vita moderna

kisses, tears & psychodramas

2.8.07

Το δέντρο που μας πλήγωνε

Τα κατάφερα πάλι να μπω νύχτα στο χωριό και να φύγω αξημέρωτα. Η μάνα μου που παραθερίζει εκεί, με κοιτάει και δεν καταλαβαίνει. Δεν σε ξέρει κανείς παιδάκι μου πια, λέει. Κι όσοι μας ξέρανε, πεθάνανε. Ούτε κλέφτης να ’σουνα, κάτσε να πιούμε έναν καφέ μαζί.

Λυπάμαι που δεν της κάνω ούτε αυτή τη χάρη. Έχω ακόμα το σύνδρομο των κλειστών παραθυρόφυλλων– υποψιάζομαι παντού βλέμματα. Περνώντας καμιά φορά με φίλους τους δείχνω ένα-δυο σημεία με το αυτοκίνητο: το παλιό δημοτικό, το εκκλησάκι που βαφτίστηκα πάνω απ’ τη θάλασσα. Προσπαθώ να δω με τα δικά τους μάτια, να ανασύρω μιαν ανέφελη παιδικότητα σε φόντο ειδυλλιακό. Αδύνατον. Ίσως γιατί ποτέ δεν υπήρξε τέτοια. Μόνο στις κινηματογραφικές καλλιγραφίες του «Δέντρου που πληγώναμε» ή της «Uranya» βρίσκω ξεκομμένα τα στοιχεία μιας ζωής που ενσωματώνονταν κάποτε και στη δική μου.
Αλλά δεν έχω πάρει φαίνεται τις αποστάσεις ώστε να αποσπάσω τη γραφικότητα από το βίωμα. Θυμάμαι κυρίως συναισθήματα.

Όλο κάτι έκρυβα μικρός. Όχι μόνο τα κλεμμένα τσιγάρα ή τα απαγορευμένα κόμικς, αλλά και τις παρέες, τους έρωτες, τις ιδέες. Υπήρχαν πρόσωπα στιγματισμένα, μέρη απροσπέλαστα- αόρατα σύνορα σε έναν τόπο με άνοιγμα 300 μέτρα. Μπροστά πάντα η θάλασσα αλλά πίσω η λογική του κάμπου. Μισές κουβέντες και απειλές. Η εφημερίδα διπλωμένη, ο ρόλος του περιπτερά αδιευκρίνιστος. Κουτσαβάκηδες στα στενά και γλώσσα σκληρή- άει γαμώ την Παναγία σ’ έτσ κι σι πιάσου! Ποδοσφαιράκια, με ένταση και βία παράδοξη. Ψιλόβροχο. Στριφτό με εικοσάρικα στις λάσπες. Μικροαπαγορεύσεις- δεν θα πας από εκεί με το ποδήλατο, δεν θα ξαναμιλήσεις μ’ αυτόν. Στο τέλος μαθαίνεις να λες ψέμματα για να επιζήσεις, αλλά η μέσα ζωή παίρνει διαστάσεις εκρηκτικές. Να φύγεις κάποτε, να σωθείς.



Το δεξί χέρι κινεί επιδέξια τη μπάρα και εγκλωβίζει το μπαλάκι στον παίκτη που θα σουτάρει. Ακολουθεί ψυχολογικός εκφοβισμός, καθώς το σουτ καθυστερεί με διαρκές μάγκωμα-ξεμάγκωμα της μπάλας. Το αριστερό χέρι κάνει μοχλό και ολόκληρο το ποδοσφαιράκι σηκώνεται στον αέρα. Πριν την προσγείωση, το μπαλάκι εξαφανίζεται στο αντίπαλο τέρμα με έναν πνιχτό ήχο. Μείγμα μαγείας και μαγκιάς, κατευθείαν από τις δεκαετίες του 60 και 70.

*


Θεωρητικά δεν είδα και τίποτα. Φύγαμε εγκαίρως και όσα θυμάμαι έρχονται από τις καλοκαιρινές επιστροφές των διακοπών. Μετά το λύκειο εξαφανίστηκα. Συμμαθητές δεν αναγνωρίζω πια, ούτε μακρινούς συγγενείς. Αλλά με ξέρουν οι πάντες- πώς γίνεται;

(Περπατήσαμε κάποτε δεκαπεντάχρονα, τρεις φίλοι, ως την άκρη του κόσμου και κάναμε μπάνιο γυμνοί. Μόνο βράχια πεταμένα και θάλασσα υπήρχε γύρω. Το απόγευμα το ήξερε ο πατέρας μου- πες μου πώς γίνεται κι αυτό;)