vita moderna

kisses, tears & psychodramas

21.2.06

Περί τσ τέχνης (ΙΙ)

Λέγαμε πόσο στήριζε εκείνη η δεκαετία την αναζήτηση και τον πειραματισμό στην τέχνη. Πόσο εύκολα, τεράστια ακροατήρια συνεγείρονταν με τη μουσική πελαγοδρομία του Χέντριξ ή τους ποιητικoύς λαβύρινθους του Μόρισον. Πόση ανάγκη υπήρχε να σπάσει η τυπική φόρμα των (τρίλεπτων) τραγουδιών και να χυθεί ελεύθερο το πυρακτωμένο υλικό τους, δημιουργώντας έτσι τον περίφημo ήχο της ψυχεδέλειας. Το μυστικό βρισκόταν, νομίζω, στο συντονισμό των ανθρώπων με το εσωτερικό, βαθύτερο αίτημά τους. Η τέχνη ήταν το παγοθραυστικό για μια προσωπική αντιπαράθεση ενός εκάστου με τους φόβους του, τις αγκυλώσεις του και τους υπόλοιπους μπαμπούλες της ζωής που πάντα κρατάνε σε καταστολή τον δημιουργικό μας εαυτό.

Αυτή τη δεκαετία πρέπει να πουλήθηκαν περισσότερες κιθάρες από όσα κινητά τηλέφωνα κυκλοφορούν σήμερα (και η σύγκριση δεν είναι τυχαία). Οι πάντες δοκίμασαν κάποια στιγμή να δουν πώς ακούγεται το ρε μαντζόρε ή να γράψουν κάποια (άτεχνα έστω) στιχάκια σε πακέτα.

*



Σήμερα αντίθετα, η δραστικότητα της ποίησης έχει υποχωρήσει σημαντικά. Θυμάμαι καλά πως αρκετά χρόνια πριν, μιλώντας για λογοτεχνία αναφερόμασταν κυρίως στην ποίηση, σαν μια σπάνια κορύφωση του λόγου, σαν μια στιγμή απόλυτης ανυστεροβουλίας της έκφρασης-αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Δυστυχώς και η επενέργεια του υπερρεαλισμού, ως σταθερή, υπόγεια άρδευση όλης της ποιητικής πράξης (με την αντανάκλασή της πάνω σε ποιητές όπως ο Κατσαρός, Καρούζος, Σαχτούρης, Κακναβάτος, Παπατσώνης, Χειμωνάς, Παπαδίτσας, Γονατάς, αναφέροντας μόνο τους τελευταίους, αλλά και σε δεκάδες άλλους ανώνυμους που η αντισυμβατική δημόσια στάση τους, το ήθος τους, υπερασπίστηκε το «ασυνείδητο» και το «όνειρο» ως βασικό συστατικό της ζωής) έχει πλέον εξασθενήσει. Ο πραγματισμός του σήμερα, ευνοεί έναν λόγο πιο «αποτελεσματικό» σαν αυτόν της (κακής) πεζογραφίας, όπου ποταμοί σκηνοθετημένης αναπαράστασης καλούνται να φυλακίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη γύρω από ένα εύρημα (τύπου Dan Brown) ή γύρω από την εξωτερική, τουριστική ανάπλαση περασμένων μορφών ζωής (τύπου Μάγισσες της Σμύρνης)· ενός αναγνώστη που δεν ζητά την έκπληξη, το θαύμα πίσω από τις λέξεις, αλλά το αναμάσημα φθαρμένων αισθημάτων, την τηλεοπτική απλοποίηση της ζωής, των ανθρώπινων χαρακτήρων. Μια «πολίτικη κουζίνα», στην έντυπή της εκδοχή.

Κορύφωση αυτής της τάσης αποτελεί και ένα είδος κειμένου που υποτίθεται ότι παρωδεί τα ανθρώπινα με όχημα την προφορικότητα της έκφρασης και το χιούμορ. Συνήθως γίνεται με προφανή τρόπο και προβλέψιμη στόχευση (τα κολλήματα των ανδρών, τα σουσούμια των γυναικών, οι αντιπαραθέσεις και οι παρεξηγήσεις, η επικαιρότητα)· η μικροαστική τους οπτική προδίδει το έλλειμμα κουλτούρας που δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί πίσω από τα απανωτά ευφυολογήματα. Το πρόβλημα, φυσικά, δεν βρίσκεται στην ελαφρότητα, στην απουσία βάθους και στο δικαίωμα του καθενός να αποδρά όπως γουστάρει- αυτά υπήρχαν πάντα, δίπλα και παράλληλα με τη λεγόμενη σοβαρή τέχνη. Το πρόβλημα είναι η κυριαρχία μιας τέτοιας στάσης και η απαίτηση συμμόρφωσης των υπολοίπων προς έναν τύπο τέχνης κατανοητό και εύπεπτο από τη μάζα. Ένα πνευματικό μπεμπελάκ για όλες τις ηλικίες.

*




Με αφορμή παρόμοια θεματολογία είχα γράψει πριν κάποιους μήνες στο blog του frog, υπό τύπον μικρών αφορισμών, περίπου τα εξής:

· Χρειάζεται χρόνος και αγάπη για να μας αποκαλυφθούν τα πράγματα- ακόμα και η Ακρόπολη (ιδίως αυτή, δεν ξέρω, είναι δύσκολα τα αρχιτεκτονήματα) ή η ποίηση του Καρούζου. Χρειάζονται επίσης μερικά κλειδιά που μπορεί να τα βρούμε στο δρόμο μας τυχαία, μπορεί και όχι. Ίσως χρειαστεί να επιμείνουμε περισσότερο. Φυσικά στο τέλος, αν πειστούμε ότι το έργο είναι fake και ο καλλιτέχνης «ψώνιο» που μας σπατάλησε άδικα το χρόνο, δεν μας εμποδίζει τίποτα να κράξουμε ελεύθερα και δημόσια. Κατά την κρίση του ο καθένας.

· Καλόν είναι να σκεφτεί κανείς πώς και γιατί χρησιμοποιείται η λέξη κουλτούρα και κουλτουριάρης. Στην τηλεόραση, αν μια πρόταση δεν είναι του σχήματος υποκείμενο-ρήμα- κατηγορούμενο (ο καφές είναι ακριβός), θεωρείται δύσπεπτη σκέψη και ο ομιλητής ανακαλείται στην τάξη έτσι ώστε να γίνει κατανοητός από τη νοικοκυρά που, παραλλήλως, ανοίγει φύλο. Αυτό λέγεται δικτατορία του μέσου όρου και αν οχυρωθούμε πίσω απ’ τη λογική της θα μείνουμε αγράμματοι. Κάποια πράγματα δεν απλοποιούνται περισσότερο και χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς μια κίνηση προς τα εκεί.

· Καταγγέλλοντας τα ψώνια της τέχνης δεν καθαρίσαμε με την τέχνη. Το σύνηθες δυστυχώς είναι, όταν μια παρέα (η δική μας δηλαδή) κάνει μια βόλτα άπαξ του έτους σε τίποτα εικαστικά (τα οποία είναι πιο εγκεφαλικά από τη μουσική για παράδειγμα, και συνεπώς πιο απαιτητικά) να καταλήγει στη γνωστή κουβέντα περί ανοησίας της σύγχρονης τέχνης, προφανώς σε αντιδιαστολή με τη στερεότητα και σαφήνεια της παλαιάς-ανάθεμα και αν συνειδητοποιούμε ότι όλες οι πρωτοπορίες έχουν ήδη εκατό χρόνια στην πλάτη τους. Την παράσταση κλέβει ο ανιματέρ που πετάει τα περισσότερα κλισέ στο τραπέζι. Είμαστε και λαός εξωστρεφής που δεν βάζουμε γλώσσα μέσα μας, οπότε σιγά που δεν θα σχολιάσουμε τις «παπαριές του ενός και του άλλου».

· Η προηγούμενη στάση οδηγεί σιγά σιγά σε μια χαρωπή αποενοχοποίηση (δεν είμαι εγώ που δεν καταλαβαίνω, φταίνε αυτοί που είναι μαλάκες) που με τη σειρά της οδηγεί σε καθήλωση. Σιγά που θα πάω θέατρο (κάτι άρρωστα πράγματα), σιγά που θα πάω να ακούσω κλασσική (δίπλα στις κυρίες με το οξυζενέ μαλλί), σιγά που θα πάω Μπιενάλε (όλα τα κωλόπαιδα με τα λεφτά του μπαμπά λυγίζουνε κάτι τσίγκους, εγώ σου φτιάχνω καλύτερα) σιγά που θα διαβάσω ποίηση (να προσπαθώ να καταλάβω αυτά που δεν κατάλαβε ο ίδιος ο ποιητής) σιγά που θα διαβάσω φιλοσοφία (βρήκε κανείς τις απαντήσεις;) σιγά που θα δω Μπέργκμαν (να κόψω φλέβες).

·
Όσο χυδαίοι και βαρετοί είναι οι δήθεν άλλο τόσο είναι οι φτηνοί παρωδοί τους (συχνά και σε ορίτζιναλ ή παραφθαρμένο gay style): Πώ πώ πώ να δείτε κάτι μαρκούτσια που είχε κουβαλήσει o καλλιτέχνης βρε παιδί μου, χαμός, βαράγανε και οι γκαζοντενεκέδες γύρα-τριγύρα- ολούθε, αλαφιάστηκα ο άνθρωπος· φέρτε μου ένα μαρτίνι γρήγορα, να φάω και τη θθθι-ρού-μπα να συνέλθω από το ντουβρουτζά- εσύ χρυσό μου τα είδες τα παλαμάρια;

Είναι η λεγόμενη «υπεράνω» στάση, η προσπάθεια για θεατρική συγκάλυψη της αμηχανίας. Καθώς το όνειρο έχει ταφεί κάτω από τόνους συμβάσεων σχηματοποιείται σιγά σιγά μια συμπεριφορά, μια "δράση" η οποία καταγγέλλοντας το φουλάρι του καλλιτέχνη θεωρεί εαυτήν αρμόδια να κρίνει όλα τα έργα, κάθε στιγμή, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της ανάγνωσης στην περιφέρεια, στα πλαίσια και στις κορνίζες, στις (ομολογουμένως ενοχλητικές και στημένες) ατμόσφαιρες που συνοδεύουν τα της τέχνης. Δεν είναι ότι έχει άδικο μια τέτοια οπτική ή ότι της λείπει η οξυδέρκεια- κάθε άλλο. Λέω απλώς ότι δεν πρέπει να εξαντλούμε την προσέγγισή μας στην καταγγελία, λειτουργώντας σαν επαγγελματίες βομβιστές, υποκαθιστώντας ή καταργώντας έτσι την απροκατάληπτη, γενναιόδωρη αλλά και κοπιαστική επεξεργασία που απαιτεί ένα έργο ώστε να αρχίσει να αντιμάχεται τη στεγνωμένη πραγματικότητα (εσωτερική και εξωτερική). Όλα θέλουν το χρόνο τους.

*



(συνεχίζεται)
-------------

Οι ποιητές είναι κατά σειρά ο Μ. Κατσαρός, ο Μ. Σαχτούρης και ο Γ. Χειμωνάς του οποίου τα πεζά, κατά τη γνώμη μου, ανήκουν στην ποίηση.

17.2.06

Περί τσ τέχνης (I).

Tετράωρο ήταν το Νo direction home του Σκορτσέζε για τον Bob Dylan οπότε είχα χρόνο να σκεφτώ ξανά τα συνηθισμένα. O άνθρωπος δεν αλλάζει: στες ίδιες πόλεις πάντα θα γυρνά και τις ίδιες εμμονές θα αναμοχλεύει. Επομένως μην περιμένετε τίποτα πρωτότυπες συλλήψεις, το ξεκαθαρίζω.

Καταλήγω ότι το μεγαλείο της δεκαετίας του εξήντα – και το λέω σε περίπτωση που δεν μπορούσατε να κοιμηθείτε από την αναρώτηση- δεν βρίσκεται ούτε στην περίφημη αντίστασή της (εξού και η δικαιολογημένη κριτική για την αναποτελεσματικότητά της) ούτε στην στερεοτυπική εικόνα ξεγνοιασιάς, νεότητας και πανσεξουαλισμού που μας έρχεται κάθε τόσο εν είδει καρτ-ποστάλ. Ταυτότητα αυτής της γενιάς, που δυστυχώς δεν κληρονόμησαν οι επόμενες, είναι η ονειροπόληση ως πρακτική της καθημερινότητας. Όχι η ποίηση αλλά η ποιητικότητα. Το ύφος, τα βλέμματα και οι κινήσεις υπερασπίζονται έναν αόρατο κόσμο, εξίσου αληθινό με τον λεγόμενο "πραγματικό". Είναι, ας πούμε, η πρώτη φορά που μια εκστατική εκδοχή του ζην εισάγεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων τόσο μαζικά και η διάθεση του φιλοσοφείν μεταδίδεται υπό τύπον επιδημίας, κατά το πνεύμα θρησκευτικού ζηλωτισμού. Να ζήσουμε κοντά στις πηγές. Να ερευνήσουμε τις δυνατότητες και τα όρια σώματος-εγκεφάλου. Να διαμαρτυρηθούμε για την υποδούλωση σε αλλότριους μηχανισμούς. Να χάσουμε τον εαυτό μας και να τον ξαναβρούμε.


Στις συγκεντρώσεις και τις συναυλίες, πάνω από τα κεφάλια όλων υπερίπταται η άλλη ζωή ως πραγματική δυνατότητα, ως συλλογική αξία. Η Ποιητική του Dylan και του δικού μας Σαββόπουλου είναι καθρέφτης αυτής της σπάνιας στιγμής, γι’ αυτό και ανθίζει στο διάστημα που συντελείται η γόνιμη αλληλεπίδραση με το κοινό. Καλλιτεχνικά, και οι δύο παρακμάζουν όταν ξεθωριαζει πια η συλλογική επιθυμία μετασχηματισμού (συλλογική ψευδαίσθηση θα την ονόμαζαν κάποιοι αλλά δεν συμμερίζομαι αυτή την ανέμπνευστη απλοποίηση) και έκαστος τραβάει το δικό του δρόμο. Η δυνατή εικονοποία των στίχων και η ποιητική ρητορική τους δεν χωράει στο παρόν μας, τουλάχιστον με τους όρους που εκφράστηκε τότε. Πώς να αφομοιώσει ο πραγματισμός του σήμερα το λυρισμό και το έπος που μεταδίδει το «δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους να φτάσω στους μπαχτσέδες και τους ανθρώπους;» Ή την on the road ελευθερία του Like a complete unknown, like a rolling stone…

Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως έκαναν απλώς το κέφι τους και τους απασχολούσαν απλά, καθημερινά προβλήματα της ζωής. Φυσικά, πώς αλλιώς. Και στους δυο άλλωστε οι λέξεις, τα ποτάμια των στίχων τους, ανέβλυζαν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, στήνοντας ένα προσωπικό σύμπαν ακαταμάχητο· αυτό που εξέφρασαν τροφοδοτούνταν σταθερά από τον ίδιο μηχανισμό, από την ίδια μυθοποιητική επεξεργασία του κόσμου.


Η αίσθηση που είχα από τα τραγούδια του Σαββόπουλου τότε, στην ηλικία των14-15 νομίζω ότι παραπέμπει λιγάκι στην έξαψη του έρωτα, στην έλξη ενός δυνατού μαγνήτη που μας τραβά σε έναν κόσμο ιδεωδών, παραμυθένιο, γεμάτον παράξενα όντα.

Σκέφτομαι συγκριτικά πόσο άδεια ήταν τα eighties και τα nineties από αυτή τη θέρμη του συλλογικού.

Και πόσο προβληματικό είναι το παρόν μας όπου οτιδήποτε δεν αναλύεται σε τηλεοπτικούς όρους αντιμετωπίζεται με την συνήθη, κοινότοπη απαξίωση: «τι θέλει να πει ο ποιητής;»

Θα απαντήσω σοβαρά. Ο ποιητής θέλει να πει ότι οι γύφτισσες είναι- βέβαια -τρεις: η μία λέγεται Θοδώρα, η άλλη Σουλτάνα και η τρίτη είναι ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης*.

Και αυτό είναι βέβαιον και διασταυρωμένο.

(συνεχίζεται)
----------
*Νίκος Εγγονόπουλος

Τον mac τον απασχόλησε χθες η Έλσα.

14.2.06

Η τριψομουρίτσα

Με πήρε τηλέφωνο μωέ μωέ το αγοράκι μου; Τσύπνησε κιόλααα; Τώρα μωάκι είμαι για καφέ με Τζένη και σε πάρω πίσω άμα πάμε σπίτι. Ντάκκκχχι γλυκό νινί; Μμμμουατς αχ αχ αχ μωάκι μου, τριψομουρίτσα μου γλυκιά, το βράδυ…μάκια μάκια μάκια.
……………………………………
μωρέ δεν είναι τέλειααααα σήμερα;
……………………………………
Χτες φόρεσα το μποξεράκι σου στον αρκούδο μου!!!!! Χι χι χι !! φιλάκια μουαααατττςς ματς παντού νινί ξέρεις εσύ χι χι χιχχιιιιι χιι…

12.2.06

Νυχτερινό

Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.


Ανδρέας Κάλβος

8.2.06

Ο μπλογκεράκος


Είναι η νύχτα παγωμένη, δίχως άστρα
Μπαίνει το κρύο απ’ τη σκεπή
Κι είναι η ψυχή σου λυπημένη μπλογκεράκο
Και μοναχό του το κορμί.

(Μα πού γύριζες;)

Όσο κι αν πέφτει επάνω σου το χιόνι
Και στη ζωή σου βρέχει τη μικρή
Κάθισε πάλι στην καρέκλα μπλογκεράκο,
κοίτα χαρές που κάνει το πι-σί
.

3.2.06

Φουστανέλα-τσαρούχ(ι)-φούντα-φέσ(ι)*

*Ε ρε πώς αλλάζουν οι καιροί
------
Επειδή το καυτό θέμα σήμερα είναι οι υποκλοπές, ας στραφούμε σε κάτι άλλο.

*



Το δισκάκι (klik records) κυκλοφορεί σε χάρτινη συσκευασία υψηλής αισθητικής που ανοίγει σαν πουγκί και παίζει με το στυλ do-it-yourself aircraft. Το αεροσκάφος στο εξώφυλλο είναι κολάζ έξι ή επτά διαφορετικών τύπων. Η σημειολογία είναι σαφής: επιβιβαστείτε στο μελλοντολογικό όχημα του Dousk και αφεθείτε στο ταξίδι. Πρόκειται για ηχητική και κατά μία έννοια «οπτική» εμπειρία, όπως τη ζούμε ας πούμε στο Πλανητάριο ή σε κουβούκλιο προβολής με μηχανικούς κραδασμούς, κατά την προσομοίωση πτήσης. Το είδος του ταξιδιού ονομάζεται dance electronica αλλά το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο πλούσιο απ’ αυτό που περιγράφει το είδος. (Άσε που όλη αυτή η εξειδικευμένη ορολογία περί tech house ή post techno ή progressive-trance ή downtempo για τι ακριβώς μας πληροφορεί πέρα από το ότι ο άνθρωπος χειρίστηκε υπολογιστές για να συνθέσει;).

Κανένα στοιχείο της άψογης παραγωγής δεν θυμίζει Ελλάδα (είτε αναφέρεται κανείς σε αυτήν με τις αρνητικές της σημάνσεις είτε με τις θετικές). Τα πάντα είναι απαλλαγμένα από το ιδιαίτερο εθνικό χρώμα, από τα γνωστά ελαττώματα και αρετές της φυλής που τόσο μας δόξασαν. Δυσκολεύεσαι μάλιστα να πιστέψεις ότι αυτό το σοβαρό παιδί θα ανοίξει το στόμα του και θα μιλήσει ελληνικά. Για την ακρίβεια δεν περιμένεις να μιλήσει καμία γλώσσα πλην εκείνης των ήχων. Αυτή είναι το βασίλειό του, η επικράτειά του. Από εκεί μας κάνει νοήματα και σ’ αυτήν μας καλεί.


Εδώ δεν υπάρχει ιστορία, μνήμη, καθήκον, ευθύνη, παράδοση και συνέχεια. Ένας υπερευαίσθητος συλλέκτης ήχων χωρίς καταγωγή και πατρίδα, στέκεται απέναντι στον χρόνο απροκατάληπτος, ανεξίθρησκος και εκστατικός, αποκωδικοποιώντας τα κοσμικά vibes. Αυτό που φτάνει σε μας μοιάζει περισσότερο με τη ροή μιας ενέργειας (ή με τη ροή της συνείδησης, αν δεν σας ακούγεται δήθεν). Πρόκειται για ένα μουσικό σύμπαν τόσο αέρινο αλλά συγχρόνως τόσο πειστικό και επιβλητικό που υποθέτεις ότι αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του γαλαξία· δεν μοιάζει να το έστησε ένας μικρός Έλλην με το laptop του.

Στο ταξίδι δεν συναντάς άλλους ανθρώπους, ζώα ή πράγματα οικεία, και φυσικά καμία εθνική σημαία. Η κάμερα πετάει χαμηλά πάνω από την επιφάνεια του νερού ή σαρώνει γεωμετρημένους αγρούς και λιβάδια. Το συναίσθημα απελευθερώνεται σιγά σιγά γιατί ο λυρισμός του μοιάζει με οξύ που διαβρώνει τα πετρώματα- στο τέλος φυτρώνουν παντού τριαντάφυλλα. Η συμπάγεια των ρυθμών διακόπτεται από πίδακες θερμότητας (μαζί με τα γυναικεία, εξώκοσμα φωνητικά), μια ηφαιστειακή ύλη που πιέζει διαρκώς την επιφάνεια ή κινείται σε παράλληλη γραμμή. Αυτή είναι και η βασική αίσθηση σε όλη τη διαδρομή: η μοναχική περιδιάβαση σε έναν κοσμικό χώρο ταυτοχρόνως ψυχρό και θερμό. Είναι η αχανής ύλη του σύμπαντος νοηματοδοτημένη από την ανθρώπινη σκέψη, που μας αποκαλύπτει τη θετική της ενέργεια. Σ’ αυτό τουλάχιστον φαίνεται να συμφωνούν όλοι αυτοί οι μικροί εξερευνητές του αισθήματος, από τους Micro και τους πάλαι ποτέ Stereo Nova ως τον Dousk και τον Ion, που ταξιδεύουν συχνά σ' αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό και μας στέλνουν από εκεί κάθε τόσο, την κοσμική τους αγάπη.


Ο Γιάννης Ντούσκος, και το άλμπουμ του D.I.Y, είναι ήδη γνωστό και στο εξωτερικό με διθυραμβικές κριτικές. Όσοι είναι φαν του είδους δεν περίμεναν από εμένα να τους πληροφορήσω σχετικά. Για τους υπόλοιπους να σημειώσω ότι πρόκειται για κλασικό ντούπου ντούπου που πάει και πάει και δεν λέει να τελειώσει. (Για να μην δημιουργούνται τίποτα υπερβολικές προσδοκίες και παρεξηγηθώ. Αν ρωτάς τη γνώμη μου όμως, θα στην πω: δισκάρα!)
-----------
Ανανέωση Δευτέρας:Μετά το συγκλονιστικό ενδιαφέρον που παρατηρήθηκε το Σαββατοκύριακο, προχωράμε σε άλλη μια δισκογραφική πρόταση την οποία, επίσης, συστήνουμε θερμά να μην ακολουθήσετε. Πρόκειται για συλλογή ηλεκτρονικών ψιθύρων και θροϊσμάτων μόνο για αλαφροΐσκιωτους και αγγελοκρουσμένους εστέτ, που έκανε ο Κ.Βήτα με κριτήρια απολύτως προσωπικά (και αντιεμπορικά) από το χώρο της ελεκτρόνικα. Άργησε να μου αρέσει αλλά τώρα με γοητεύει ιδιαίτερα. Νομίζω ότι οι αγελάδες στο εξώφυλλο παραπέμπουν στο Atom Heart Mother εξαιτίας του πειραματικού και spiritual χαρακτήρα του εγχειρήματος. Αλλά μπορεί να πέφτω κι έξω. Όπως σε τόσα πράγματα άλλωστε.