ο καιρός που θα με βρίσκει το πρωί πάνω από λέξεις. Αλλά ο καιρός περνάει και έξω από το παράθυρο αλλάζουν οι εποχές· το χώμα στις γλάστρες αδυνατίζει. Χαζεύω τα ελάχιστα γραπτά μου, τα ανακατεύω, μικρή η συγκομιδή.

Ανολοκλήρωτες προσπάθειες, κείμενα-σκίτσα. Να ένα, που το χώμα στη γλάστρα του έχει αρχίσει να αδυνατίζει έτσι που μένει έκθετο, σε διαρκή εκκρεμότητα. Το στέλνω να ταξιδέψει πια στο ανεμοδαρμένο δίκτυο, αφού δεν κατάφερα μέχρι τώρα να το δω να μεγαλώνει στην αυλή μου. Ίσως πάλι, να διακατέχομαι απλώς από το αμερικάνικο σύνδρομο του "χαμένου" χρόνου· ότι, αντίθετα, κάθε πράγμα πρέπει να ωριμάζει στο σκοτάδι, μυστικά. Θα δούμε.

*


Τελευταία νύχτα


Στις έντεκα ξάπλωσα, σταύρωσα τα χέρια στο στήθος και βολεύτηκα στη γούβα του σωμιέ. Τώρα κοιτάζω αφηρημένη το ταβάνι. Στο ίδιο σημείο. Απ’ όταν πέθανε ο Νίκος φέραμε το ντιβάνι δίπλα στο παράθυρο να μπορώ ν’ ακουμπάω το νερό και τα φάρμακα. Βολεύει η εσοχή του. Παλιότερα μάλιστα, που διάβαζα λιγάκι τα μεσημέρια, στοίβαζα εκεί τους Ταχυδρόμους, κυρίως μ’ άρεσε να χαζεύω τα εξώφυλλα, τις κοσμικότητες. Είχα και μερικά βιβλία του παιδιού, έναν Λουντέμη, έναν Καζαντζάκη αλλά με νύσταζαν. Προτιμούσα το Μικρό Ήρωα, τίποτα φωτορομάντζα. Ό,τι διάβασα μικρή, έναν Ζολά δηλαδή κι έναν Ρουσσώ, λίγο Παπαδιαμάντη, μ’ αυτούς έμεινα. Συν κάποια στοιχεία γαλλικής. Άλλωστε μετά τα εξηνταπέντε τούμπαραν όλα… Τα μικρά γράμματα δεν τα διάβαζα ούτε με τα γυαλιά. Δυσκολευόμουν με το ποτήρι του νερού, ήτανε η αρθρίτιδα που με διάβρωνε. Αλλά σιγά σιγά πάγωσε και το μέσα μου, σα να κρυστάλλωσε. Κι αυτό που στην αρχή ήτανε σπάνιο, έγινε με τον καιρό η καθημερινότητά μου: κάποιος να με στήνει στον καναπέ σαν κούκλα, κάποιος να με φροντίζει. Η Τασία μου δηλαδή.


Η συνέχεια εδώ.

15.12.04

Αντίο παχάκια ΚΑΙ κιλάκια!

Γυμναστήριο της αλυσίδας. Στη ρεσεψιόν. Στην ξανθιά.
-Γεια σας. Έχω ραντεβού στις 5 με τη διατροφολόγο.
-Μάλιστα κύριε Κ. Είναι πρώτη φορά κύριε Κ;
-Μάλιστα.
-Ακολουθήστε με κύριε Κ.
Τικ τακ, τικ τακ, γοβάκια, σκάλες, από εδώ κύριε Κ.
-Μάλιστα.

Σε μια από τις πόρτες σταματάει. Βάζει το κεφάλι της μέσα.
-Κυρία Νάνσυ, είναι εδώ ο κύριος Κ. Να περάσει;
Περνάω.
Όπως το υπέθεσα, η κυρία Νάνσυ δεν είναι ακριβώς κυρία. Είναι ένα μικροκαμωμένο, εικοσάχρονο κορίτσι πίσω από την οθόνη του υπολογιστή.
-Γειαάάάάάά σααααας, μου τραγουδάει χαρούμενα προτού καν με δει.
Καθώς σφίγγω το αδύναμο, παγωμένο χεράκι της, συνεχίζει:
-Μου αργήσατε λιγάκι!
(Αυτός είναι ο πρώτος γρίφος που δέχομαι. Διότι ποια είναι η σωστή απάντηση;
Μήπως πρέπει να πω: Είναι αλήθεια ότι σου αργήσαμε λιγάκι; Μήπως: Σου άργησα; Ή: σας αργήσαμε; Τέλος πάντων, διαλέγω κάτι άλλο.)

-Συγγνώμη.
-Καλέ δεν πειράζει! Για διατροφούλα;
(Για μένα μιλάει; Τι να μου κάνει εμένα μια τόση δα διατροφούλα;)
-Μάλιστα.
-Λοιπόν. Θέλω όμως πρώτα να βγάλουμε τα παπουτσάκια.
(Να δεις που η ζαβολιάρα δεν θα βγάλει τα δικά της)
Βγάζω τα παπουτσάκια.
-Και το πουλοβεράκι θα βγάλουμε.
(Από γλωσσικό ένστικτο άραγε, τώρα, δεν είπε: θα μου βγάλετε το πουλοβεράκι; Κρίμα!)
Χωρίς παπούτσια και πουλόβερ, είμαι εντελώς ανυπεράσπιστος και η γλυκιά Νάνσυ, με τη λεπτή φωνή της με καθοδηγεί:
-Θέλω να μου ανεβείτε στη ζυγαριά. Έεεεεετσι. Μπραααάβο!)

(Aποσυντονίζoμαι. Γιατί με επιβραβεύει; Πόσο χρονών είμαι; Μπορώ να αυτοεξυπηρετούμαι ακόμα; Επέζησα από ατύχημα; Τι έχω πάθει; )

Ξάφνου ακούγεται μια ουράνια μελωδία. Από την τσέπη της ιατρικής μπλούζας ξεπηδά μια ροζ μινιατούρα κινητού τηλεφώνου που σέρνει πίσω της χνουδωτά ζωάκια, μπρελόκ, μπουγελόφατσες, κλειδιά, όλα περασμένα στο ίδιο καλώδιο.
-Ναι, όχι. Έχω κόσμο τώρα, θα σε πάρω εγώ πίσω.
Τα όντα ξαναμπαίνουν στην τσεπούλα.
Έλεγχοι, μετρήσεις- τελικά ξαναφοράω παπούτσια/ πουλόβερ.

Λοιποοοόν. Κύριε Κ! Τρώμε το βράδυ;
-Τρώμε.
-Πίνουμε;
-Πίνουμε.
-Καπνίζουμε;
-Το κόψαμε.
-Κι όμως! Το ποτό είναι χειρότερο από το τσιγάρο.
-Το υπέθετα. Όσα καταφέρνεις είναι λιγότερο σημαντικά από όσα δεν.
-Δεν σας άκουσα;
-…
-Λοιποοοοόν. Κύριε Κ. Πρέπει να χάσουμε κιλάκια.
-Πρέπει.
Ωραίααααααααα! Όχι αυτό, όχι εκείνο.
-Εντάξει.
-Όχι εκείνο, όχι το άλλο.
-Εντάξει. Πατατούλες που μ’ αρέσουν;
-Αχ, κύριε Κ. μου! Αυτές είναι οι χειρότερες! Θερμιδικές βόμβες!
-Το υπέθετα.
-Όχι το άλλο, όχι το τέτοιο.
-Όχι.
-Ναι το έτσι, ναι το αλλιώς.
-Ναι.
-Σούούλαααα; Σούλα!
Αυτό με ξυπνάει από το μάντρα του ναι και του όχι. Τελικά η φωνή της διαθέτει και μπάσα όταν χρειάζεται.
Έρχεται η ωραία Σούλα.
-Ο κύριος Κ. θα πάρει τη διατροφή του. Η κυρία Μαίρη πήρε τη δική της;
(Εσείς Σούλα, πήρατε το τσάι σας;)
-Μάλιστα κυρία Νάνσυ. Εντάξει κυρία Νάνσυ.

-Μου υπόσχεστε ότι θα το τηρήσετε επακριβώς κύριε Κ;
-Σας υπόσχομαι, της απαντώ μαγνητισμένος.
(Τώρα κανονικά πρέπει να μου δώσει καραμέλα. Ή λίγη ζάχαρη έστω. Αντ’ αυτού μου δίνει την εκτύπωση της διατροφής μου)
Η μικρή Νάνσυ είναι πλέον ένας κυριαρχικός γίγαντας στα μάτια μου.
-Σ’ ευχαριστώ πολύ, της λέω αργά, με νόημα.
-Το καλοκαιράκι έρχεται κύριε Κ. Πρέπει να μου βιαστείτε!
(Εδώ πια από τα πολλά μου, βραχυκυκλώνω. Πρέπει άραγε να τη ρωτήσω κι εγώ: τι σου θέλω Νάνσυ μου, ώστε να μου απαντήσει: δεν μου θέλει τίποτα το αγοράκι μου και μετά να τρίψουμε τις μυτούλες μας;)

Καθώς κατεβαίνω τις σκάλες αναρωτιέμαι τι εποχή έχουμε ώστε να φτάνει κιόλας το καλοκαίρι. Μετά σκέφτομαι ότι μέχρι τότε, αν ακολουθήσω πιστά το πρόγραμμα, θα προτείνω στη Νάνσυ να πάμε για μπάνιο. Ενδεχομένως, αν έχω μεγάλη απόδοση, να πω και στη Σούλα!

13.12.04

10 Jingle Bells

Οι γιορτές των Χριστουγέννων απαιτούν ένα κούρδισμα της διάθεσης σε υψηλότερο τόνο, ώστε να συνηχήσει με τον εξωτερικό διάκοσμο. Συνήθως επιτυγχάνεται εύκολα και είναι καλά ανεκτό από τον χρήστη αλλά στην περίπτωση που κάτι στραβώσει, το φάλτσο που παράγεται είναι ανυπόφορο!

*


«Ωραίο το πουλοβεράκι σου». Στην ερώτηση που ακολουθεί «πόσο το πήρες;» αν το έχουμε αγοράσει 52-53 ευρώ, απαντάμε: 50 ευρώ. Αν το αγοράσαμε 49 ευρώ, στην ίδια ερώτηση απαντάμε: 49 ευρώ! (Για να καταλάβεις τι απλοϊκό παγώνι είσαι.)

*


Αφού ο άνθρωπος αυτός είναι ξαφνικά η ορθότερη, προφανέστερη, σοφότερη επιλογή για Πρόεδρος της δημοκρατίας, γιατί όλα αυτά τα λαγωνικά που γαβγίζουν καθημερινά στις τηλεοράσεις κρατώντας το ματσούκι στο δεξί, δεν το είχαν προβλέψει; Γιατί κάνουν τόσο ντόρο γύρω από το λειτούργημα της δημοσιογραφίας ενώ αδυνατούν να συνδυάσουν δυο τρία στοιχεία;

*


Σιγά που δεν θα έβγαινε ο Αλαβάνος! Κλείστε τις πόρτες να μετρηθούμε, να πετάξουμε τους κηδεμόνες μας, να δεθούμε πάνω στο κατάρτι μην μας μαγέψει το τραγούδι των Σειρήνων. Θα σας μοιράσω και τις ιδεολογικές σας μπούργκες, γιατί οι καιροί είναι επικίνδυνοι. Θα καλέσω και τον Τάσσο να σφυρίξει ένα κλέφτικο.

Μπράβο καμάρι μου. Νιώθω ήδη το δροσερό αεράκι του μέλλοντος να μου χτυπάει το πρόσωπο.

*


Από την Παρασκευή, έχω λιώσει το Weeping song του Cave. Να μην το έχω ακούσει ίσαμε 147 φορές; Και ερωτώ: δεν βρέθηκε ποτέ ένας φίλος να μου το ρίξει κάτω από την πόρτα; Αν το είχα από το 1990 που πρωτοκυκλοφόρησε, με μέσο όρο, σου βάζω εγώ, τρεις φορές την ημέρα, τώρα θα έκλεινα άνετα τις 3 Χ 365 ημέρες Χ15 χρόνια = 15330 ακροάσεις, το οποίο θεωρώ κέρδος για τον άνθρωπο.

*


Ε ρε γαμώτο. Ένα σοβαρό παντελόνι δεν έχω να φορέσω Χριστουγεννιάτικα.

*


Τελικά είναι τύχη ή ατυχία η συνάντησή σου με κάποιον/α που θεωρείς υπέροχο, μοναδικό άνθρωπο αλλά ζεις με το μαράζι του;

Αλλιώς: να γνωρίσεις τον παράδεισο και να τον χάσεις ή να μην τον γνωρίσεις καθόλου;

7.12.04

Η σιωπή

.

Στο πεισιθάνατο, νεότευκτο blog του ο Thomas, παραπέμπει σε ένα ανατριχιαστικό οδοιπορικό μιας Ουκρανής, της Έλενας, η οποία περιηγείται μια μεγάλη περιοχή γύρω από το Chernobyl. Η αφήγηση χωρίζεται σε 27 σύντομα κεφάλαια-σελίδες, με σχόλια (σε απλά αγγλικά)και φωτογραφίες που σε ρουφάνε συνεχώς προς τα κάτω, μια ποιητική του θανάτου με πρώτη ύλη την αληθινή ζωή των κατοίκων, που έζησαν εκεί ως τη μοιραία Παρασκευή. Στις 25 Απριλίου του 1986, από τα παράθυρά τους, μαζί με την άνοιξη εισέβαλε και ο θάνατος.

.

Η ραδιενέργεια θα μείνει στην περιοχή για 48.000 χρόνια ακόμη, αλλά –ευτυχώς- σε 600 χρόνια θα είναι δυνατόν να κατοικηθεί ξανά!


Στο post του με τίτλο "Uneasy Rider", o Thomas παραπέμπει και σε μια άλλη σελίδα στην οποία ένας Καναδός ισχυρίζεται ότι η βόλτα της Έλενας δεν έγινε με μηχανή αλλά με αυτοκίνητο. Λίγο μ' ενδιαφέρουν τέτοιες λεπτομέρειες της σκηνοθεσίας, μετά την πρωινή σφαλιάρα των φωτογραφιών. Τον ευχαριστούμε που τις ανακάλυψε.

5.12.04

Ο εθνικός ήρως-έρως

Όταν αγαπάνε οι Έλληνες, παντρεύονται*!
.


.
Εσύ δεν ήρθες γιατί:
1. Είσαι πολύ κάτω από τα 35 που ήταν ο μέσος όρος της ηλικίας των θεατών.
2. Είσαι κάτω από τα 20 και φοβόσουν ότι θα είναι εκεί ο μπαμπάς σου με τους φίλους του.
3. Είσαι πάνω από τα 45 αλλά δεν αντέχεις τις συγκρίσεις με τον Cave που είναι μεγαλύτερος.
4. Είσαι πάνω από 50 και προτιμάς να μιλάς για τον Cave, παρά να τον ακούς ή να τον βλέπεις.
5. Δεν ξέρεις τι είναι Cave.
6. Και που ξέρεις τι είναι, χέστηκες.
7. Τα 40 ευρώ είναι δύο σαββατόβραδα με την Πίτσα, σε πίτσα.
8. Δεν πας σε συναυλίες γιατί είσαι κοντός/ ή.
9. Άμα δεν γίνει ντου να μπεις τσάμπα, δεν πληρώνεις για ροκ συναυλία.
10. Εκεί ήσουνα! Εγώ, ο λακαμάς, δε σε είδα!

*Παρότι έχει έρθει τόσες φορές, ο Cave παραμένει το βασικό είδωλο της ελληνικής ροκ κοινότητας, με διείσδυση στις ηλικίες από 16 έως 66. Και όχι τυχαία, καθώς η μεγάλη του στυλιστική φαντασμαγορία δεν πνίγει την ουσία της τέχνης του. Κατά χιλιάδες προσκύνησαν οι Αθηναναίοι. Προσκυνώ κι εγώ το πάθος, τη δημιουργικότητα,την ορμή του για τέχνη και ζωή. Είναι σπουδαίος.


3.12.04

It's Friday, I'm in love!

Είναι παράδοξο, αλλά όσο εισχωρούμε στην Καρδιά του Χειμώνος, που λέει και ο Σκιαθίτης, τόσο πυκνώνουν μέσα μου κάτι ξαφνικές επιστροφές - προσκυνήματα σε ξεχασμένους ναούς της βακχείας το κατακαλόκαιρο!

*


Είναι πέντε το πρωί και από τη μικρή ταράτσα της Άρτεμης φαίνεται το κομμάτι της χώρας που σκαρφαλώνει στην πλαγιά. Μέσα σ’ ένα γαλακτώδες φως διαγράφονται οι όγκοι των βουνών της Αστυπάλαιας, το μπλέ βαθύ του πρωινού ορίζοντα, τα σπίτια. Η μουσική γλιστράει στα στενά, γλείφει τους τοίχους, τρυπώνει στον ύπνο των κατοίκων. Το ελληνικό καλοκαίρι επιτίθεται- η ζωή, σε διαρκή εφημερία!

I don't care if Μonday's blue
Tuesday's grey and Wednesday too
Thursday i don't care about you
It's Friday! i'm in love!

Monday you can fall apart
Tuesday, Wednesday break my heart
Thursday doesn't even start
It's Friday! i'm in love!

Η επικράτεια της ποπ είναι μια αρυτίδωτη χώρα, χωρίς μνήμη. Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο μας επιτρέπεται η εγκατάλειψη στους ζεστούς ανέμους που φυσάνε εκεί, παραδομένοι στην ψευδαίσθηση ότι η ανέμελη χαρά μας θα κατευνάσει τις αδυσώπητες δυνάμεις του Πεπρωμένου, η ξεγνοιασιά θα νικήσει την αμαρτία και η Μαρίνα των βράχων θα στεφθεί αιώνια βασίλισσα (φορώντας ένα μακώ με τους Smiths).

Πρώτα ήταν η ντισκοτέκ στο ποτάμι, στη Σέριφο. Παραμερίζαμε τα καλάμια με βία, για να φτάσουμε γρήγορα σ’ αυτό το ελάχιστο ξέφωτο Παραδείσου. Μετά, για λίγο, η Αντίπαρος και ο τσιμεντένιος κύκλος κάτω απ’ τα αστέρια. Ύστερα η Αιγιάλη, με τα πρώτα των Massive. Και τέλος, η Ανάφη- ολόκληρη δεκαετία πάνω στις δυο βεράντες της Μαργαρίτας. Παντού ο ίδιος πυρετός του αλκοόλ, η ίδια ερωτική έξαψη. Πηγαίνοντας για ύπνο, παίρναμε αγκαλιά τα τραγούδια!

I don't care if Monday's black
Tuesday, Wednesday heart attack
Thursday never looking back
It's Friday! i'm in love!

Monday you can hold your head
Tuesday, Wednesday stay in bed
Or Thursday watch the walls instead
It's Friday! i'm in love!

Εποχή που οι εκλεκτοί συνασπίζονταν κάτω από τον θεατρικό εστετισμό του Smith, παραδομένοι στα γλυκά μπάσα της φωνής του Morrissey, τιναγμένοι από το ρεύμα του έπους της Siouxsie. Μια κοινότητα νεορομαντικών ακολουθούσε, με μικρότερα εικονίσματα τους Pet shop Boys, τους Simple Minds, τους Tears for fears. Ανάψαμε κάποτε ένα κερί και σ’ αυτούς…


Saturday wait
And Sunday always comes too late
But Friday never hesitate...

Dressed up to the eyes
It's a wonderful surprise
To see your shoes and your spirits rise
Throwing out your frown
And just smiling at the sound
And as sleek as a shriek
Spinning round and round
Always take a big bite
It's such a gorgeous sight
To see you eat in the middle of the night
You can never get enough Enough of this stuff
It's Friday! i'm in love!

The Cure



Η ακαταμάχητη ποπ αισιοδοξία! Aυτή η πρόσκαιρη, τεχνητή φωταγώγηση του σύμπαντος, με όχημα ένα ευτελές σύνθι και ένα πρωτόγονο ντραμ μασίν.

*
Στον Δημήτρη, τον Άρη, τον Τάσο, τον Φίλιππο, τον Δημήτρη Σ., τη Λίζα, τον Κώστα, τη Leena, τη Heidi, την Margaret, την Κατερίνα, τον Γιάννη, το karpuzi mu, τη Λήδα, την Τούλα, τον Χρήστο, τη Martina, τη Δήμητρα, την Κατερίνα, τη Μαρία Π., τη Βίκυ, τη Λένα, την Ελπίδα, τη Δέσποινα, τον Γιώργο, τη Μαρία Σ., την Αννέτα, - για τους χορούς κάτω απ’ τ’ αστέρια.
*
Σε όσους νιώθουν έτσι.



Στο Καράβι, τον Φάρο, τον Ρούκουνα, το Κατσούνι, τις Πλάκες- τις δικές μας Κιβωτούς, τις θαλασσοφίλητες.