vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.4.10

Γκαγκά ού λαλάα.

Αναβοσβήνουν καρδούλες στο μηχάνημα, παλμοί, λεπτά, δευτερόλεπτα, επίπεδα δυσκολίας. 144, 5,8, 3, ακατανόητα νούμερα- μετά από δύο μήνες ξέρω μόνο να πατάω το start. Λίγο πιο πάνω άλλη οθόνη, άλλα νούμερα, βουβά, απειλητικά: πάνω από χίλιες μονάδες τα spread, βουτιά στα χρηματιστήρια. Με έχει στοιχειώσει πια το ρεφρέν της- η lady Gaga πότισε και τους τοίχους σ’ αυτό το γυμναστήριο. Αναρωτιέμαι τι κάνω εδώ, τι κάνουμε όλοι γύρω μου, πώς είναι δυνατό να συνεχίζεται αυτή η κανονικότητα.

*


Πανελλήνιες, σχολή, ύστερα στρατός, επαγγέλματα διάφορα. Κουτσά-στραβά, κάποιες από τις βασικές αγωνίες της ζωής έχουν μείνει πίσω μου. Σκέφτομαι τι ακριβώς σημαίνει να είσαι νέος σήμερα, να έχεις μόλις τελειώσει το λύκειο ή ένα διδακτορικό (που σε ξετίναξε) και να ξυπνάς σε μια χώρα που της τελειώνει το οξυγόνο. Να έχεις επενδύσει πρόσφατα κάποια λεφτά στο μαγαζί σου, να ετοιμάζεις το γάμο σου ή να μπαίνεις στο νοσοκομείο για εξετάσεις- προσωπικές ιστορίες που εκτυλίσσονται παράλληλα μ’ αυτά τα εξουθενωτικά νούμερα, σε συνθήκες ελεγχόμενου ή και ανεξέλεγκτου πανικού. Σε ποια (χάι ντεφινίσιον, φορ σουρ) οθόνη να προβάλεις τώρα ένα μίνιμουμ προγραμματισμού ζωής. Τι να σκεφθείς, για να μην καταρρεύσεις.

(Να σηκώναμε τουλάχιστον τα μισά / Έπρεπε να έχουμε αγοράσει κάτι / Τα έβγαλαν έξω όσοι ήξεραν / Ρήμαξαν τη χώρα / Όλοι τη ρημάξαμε / Μας άξιζε / Δεν μας άξιζε / Να ζήσουμε τη φτώχια με αξιοπρέπεια/ Να γίνουμε άνθρωποι ξανά- ένα διαρκές εκκρεμές διαθέσεων και στάσεων απέναντι στο κακό.)



Κούκου! Η νέα φτώχεια.


Το πρόβλημα με τη φαντασίωση, έστω, μιας ζωής απαλλαγμένης από τα παράπλευρα δεινά που σώρευε η ευμάρεια είναι ότι δεν γίνεται να ενταχθεί σε ένα σκηνικό με άρωμα φίφτις ή σίξτις αθωότητας. Το χειρότερο είναι να ζήσεις τη νέα φτώχεια ταπεινωμένος, σε διαρκή αγωνία και επιπλέον να συνεχίσεις να βλέπεις τον λαρτζ Καρατζαφέρη (ρυθμιστής πια αυτός) και τον ήδη ξεπερασμένο Σαμαρά, τον νομάρχη και τη Μανωλίδου, τη Σάσα και τη Τζούλια, έναν ατέλειωτο χορό προσώπων βγαλμένων από τον εφιάλτη μιας σύγχρονης κιτς αμεριμνησίας (στην καλύτερη) να αλωνίζει ανενόχλητος. Προσωπικά δεν είδα καμιά κολώνα του συστήματος να πέφτει (ή έστω να σείεται).

*


Οι άλλοι, ενώ είχε ξεκινήσει η θύελλα, άρχισαν να συζητάνε ότι σκόπευαν, λέει, ότι είχαν στο μυαλό τους, ότι μπορεί και να ελέγξουν την ακίνητη περιουσία, τις καταθέσεις, να πιάσουν σκάφη και πισίνες…Και ενώ οι τράπεζες άδειαζαν καθημερινά, την ώρα που (πανάκριβα) ακίνητα στο Λονδίνο και αλλού περνούσαν εσπευσμένα σε πλούσια ελληνικά χέρια, εκείνοι ακόμα δήλωναν τη… βούλησή τους. Επί μήνες προανήγγειλαν, επί μήνες σχεδίαζαν. Πρέπει να είσαι φανατικός για να μη βλέπεις τον επικίνδυνο ερασιτεχνισμό, την ανεπάρκεια των χειρισμών σε συνθήκες τόσο ακραίες και περιστάσεις τόσο κρίσιμες. Κι ύστερα ο Γιώργος να κατεβαίνει το ποτάμι με τον πορτοκαλί του σκούφο, ο Γιώργος μπροστά από τα ήσυχα χαρτογραφημένα νερά της Ιθάκης του Καστελλόριζου. Με τα πιστόλια γεμάτα ή απασφαλισμένα- δεν θυμάμαι πια.

*


«... Τα επιτόκια αυτά, σύμφωνα με τους αναλυτές, δείχνουν ότι η Ελλάδα οδηγείται ή μάλλον σέρνεται δεμένη πισθάγκωνα στην αναδιάθρωση του χρέους της (η «κομψή» έκφραση για την χρεοκοπία).»
[σημερινή η είδηση στο in.gr-ας αφήσουμε την αμφιλεγόμενη και πολυδιαψευσμένη αναδιάρθωση και ας κρατήσουμε το "σέρνεται δεμένη πισθάγκωνα" ως κατάληξη μιας καλοσχεδιασμένης πολιτικής. Υπάρχει κανείς που έχει αντίρρηση για τη διατύπωση; Είσαι σε θέση σήμερα να διαπραγματευτείς οτιδήποτε; Μόνο ό,τι έχει προσυμφωνηθεί σαν δήθεν υποχώρησή τους, για τη δική μας, εγχώρια κατανάλωση.]

*


Έλεγχος βιβλιαρίων / Ώρες κοινού: 8:30-13:00 και από κάτω σημειωμένο με μαρκαδόρο: ΝΑ ΑΠΟΛΥΘΕΙΤΕ ΓΑΙΔΟΥΡΙΑ.

*


Μου άρεσε η εικόνα της κοινωνίας μας σε αλληλεγγύη. Συνειρμικά όμως θυμήθηκα ένα πρόσφατο περιστατικό:
Πώς μου ήρθε τις προάλλες να μαστορέψω, να αντικαταστήσω δηλαδή κάτι μεταλλικά πόδια ενός καναπέ, με ξύλινα. Βρήκα ένα δοκαράκι 8x8 εκ. και ζήτησα να μου το κόψουν στο κατάστημα αλλά η μηχανή τους αδυνατούσε. Μου εξήγησαν πού έπρεπε να πάω [ευτυχώς το συγκράτησα γιατί συνήθως χάνομαι στον ρυθμό των λέξεων, στις εκφράσεις και τη θεατρικότητα των οδηγιών. Μου εντυπώθηκαν όμως οι λέξεις παραλία, φανάρι, χωράφι με βάρκα, υπόγειο, κυρ- Θόδωρος.]
Ήταν κάτι τεράστιες εγκαταστάσεις εκεί, πολύς θόρυβος, πριονίδι σε λόφους κι ένα λυκόσκυλο (με έμφαση στο πρώτο συνθετικό του). Περιπλανήθηκα στους θηριώδεις χώρους και κάποτε εντόπισα τον κυρ Θόδωρο. «Τι πρόβλημα έχει αυτό;» είπε δείχνοντας το ξύλο.
Του πήρε λιγότερο από ένα λεπτό η διαδικασία- τέσσερις τομές, στην πριονοκορδέλα… κι ενώ αναρωτιόμουν αν πρέπει να τον ρωτήσω τι χρωστάω ή να του αφήσω τίποτα ψιλά, με πρόλαβε ο ίδιος: «Κανονικά η δουλειά κοστίζει είκοσι ευρώ – άσε μου δεκαπέντε.»
Δεδομένου ότι ολόκληρο το ξύλο κόστιζε μόλις 7 ευρώ, άκουσα τα λόγια του σαν πυροβολισμό. Με κατέλαβε οργή και απελπισία ταυτόχρονα. Και επειδή είμαι τύπος που συγχέει τη θεωρία με την πράξη, πρόλαβα να προβάλω πάνω σ’ αυτόν τον εξηνταπεντάρη όλη την κακοδαιμονία μας των τελευταίων ετών, όλη την ναυαγισμένη γιανναρική ρητορική που με γέμισε κάποτε ευγενείς ιδέες σχετικά με τη σπάνια ιδιοπροσωπεία ενός έθνους το οποίο ταξιδεύει ανάδελφο στους αιώνες. (χρειάστηκε τόσες σελίδες να περιγράψει εξαντλητικά τις διαφορές μας από την κακή ratio αλλά δεν κατάφερε να διερευνήσει το εύλογο, πώς και γιατί αφού ήμασταν τέτοιοι σούπερ τύποι παραδοθήκαμε έτσι αμαχητί στο δυτικό μοντέλο.)
Ξαφνικά ήθελα να αρπάξω αυτόν τον ανεκδιήγητο κυρ Θόδωρο, να τον τραντάξω φωνάζοντας γιατί, γιατί ρε άνθρωπε το κάνεις αυτό; Τελικά ψέλισα κάτι ακατάληπτα, έβγαλα ένα δεκάρικο που είχα και το έδωσα. [Φεύγοντας μου πέταξε το κερασάκι: και να ξέρεις, δεν θα σε εξυπηρετήσω άμα ξανάρθεις.]

Μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι οι άνθρωποι του μόχθου είναι πρόσωπα ιερά, εμείς, μια γενιά που δεν κουράστηκε το ίδιο για να τα καταφέρει στη ζωή. Παρά τις διαρκείς διαψεύσεις ήταν και παραμένει μέσα μας (ευτυχώς, νομίζω) μεγάλο ταμπού η αμφισβήτησή τους. Γιατί αν το κουκούτσι του τόπου αυτού, η σάρκα και το πνεύμα του, οι κυρ-Γιάννηδες και οι κυρα-Μαρίες του, πιστέψουμε πως παραδόθηκαν πρώτοι στην (άλλη) χρεοκοπία, μιλάμε για πραγματική ήττα της χώρας πολύ πριν από αυτή την τελευταία.

*


Με δυο λόγια δεν είμαι βέβαιος τι είδους κοινωνία συγκροτούμε, τι δεσμούς διατηρούμε ακόμα μέσα σ' αυτή την τεράστια νέα ασυναρτησία. Όσο για το εθνικό μας φαντασιακό, έχει δεχτεί πια τόσες διευρύνσεις για να απορροφήσει τις κατά καιρούς εκδοχές μας- εραστές, αδούλωτοι, ραγιάδες, επαναστάτες, πανέξυπνοι, εγωϊστές, φιλότιμοι, φιλόξενοι, αλληλέγγυοι, δημοκράτες, προδότες, αλληλοσπαραγμένοι, ικανοί για Παρθενώνες, για νέες Ολυμπιάδες, τριτοκοσμικοί, καταφερτζήδες, κλέφτες, λαμόγια. Τώρα πλέον και παντελώς άχρηστοι, αποτυχημένοι, νεόπτωχοι.

*


[Όμως, θενκ γκαντ, να και μια χαρμόσυνη είδηση: ο Πατριάρχης ευλόγησε τον Αλκαίο και το opa του. Όλα καλά θα πάνε, μωρέ. Ισπανοί, Γάλλοι, Πορτογάλοι, αυτοί να δούμε τώρα.]


Stylish new fighters facing the crisis. Blessed.

3.4.10

Παραμύθι στην εποχή του μετά.

Δεν προλαβαίνω το εορτολόγιο. Μια και φτάσαμε στην Ανάσταση με τα προηγούμενα φωτάκια αναμμένα (κοροϊδεύουν και οι σχολιαστές) ας βάλω κάτι να αλλάξει η βιτρίνα. Δυστυχώς η μόνη παραγωγή του τριμήνου ήταν ένα ψευτοπαραμύθι υπό τύπον ευχετήριας κάρτας για η φίλη μου τη Δέσποινα. Καλό, κακό, είναι πάντως το μόνο. Μιλάμε για πάθος της έκφρασης, όχι αστεία. Με θαυμάζω. Ρε υπήρξα εγώ στη ζωή μου μπλόγκερ;




Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι πολύ έξυπνο και εκτυφλωτικά όμορφο. Βεβαίως και ιδιαίτερα καλοσυνάτο- ούτε λόγος. Όταν έγινε πέντε ετών οι γονείς του φρόντισαν να αφαιρέσουν όλους τους καθρέφτες από το σπίτι ώστε να μην τυφλωθεί από την ίδια του την ομορφιά. Επειδή πολλές επιφάνειες αλλά κυρίως τα σκεύη της κουζίνας, ακόμα και τα κουταλοπίρουνα, αντανακλούσαν τη λάμψη της, τα αντικατέστησαν με ξύλινα. Είχε κατάξανθα μαλλιά και πρασινογάλαζα μάτια – αλλά ποιος τόλμησε να κοιτάξει την ομορφιά καταπρόσωπο ώστε να πει με βεβαιότητα; Τέλος πάντων το πρόβλημα λύθηκε οριστικά όταν κάλυψαν κάθε ανακλαστική επιφάνεια με κάτι καρώ κουβερτάκια του Ικέα.

Το κορίτσι που πότε-πότε το αποκαλούσαν Τάμα τάκια σουαδελ φούλαβρε μεγάλωνε στο θαμπό σπίτι και μέρα με την ημέρα δυστυχώς ασχήμαινε διότι τι άλλο σου μέλει να κάνεις όταν ξεκινάς από την κορυφή. Η ομορφιά της δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα αφού το κορίτσι που για αλλαγή πότε-πότε το αποκαλούσαν Το ουράνιο τόξο είχε σκαλώσει στα μαλλιά σου άρχισε να υποφέρει πολύ νωρίς από μια υπερδραστηριότητα του εγκεφάλου που δεν την άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια. Ο γιατρός που την εξέτασε είπε ότι υποφέρει απλώς από οξύτατη ευφυΐα. Είναι ασυνήθιστα έξυπνη τους το ανέλυσε κι εκείνοι απάντησαν ευχαριστούμε πολύ γιατρέ ενώ στην πραγματικότητα σκέφτονταν αν αυτός είναι γιατρός εγώ είμαι ο Πάπας Πίος ο έβδομος.

Στη διάρκεια της αϋπνίας της το κορίτσι που συχνά το αποκαλούσαν Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης (αφού πλέον τους είχε σπάσει τα νεύρα), μη έχοντας τι άλλο να κάνει τις νύχτες άρχισε να μελετά τη βιβλιοθήκη του μπαμπά και της μαμάς η οποία ξεκίναγε από το σαλόνι και κατέληγε στην αποθήκη με τα ποδήλατα.
Μέχρι να τελειώσει την Τρίτη δημοτικού πρακτικά είχε καλύψει την ύλη ενός μέσου αμερικάνικου πανεπιστημίου όπως για παράδειγμα το Αριζόνα Στέιτ Γιουνιβέρσιτυ Ντιπάρτμεντ οφ Ικονόμικς. Αλλά και τομείς όπως η Προσωκρατική σκέψη, η Ψυχανάλυση μετά τον Λακάν, η Φροντίδα και ο καλλωπισμός των κατοικιδίων, με λίγα λόγια ό,τι υπήρχε σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη αποτελούσε μέρος της ευρύτατης αντίληψής της για τον κόσμο. Το κορίτσι που συχνά το αποκαλούσαν Δειλινά αξέχαστα μεσ’ στα στενά δρομάκια εκτός από το να ασχημαίνει διαρκώς άρχισε και να γερνάει με ταχύτητα καθώς ό,τι ζητά να κατακτήσει κανείς στη διάρκεια μιας ζωής εκείνη το είχε ολοκληρώσει μέχρι τα δέκα της χρόνια, οπότε και τα κύτταρά της έπαθαν τη λεγόμενη αναστροφή φάσης. Το ζήτημα είναι πως επιτέλους ένας αληθινός καθρέφτης μπήκε για πρώτη φορά στο μπάνιο τους. Ο κίνδυνος είχε περάσει οριστικά όταν η μικρή που καμιά φορά την αποκαλούσαν Αρθούρε Ρεμπώ το βράδυ θαμπό, άρχισε να σπάει τα σπυράκια της μονολογώντας όχι αγόρι δεν θα με θέλει εμένα αλλά ούτε ο δράκος της Βουλιαγμένης.

Οταν τελικά αποφάσισε να κάνει κάτι για την αϋπνία της ήταν περίπου 16 χρονών αλλά η πνευματική της ηλικία πρέπει να ξεπερνούσε τα 350. Πήρε φλαμούρι σε ταμπλέτες, άλλαξε τον προσανατολισμό του κρεβατιού της, έκανε πρωινό τάιμπό και βραδινό μποτέ, πήγε για σπα, σκι, σκάκι, βούτηξε στον Κιμ Κι Ντουκ που ήταν τότε της μόδας αλλά τίποτα. Κάποτε έπεσε πάνω σε ένα δημοσίευμα της Καθημερινής σχετικά με έναν σοφό άνθρωπο που είχε λύση για όλα. Η επίσκεψη κόστιζε μόνο 120 ευρώ, με απόδειξη.
Ξεκίνησε να τον συναντήσει. Πήρε τραμ, μετρό, λεωφορείο και κατέβηκε στον Κηφισό. Εκεί αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό, το Περισκόπιο της επιστήμης (με αφιέρωμα στο ταξίδι του Χούμπολντ) καθώς και κάτι κριτσίνια για τη διαδρομή. Από το παράθυρο κοίταζε πότε το δρόμο και πότε τη λυπημένη αντανάκλασή της στον καθρέφτη.

Το τοπίο έξω από τη Λάρισα έμοιαζε μ’ αυτό της λατινικής Αμερικής. Βρήκε εύκολα τη συκιά δίπλα στο κοτέτσι που έψαχνε, ενώ σοφές επιγραφές κρέμονταν πάνω στο γέρικο δέντρο που σημείωναν ανορθόγραφα «όλα είναι δρόμος» και «σημασία έχει το ταξίδι» καθώς και άλλα μικρότερης αξίας όπως το «μη ρημάζετε τα σύκα». Γύρω-τριγύρω διάφορες σοφές πέτρες πεταμένες. Ένα σοφό σκυλάκι την κοίταξε αλλά δεν γάβγισε.
Όταν χτύπησε επιτέλους την πόρτα της παράγκας άκουσε παράξενους ήχους από το εσωτερικό. Της άνοιξε ένας σοφός κύριος με φανελάκι και κάτι φθαρμένες παντόφλες-σκίουρους ο οποίος και της είπε επί λέξει γεια σας θα με συγχωρήσετε μισό λεπτό γιατί βλέπω κάτι στην τηλεόραση; δεν θα αργήσω-βολευτείτε.
Πρόσεξε πως η εκπομπή που παιζόταν εκείνη τη στιγμή ήταν το «υγεία για όλους» με τον Μιχάλη Κεφαλογιάννη. Θέμα της, οι διαταραχές του ύπνου. Τι σύμπτωση, σκέφτηκε το κορίτσι που πότε-πότε το αποκαλούσαν Εκεί που μου πες σ’ αγαπώ εκεί άλλαξες γνώμη. Αλλά, και τι παράξενο, σκέφτηκε, να βλέπει ένας σοφός άνθρωπος τηλεόραση.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ειπώθηκε σ’ εκείνη τη συνάντηση. Το σίγουρο είναι πως κόπηκε απόδειξη η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα- για όποιον άπιστο δεν το πιστεύει. Το κορίτσι που πότε-πότε το λέγανε Βιβή, ξάπλωσε το ίδιο βράδυ στο κρεβάτι της και προσεκτικά σταύρωσε τα χέρια στο στήθος λέγοντας πω-πω κάτι νύστες που έχω μία, πω-πω κάτι νύστες που έχω δύο και πω-πω κάτι νύστες που έχω τρία. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε. Κοιμότανε; δεν κοιμότανε; Ποιος ξέρει. Δυστυχώς αυτή η τελευταία λεπτομέρεια δεν μας επιτρέπει να κλείσουμε άφοβα με ένα «κοιμήθηκε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα». Τέτοιες καταλήξεις είναι δίκοπο μαχαίρι στα παραμύθια την εποχή του μετά. Πάντως, απ’ ό,τι λέγεται, πρέπει για όσο ζήσανε, να ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Πράγμα που βεβαίως δεν είναι καθόλου σίγουρο- τι να λέμε τώρα. Τα ξέρετε.



Χρόνια πολλά μπράδερς και σίστερς. Peace.