vita moderna

kisses, tears & psychodramas

15.11.09

Η ευεργεσία του κόσμου.

Κανένας, δεν χαίρεται κανέναν.

(από παρανάγνωση-σχόλιο του qarcq )




Τα-λαι-πω-ρού-με-θα, συλλάβιζε κάποιος σήμερα στο τραμ και κάποιος άλλος συμπλήρωνε ορίστε, τα χάλια μας. Δεν μπορούσα να τους δω γιατί είχα σταθεροποιηθεί σε θέση που εξασφάλιζε μερική ισορροπία δυνάμεων στο υποσύνολο: στο στενό πλάνο μου και σε ακτίνα εκατοστών επεξεργαζόμουν ένα πολύ περιποιημένο γυναικείο χέρι (σε χειρολαβή), ένα εφηβικό αυτί με ακουστικό από το οποίο ακουγόταν ένα συριστικό κζι κζι κζι - θύμιζε μέταλ αλλά υποθέτω πως ήταν Βανδή, καθώς και μια ξανθιά αλογοουρά σε κινητικότητα να με χαιδεύει περιοδικά στον ώμο· κάθε φορά που ανέμιζε, έστελνε έντονα αρώματα τσιχλόφουσκας που με αγκάλιαζαν ευχάριστα- κανένα παράπονο. Μια κυρία πιο μπροστά προσπαθούσε να βολέψει το καροτσάκι της λαϊκής ενώ ο κύριος δίπλα δεχόταν τις αγκωνιές της κοιτάζοντας πότε εκείνη και πότε εμένα, ζητώντας συμπαράσταση-καταδίκη της αποσταθεροποιητικής της ενέργειας. Τελικά του ανταποκρίθηκα κάπως, παίρνοντας μια έκφραση που σήμαινε «τι να πει κανείς». Ασφυξία.




Καθημερινές επανδρωμένες αποστολές αναζήτησης του Εαυτού.


*


Για χρόνια πολλά, οι «μεγάλοι» όριζαν μέσα μου έναν αδιαφοροποίητο ανθρωποπολτό, επικίνδυνο και μισητό, γιατί με πίεζε, νόμιζα, να συνθηκολογήσω. Δεν θυμάμαι πότε ξεμπέρδεψα μ’ αυτή την ιδέα της καταδίωξης, για την ακρίβεια συνεχίζω να αποστρέφομαι τους αορίστως μεγάλους μια και δεν αποτελούν τόσο κατηγορία ηλικιακή όσο αέναο μηχανισμό περιστολής της επαναστατικής λίμπιντο. Και λίγα λέω. Ευτυχώς κάποια στιγμή λύνεται το ζήτημα της ταυτότητάς σου (στα τριάντα; στα πενήντα; στα εξήντα; καλά είναι) και μπορείς να κατοπτεύσεις τις ηλικίες και τα στυλ με περισσότερη συμπάθεια και, ίσως, αγάπη. Άργησα εντωμεταξύ να καταλάβω πως οι λεγόμενοι φυσιολογικοί άνθρωποι αισθάνονται εξίσου πλάσματα ανένταχτα. Πρόσφατα η μάνα μου, μου αποκάλυψε ότι ποτέ δεν συνήθισε πραγματικά την έκφραση «ο άντρας μου», μιλώντας για τον πατέρα μου. Περίεργο. Αν ακόμα και οι στυλοβάτες του οικοδομήματος αποδεικνύονται τρωτοί και ανθρώπινοι, προς τι η δια βίου προπαγάνδα υπέρ της μίας αγίας καθολικής ευθυγράμμισης; Ποιος βολεύεται τελικά; Είχε δίκιο η Σώτη και οποιοσδήποτε άλλος άνοιξε απλώς την πόρτα και βγήκε.

Αγχωμένες κινήσεις, κρυφές σκέψεις και επιθυμίες στριμωγμένες σε ένα (ηλεκτρισμένο) τετραγωνικό μέτρο. Ο Βαλερύ έλεγε πως οι άνθρωποι διαφέρουμε σ΄αυτό που δείχνουμε και μοιάζουμε σ’ αυτό που κρύβουμε. Σωστά. Παρά τις κατακτήσεις των σύγχρονων καιρών, ζούμε οχυρωμένοι πίσω από μια σκηνογραφία βλεμμάτων, χειρονομιών και εκφράσεων βικτωρινής εποχής. Με ένα σώμα μονίμως εκτός παιχνιδιού και μια γλώσσα άκαμπτη, άνυδρη, άσαρκη, απονευρωμένη, στερεοτυπική, αδυνατούμε να φτάσουμε στον άλλον, να διαπεράσουμε ένα κέλυφος φτιαγμένο από τα ίδια σκληρά υλικά. (Μετά το πολύωρο ραντεβού, συχνά ακολουθεί ένα διευκρινιστικό μήνυμα, ένα μέιλ, ένα τηλεφώνημα: μωρέ ήθελα να σου πω ότι…Ο τόνος αλλάζει, η απεύθυνση είναι άμεση, σαν τα πρόσωπα να αναλώθηκαν σε προσκηνοθετημένους ρόλους.) Μια σχεδόν υποχρεωτική μάζα λόγου φράζει διαρκώς την επικοινωνία, αναστέλλοντας την πραγματική συνάντηση. Από αυτή την άποψη διαβάζουμε ξανά και ξανά τον πρόλογο όλων των σχέσεων. Στο κυρίως έργο θα μπούμε εν ετέρα μορφή.

*



Εν τω μεταξύ το κορίτσι με την αλογοουρά στέλνει διαρκώς μηνύματα. Τη νιώθω απορροφημένη στον κόσμο της με έναν τρόπο διαφορετικό από των υπολοίπων, σαν να έχει κλείσει η πόρτα πίσω της. Και βέβαια, δεν είναι η μόνη- όλοι οι έφηβοι μοιάζουν βυθισμένοι ή μάλλον αποσυρμένοι στο κινητό τους. Δεδομένου ότι εκεί συγκεντρώνονται οι φωτογραφίες, οι μουσικές, οι φιλίες και οι έρωτές τους, ουσιαστικά έχουν μετατρέψει το γκατζετάκι σε εφηβικό δωμάτιο. Έτσι εξηγείται και η έκφραση αναχωρητισμού, ένα σοβαρό και κάπως μελαγχολικό ύφος σε πρόσωπα μόλις δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρόνων. Αντίθετα, στα χέρια τελειωμένων ενηλίκων το κινητό φαντάζει τυχαία συσκευή: αδιάφορη, ελαφρώς προβληματική και ανυπότακτη. (πώς κλείνει το ρημάδι;)




Ιδού νέο κριτήριο:παρατηρώντας τη σχέση κάποιου με το κινητό του καταλαβαίνεις την πραγματική του ηλικία. χα.

*



Για δυο-τρεις μήνες τώρα έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που δουλεύουν στο σπίτι. Μετανάστες από την Συρία και την Πολωνία οι περισσότεροι, εξαιρετικοί τεχνίτες- δεν ξέρω αν έχω πέσει εγώ στην περίπτωση. Παρατηρώ τη συμπεριφορά μου καθώς επιχειρώ να τους δείξω τη συμπάθειά μου, τον κουρδισμένο τόνο της φωνής όταν προτείνω δήθεν ανέμελα ελάτε παιδιά, πάρτε καμιά τυρόπιττα και μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα γονιών που χορεύουν μανιασμένα στο πάρτυ του παιδιού τους σαν καρικατούρες νεότητας. Νιώθω εντελώς παράταιρος σε μια παρέα ξεριζωμένων απλών ανθρώπων του μόχθου, έτσι με το γραφειάκι μου και τα δισκάκια μου και τα βιβλιαράκια μου, ένας τακτοποιημένος μικρόκοσμος-οχυρό απέναντι στην κακία του κόσμου. Μου είναι σαφές με κάθε τρόπο: δεν ξέρουμε πώς να κόψουμε δρόμο προς τον άλλον.

(Όσο για τον ερριμένον εν τω κόσμω άνθρωπο του Σαρτρ και το εμβληματικό του η κόλαση είναι οι άλλοι, παρότι χρήσιμα και γόνιμα στον καιρό τους, μου φαίνονται λιγάκι παλιές υποθέσεις. Έως και αφόρητα παλιές.)