vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.9.05

Gone with the wind

Η ιστορία μου δεν έχει δυνατό στόρυ και δύσκολα στέκεται μόνη της. Ποντάρω όμως στο γεγονός ότι σε όλους μας αρέσει να κρυφακούμε εκμυστηρεύσεις, έστω αμήχανες και μισοτελειωμένες. Φαίνεται ευτυχώς και λιγάκι η θάλασσα στο φόντο, που πάντα σε ταξιδεύει.

Λοιπόν. Ο δικός μου άνθρωπος είναι ο Δημήτρης. Κολλητοί παιδιόθεν, έχουμε κάνει τα πάντα μαζί (και ραδιοσταθμό), εκτός από έρωτα - καθότι φίλοι, μικροαστοί και βαθιά μεροληπτικοί υπέρ των κοριτσιών. Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι, αυτό το πάθος με τις γυναίκες μοιάζει σαν μια μόνιμη τύφλωση, ένα είδος αναπηρίας που ενώνει τους φίλους κάτω από το αλληλέγγυο συναίσθημα μιας κοινής μοίρας• διότι πρέπει να πούμε ότι δεν είναι ακριβώς ευχάριστη, όσο τυραννική η παρουσία της ομορφιάς στον κόσμο.

Είμαστε, που λες, ένα καλοκαίρι στη Φολέγανδρο οι δυο μας- δέκα χρόνια πριν και βάλε. Ελεύθερο κάμπινγκ. Από το πρωί μας ξύπναγαν τα τρίχορδα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες, φτιάχναμε τον καφέ στο πλαστικό κι ακούγαμε τα παιδιά, κάτι ωραίους Θεσσαλονικείς με κοτσίδες, ζούλα σε μια βάρκα μπήκα και τα τοιαύτα. Οι φωνές τους στεντόρειες, ήταν επαγγελματίες του είδους- με την καλή έννοια. Κατά τις έντεκα, άρχιζαν και τα ούζα. Η παρέα μεγάλωνε, μαζευόταν όλη η παραλία στριμωχτά κάτω από το μεγάλο αρμυρίκι, διακοπές διαρκείας.

Όχι ακριβώς όλη η παραλία, βέβαια. Ήταν κι ένα ζευγάρι εκεί, που ξεχώριζε από τη μάζα. Το αγόρι κάπως κυριλέ και το κορίτσι, εκπάγλου! Την κοιτάζαμε και στραβωνόμασταν, κρατάγαμε την ανάσα μας να περάσει. Ξύπναγαν νωρίς, έπαιρναν πρωϊνό στο καφενείο ψηλά, κατέβαιναν στις 12, έριχναν κανένα χαμόγελο συμπαράστασης σε εμάς τους ρεμπετοφρίκ• ύστερα έπαιρναν το μπάνιο τους. Το οποίον σήμαινε, για να καταλάβεις, πέντε έξι διαφορετικά παρεώ για το κορίτσι, τρία τέσσερα για το αγόρι, ακριβώς την περίοδο που εμείς δεν είχαμε κανένα- άντε ο Δημήτρης να είχε το παλιό μωβ μαζί του. Εκείνη πάντως, συνήθιζε να στέκεται γυμνή κόντρα στο φως και να πολλαπλασιάζεται όπως στην παλιά διαφήμιση του ΠΑΤΙΣΤΑ. Τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι. Α funky beauty! Blonde!

Το πόρισμα όμως βγήκε ομόφωνα: τα παιδιά είναι γκάου- αγνοήστε τα. Αποστρέψαμε λοιπόν τα πρόσωπα και τους ξεχάσαμε μιας και οι κόσμοι μας ήταν ασύμπτωτοι.

Πέρναγαν οι μέρες, άμμος και βουτιές, δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη, αλλά το βράδυ ανεβαίναμε εξάπαντος στη χώρα. Ωραία η χώρα της Φολεγάνδρου. Σέρναμε και τα σλίπινγκ μπανγκ μαζί, τα αφήναμε σε ένα εκκλησάκι λίγο έξω από το χωριό- πού να γυρίζεις πιωμένος.

Κάποιο βράδυ στο μπαρ με τον Δημήτρη, λιγοστός κόσμος , έπαιζε 80’s και διάφορα acid-jazz της εποχής, εμφανίζεται το περίφημο ζευγάρι της παραλίας- με τα σακκίδιά τους τα παιδιά. Μικρός ο χώρος, ανταλλάξαμε ένα αμήχανο γεια χαρά, πώς έτσι, ά, φεύγετε, κρίμα. (και περνάγαμε τόσο ωραία).
Σε λίγο όμως, αρχίσαμε να χορεύουμε together- βοηθήσανε και τα ποτά. To the left, λοιπόν, και to the right, / step it up, step it up, its allright, σπάγαμε ένα ένα τα παγάκια που είχαν μαζευτεί από την τόση προκατάληψη και επιφύλαξη των ημερών. Και τελικά ο τύπος αποκαλύπτεται άνθρωπος ζεστός, αντι-σνομπ, ενημερωμένος περί τα μουσικά, και ιδιαίτερα έξυπνος αλλά δεν είναι αυτός το θέμα μας, το αντιλαμβάνεσαι. Το θέμα μας είναι η κόρη που έφερε ο νοτιάς – πώς να την περιγράψω δεν ξέρω.

Γι’ αυτό και δεν θα το επιχειρήσω.

Υπάρχουν ευλογημένα πλάσματα; Υπάρχουν πρόσωπα που τα ερωτεύονται όλοι; Δεν ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν οχυρώσεις και αμυντικές τακτικές γιατί κάπως πρέπει να ζήσεις. Βαδίζεις κουτσά στραβά, τοποθετείς τα τουβλάκια του tetris σου σε ντάνες και ξαφνικά σε διαπερνά μια αόριστη αίσθηση ανησυχίας, ένα πρόσωπο που εισβάλλει απρόσκλητο, μια στιγμή φωταγώγησης, μια θερμή πηγή απ’ όπου αναβλύζουν αισθήματα εξαιρετικά. Και αρχίζει, κάπως έτσι, να μεταβάλλεται εντός σου ο ρυθμός του κόσμου, που λέει κι ο άλλος. Νιώθεις το μαλάκωμα της ύλης, τα μόρια να αραιώνουν κάνοντας χώρο να το υποδεχτούν. Πόσες ώρες διαρκεί μια νύχτα στο νησί; Πόσα τραγούδια έχεις ανάγκη ακόμα, πόσα λεπτά χρειάζεσαι για να την ερωτευτείς;

Δεν θυμάμαι τα ονόματα- δεν τα συγκράτησε κανείς μας. Κι η ιστορία είναι τόσο αδύναμη σε γεγονότα. Το μόνο γεγονός – αν ονομάζεται έτσι- είναι όλο κι όλο μια τελευταία αγκαλιά αποχωρισμού που κρατάει περισσότερο από ό,τι συνηθίζεται. Ίσως και πολύ περισσότερο. Δεν θυμάμαι τη δική μας, θυμάμαι τον Δημήτρη να την κρατάει σφιχτά, για ώρα. Κάτι θέλαμε να πούμε όλοι εμείς ως αντίο - αλλά τι;

Ξημέρωνε και βαδίζαμε ξανά οι δυο μας προς το εκκλησάκι. Τα σώματά μας πέταγαν κόντρα στον πρωϊνό αέρα σαν αλεξίπτωτα- στη Φολέγανδρο φυσάει διαολεμένα. Στα αυτιά μας σφύριζε ο ήχος κάποιου πράγματος. Ίσως να ήταν ο ήχος μιας δυνατότητας που πέρασε ξυστά- αν μου επιτρέπεται η έκφραση.

Πότε πότε, μέσα στα χρόνια, λέμε με τον Δημήτρη:
-Θυμάσαι το ζευγάρι;
Κι ύστερα συμπληρώνουμε με ένταση:
-Τη θυμάσαι;


Τα μικρά, τα ελάχιστα μας διαμόρφωσαν όλους.

26.9.05

Ά ρε Γιαννάκη.

Όση πίεση κι αν ασκήθηκε απόψε από τους δημοσιογράφους πάνω σε Φασούλα, Καμπούρη και Γιαννάκη για να κάνουν σύγκριση με το '87, κανείς τους δεν εμφάνισε αλαζονεία ή πικρόχολη νοσταλγία. Εμείς φυσικά γνωρίζουμε ότι ήταν παίκτες με προσωπικό στυλ ερωτεύσιμο και γι’ αυτό αναντικατάστατο- εκείνοι ευτυχώς συνεχίζουν να διαπνέονται από το γνωστό τους μπασκετικό ήθος που κάνει τον μύθο τους αντί να ξεφτίζει με το χρόνο, να μεγαλώνει.

*


Τελικά αυτή η εκδοχή έλληνα όπως είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, με ενθουσιάζει. Σπάνιος άνθρωπος. Χαίρομαι βαθιά που ήταν αυτός εκεί απόψε μετά τον Πολίτη και όχι το γνωστό θηρίο ανήμερο που κατάπινε ζωντανούς τους παίκτες του ή τους έστελνε στο νοσοκομείο επειδή δεν άντεχαν το 24ωρο μαστίγωμα. Τελευταία ως βουλευτής ασχολείται με την εκκαθάριση της κοινωνίας από τους ανθρώπους που έχουν το (χριστοδουλικό) κουσούρι- τι άνθρωπος θεέ μου.

*


Άλλο πράγμα το μπάσκετ. Λιγότερο φανατικό από το ποδόσφαιρο, πιο ανθρώπινο. Και ως εκ τούτου, περισσότερο κοντά μας.

*


Από τον Πολίτη ως τον Γιαννάκη η ιστορία του μπάσκετ στην Ελλάδα μοιάζει με διαδοχή ευγενών προσώπων, μια παρέα που απλώς ανανεώνει τα στελέχη της.


Αντιγράφω την ωραία φωτο από τον yorgo του reality-tape.


Ο Συρίγος αντίθετα με κούρασε. Παρόλη τη διάθεσή του να αποτρέψει τους εθνικιστικούς παροξυσμούς είχε κάτι ξινό και απόλυτο στο ύφος του. Μιλούσε διορθώνοντας συνεχώς τους άλλους, σαν καθηγητής γυμνασίου. Τέλος πάντων, έτσι κάνει πάντα.

*


Χορτάσαμε μετάλλια πάντως. Ίσως ένα τρίτο νόμπελ, τώρα;

Υ.Γ. Ο Ν.Γκάλης πού βρίσκεται;

23.9.05

Τεμάχια πέντε

Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές· στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο. Οπότε τους βάζω ένα όποιο τέλος και πάω γι’ αλλού. Άλλες ιστορίες κουβαριάζονται μέσα μου, αρπάζω το νήμα κι αρχίζω να ξετυλίγω, ώσπου πάλι κόβεται. Ίσως να τραβάω απότομα. Τα’ αφήνω έτσι όπως βγαίνουν, αποσπάσματα μιας τεμαχισμένης ψυχής, με αποτέλεσμα να μην μπορώ μέχρι σήμερα να γράψω ένα μεγάλο κομμάτι, κάτι σα χρονικό.

Μάριος Χάκκας, Το κοινόβιο


----------
Ευχαριστούμε και πάλι τον Ν.Ξ. για την κυριακάτικη αναφορά του και την επιλογή κειμένων από τα blog έτσι όπως βγαίνουν κι αυτά, αποσπάσματα τεμαχισμένης ψυχής. Ευχαριστούμε και τον art attack για το χρόνο και τη φροντίδα του να μας κάνει τα πορτραίτα. Δεν ξέρω τι είχε προηγηθεί, αλλά το αποτέλεσμα ήταν χαριτωμένο - τα εξαφάνισε τώρα πια.

(έχω αρχίσει να μου τη δίνω με τα πολλά ευχαριστώ. Πολύ νιανιά - μην ξεράσω!)

10.9.05

Ποτά, κωλόχαρτα, κεριά.

Περιπλανώμενος-δυστυχισμένος στα τοπία του δικτύου, σ’ ένα μπινγκ μπανγκ λόγου που διαμορφώνει μια τεράστια νέα ασυναρτησία, πέφτω πότε πότε σε αποσπάσματα μιας γυναικείας γραφής (από τις τσέπες της κυλάνε τα glitter crayon της Max Facor) που θα ονόμαζα ροκ υπαρξισμό αν δεν φοβόμουν την κριτική του αδίστακτου mac. Και αλλάζω (πάλι) γνώμη για τα μπλογκ, σκεπτόμενος ότι ακόμα και οι πιο βαρετές, αδύναμες εξομολογήσεις, αυτές οι πληκτικές καταγραφές της καθημερινότητας- σεντόνια που απλώνονται το πρωί σε πάνω από δεκαεπτά εκατομμύρια μπαλκόνια-sites, αυτές ενδέχεται να αποτελούν την πραγματική τους δύναμη· αφήγηση κοινότοπη που γίνεται ξαφνικά συναρπαστική μέσα στην ασημαντότητά της: κάπου πήγα, κάτι είδα, κάπως ένιωσα. Σε του.

*


Εδώ όμως υπάρχει στυλ:

"Και ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα, η πιο μικρή απ' όλες και μου φάνηκε να πέρασε αστραπή. Εγώ ερωτευμένη, πιο πολύ από ποτέ. Οικειοθελώς εμπάργκο στις εκδρομές. Μωρό μου, εδώ θέλω να μείνουμε, μαζί, και η πόλη να είναι άδεια. Και να μη δούμε εκκλησία στα μάτια μας φέτος, να τη βγάλουμε με γαριδομακαρονάδες και κινέζικο στον καναπέ αγκαλιά και απαγορευμένα ντιβιντί σαδομαζό".

(Απόσπασμα από την ερωτική, πασχαλιάτικη discolata)


*


Κι εδώ ένα πρόσφατο τρίγωνο, πάνω σε ταράτσα με πευκοβελόνες:

"Τον τελευταίο καιρό ό,τι πιάνω γίνεται σκατά. Προχτές όμως, παρά τα σκατά , έκατσε μια νύχτα απ’αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ. Ξαπλώσαμε και οι τρεις κάτω από μια κουβέρτα στην ταράτσα και χαζεύαμε τ' αστέρια ακούγοντας Αir και το ‘Drinking Songs’ του Matt Eliott. Δεν θυμάμαι καν τι λέγαμε- σχέσεις , θαψίματα, ηλιθιότητες. O Σ. είχε κολλήσει με τα βυζιά της 18χρονης αδερφής ενός φίλου μας και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα. Έκανε κρύο -μένει στην Πεντέλη- βούιζε ο αέρας και μες στο μεθύσι μας ρίχναμε ποτά , κωλόχαρτα και κεριά δεξιά και αριστερά. Ρόδιζε ο ουρανός και κοιτάζαμε τα σύννεφα - το ένα έμοιαζε με ένα δράκο, με σκύλο, με μια πίπα ...Ο Σ. μούγκριζε στον ύπνο του και τιναζόταν, ενώ η κτηνίατρος από δίπλα μίλαγε, μίλαγε, μίλαγε.

(Απόσπασμα από την τρυφερή νύχτα της beep beep)


*


Kαι μ' αυτά θυμήθηκα τη μεγάλη ιέρεια του στυλ, τη γυναίκα που η γραφή της σε αρπάζει από το λαιμό και σε αφήνει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου μισοπνιγμένο, σχεδόν δαρμένο από λέξεις και εικόνες ενός νυχτερινού εφιάλτη:


"Έτσι μ’ αρέσει, τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν ελεύθερα, σμήνος αποδημητικά πουλιά. Μυρίζει ταξίδι. Τρέχω όπως άλλοτε, χωρίς κράνος στη Μεσογείων. Μπαίνω σφαίρα στην καρδιά της Αθήνας, αφήνοντας πίσω τους άρρωστους που παλεύουν για μια αναπνοή στα μπαλκόνια των νοσοκομείων.(…)
Ο Σιρούν ξέρει για τα ταξίδια που έκανα ακίνητη, στον πυρετό της σκόνης, στους πυρετούς του θερμόμετρου, μήνες σαν χρόνια κάτω από τις κουβέρτες. Μαζί κατεβαίναμε στο υπόγειο με τους καθρέφτες, όσο κρατούσα ομήρους στη φυλακή της ζήλειας μου τον Κυριάκο και την Κλείτα. Ανεβαίναμε τις σκαλωσιές μέχρι να φτάσουμε σ’ έναν ουρανό γεμάτο καρφιά. Από εκεί, από ψηλά και μακριά, είχα δει τον Κυριάκο, να τον κλοτσάνε πεσμένο στο πεζοδρόμιο στο Μεταξουργείο. Τον Κυριάκο χαμένο στο Μεταγωγών να θυμάται, για να μην του στρίψει, ένα ζευγάρι ασημένια πέδιλα που φορούσα και του άρεσαν. Την άλλη μέρα τα χάρισα στην Κλείτα."

Αναγνωρίζετε τη φωνή; Πάσχει άλλος από έρωτα γι' αυτό το βιβλίο;

1.9.05

Πίσω στο νόημα

Η θέα από το μοναστήρι στη Σίκινο είναι καθηλωτική. Η εικόνα μοιάζει τεράστια, καταπίνοντας τις φωτογραφικές μηχανές μαζί με τους φωτογράφους της. Από την άκρη του βράχου που κάθομαι και κάτω, πέρα μακριά, παντού, απλώνεται η θάλασσα• ακούγεται ως εδώ ο αργός κυματισμός της, ήσυχος και βαρύς σαν ποτάμι του χειμώνα. Ο απογευματινός ήλιος στήνει στο κέντρο του ορίζοντα μια ασημένια λίμνη φωτός - μεγάλα πουλιά βουτάνε στο κενό, ένα ιστιοφόρο στο βάθος. Ταξιδεύουμε.

Δίπλα στο πεζούλι τα σχίνα- παρατηρώ τα μικρά τους φύλλα να συντρίβονται από ζεστές μάζες αέρα που πέφτουν πάνω μας χαρμόσυνα, λυτρωτικά. Ύστερα το μάτι εστιάζει στο κενό που ανοίγεται από κάτω, στην απότομη πλαγιά. Λίγο πριν τη θάλασσα, σε μια από τις χαρακτηριστικές χωμάτινες πεζούλες των Κυκλάδων, δυο γαϊδουράκια μασάνε το ξανθό τους άχυρο. Ταξιδεύουν κι αυτά.

Εδώ πάνω δεν μιλάει κανείς. Είναι μια στιγμή ησυχίας που την υποβάλλει η πραότητα του τοπίου, της στιγμής. Καθώς το φως αρχίζει να λιγοστεύει και τα περιγράμματα μαλακώνουν, νιώθω να με πολιορκεί από παντού το νόημα της ζωής, το περιεχόμενο μιας εικόνας του κόσμου μας αρχέγονης και αιώνιας. Αποτελώ μάλιστα κι εγώ κομμάτι αυτού του νοήματος που ταξιδεύει, μέρος ενός κόσμου που δεν είναι μηδέν.

Δυστυχώς, όσο κι αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να σκεφτώ, να συλλάβω ποιο είναι το νόημα αυτό.

Καλό φθινόπωρο αδελφοί.