vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.9.06

Συνειρμικά επίκαιρα, επετειακά.

Ο πατέρας μου, άνθρωπος ευαίσθητος, με μπλοκαρισμένη τρυφερότητα, έπασχε από μια ιδιάζουσα μελαγχολία. Επιφυλακτικός με τους ανθρώπους έζησε μια μεγάλη φιλία στα νεανικά του χρόνια. Ο θάνατος του φίλου του τον έστρεψε προς τα μέσα οριστικά. Στην εποχή της επαγγελματικής ακμής του θυμάμαι να τον συνοδεύει ένας μύθος- ήταν ο τύπος εκπαιδευτικού που επιβαλλόταν φυσικά, σε μαθητές και συναδέλφους, με το βάρος της προσωπικότητάς του. Λιπόσαρκος, λιγομίλητος και εγκρατής, με το τσιγάρο διαρκώς στο χέρι. Ωραίος άντρας, κλειστός.

Στο φαγητό του είχε την ίδια επιφύλαξη. Πίστευε ότι την αγορά λυμαίνοναι απατεώνες και σπάνια δοκίμαζε καινούριες γεύσεις. Όσο ζούσαμε στην επαρχία, έσπαγε το παξιμάδι μέσα σε κατσικίσιο γάλα. Στην Αθήνα, αργότερα, έπινε συνήθως τσάι με δυο ελιές. Όταν η Δέλτα κυκλοφόρησε τα περίφημα ζωντανά γιαούρτια της, κάτι του κίνησε την περιέργεια, δοκίμασε, του άρεσε. Ξεθάρρεψε με τον καιρό και το σύστηνε σε τρίτους, «είναι καλό αυτό» έλεγε, με κάποιo δισταγμό. Κατά την κρίση μου ήταν μια κίνηση να αποκαταστήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον κόσμο.

Αργότερα βγήκαν στη φόρα διάφορα για τις γαλακτοβιομηχανίες. Διάβαζε σκεφτικός τις εφημερίδες- το γιαούρτι κόπηκε, ακαριαία. Επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά τη βασική του ανάγνωση στη ζωή.

*


Ξεκίνησα το blog είκοσι μέρες μετά το θάνατό του, ακριβώς τρία χρόνια πριν, κάνοντας εκτός των άλλων και μια αντίστροφη κίνηση: να εμπιστευτώ αγνώστους. Πρόκειται σίγουρα για περιορισμένη έκθεση, φροντισμένη και φιλτραρισμένη από τη γλώσσα. Διατηρεί όμως, σκέφτομαι, κάτι από την ανομολόγητη επιθυμία μου να τον πείσω ότι γίνεται να ανοιχτούμε στους ανθρώπους, ελαφραίνοντας το μέσα βάρος, χωρίς απαραίτητα να τραυματιστούμε σ’ αυτή μας την έξοδο.

(Πριν από τρία χρόνια. Μια τόσο μακρινή εποχή).

28.9.06

Οι ακριβές κιμωλίες της παιδείας.

Γράφω αυτό το post για τη φίλη μου τη Μαρία. Η Μαρία είναι δασκάλα και αναρωτιέται πώς και δεν βλέπει τίποτα στη μπλογκόσφαιρα για τη μεγάλη απεργία που τους εξουθενώνει καθημερινά, ηθικά και οικονομικά (μέχρι τώρα της έχει κοστίσει 600 ευρώ ενώ εξαγγέλλεται νέα πενθήμερη). Είναι αλήθεια πως εμείς εδώ στα trendy blogs δεν ασχολούμαστε με ζητήματα λαϊκής καθημερινότητας, απορροφημένοι καθώς είμαστε να ομφαλοσκοπούμε μετ’ ευτελείας και να μεριμνούμε περί διεθνών προβλημάτων που είναι και πιο γκλομπάλ.

Η Μαρία είναι μια εκπαιδευτικός που ό,τι ώρα και να πας σπίτι της θα τη βρεις να κόβει χαρτάκια με γράμματα, να κολλάει δέντρα πάνω σε φελιζόλ και να προετοιμάζει το μάθημα της επομένης. Δίπλα της έχει κάτι ογκώδεις τόμους διδακτικής - εγώ τα αντίστοιχα τα έχω κάνει βάση για τα ηχεία. Τα προγράμματα περιβαλλοντικής που έχει εκπονήσει κατά καιρούς με τα πιτσιρίκια δεν έχουν σχέση με πολλές παρόμοιες εργασίες του Λυκείου. Αν πιστέψουμε τους τηλεοπτικούς φωστήρες που κολακεύουν ένα κοινό που θέλει να κανιβαλίσει ό,τι δεν ανήκει στο ίδιον συμφέρον, ο δάσκαλος είναι ένας τεμπέλης με μεγάλες διακοπές. Τα παιδιά μας θα μείνουν, μάλιστα, αγράμματα επειδή αυτοί, οι δασκάλοι (sic), θέλουνε παραπάνω λεφτά.


Τυπικό δείγμα χαραμοφάη εκπαιδευτικού με την παρέα του.


Η Μαρία υπερασπίζεται στην τάξη την παιδεία όπως την αντιλαμβάνεται. Δεν κάνει εκπτώσεις επειδή δεν αμείβεται καλά- κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι. Το ζήτημα είναι πώς σκέφτεται ένα Υπουργείο Παιδείας το οποίο είναι λαλίστατο σε μεταρρυθμιστικές εξαγγελίες και εντελώς ανεπαρκές σε σχεδιασμό και ανθρώπινη ευαισθησία. Κρίνει ανέντιμη την όλη κατάσταση και δεσμεύεται να δώσει το υποσχεθέν επίδομα σε εξακόσιες δόσεις των πέντε ευρώ, αρχής γενομένης από του παραχρόνου. Για την ώρα τους δίνει ένα δίφραγκο-τόσα μπορεί. Μ’ αρέσει και ο Θ. Ρουσόπουλος που, πολλαπλασιάζοντς τα δύο ευρώ και σαρανταεπτά λεπτά επί τον αριθμό των εκπαιδευτικών επί δέκα χρόνια, καταλήγει με καμάρι: τόσα εκατομμύρια ευρώ σας φαίνονται ψίχουλα;

Φυσικά δεν νομίζω ότι είναι προσωπικό ζήτημα της υπουργού ή ότι δεν υπάρχει διαρκές κουβεντολόι με το Οικονομικών. Το ζήτημα είναι πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται το κράτος τον ρόλο του εκπαιδευτικού και ποια (οικονομικοκοινωνική) θέση του επιφυλάσσει. Και τελικά, πώς ονειρεύεται αλλαγές στην εκπαίδευση χωρίς να έχει σύμμαχό του τον φορέα της αλλαγής- τα ίδια τα πρόσωπα.

Φυσικά η εκπαίδευση δεν στελεχώνεται μόνο από Μαρίες. Είναι όμως και αυτή ανάμεσα στις τάξεις τους και σίγουρα δεν είναι η μόνη. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους βλέπουμε γιατί είναι συνήθως εκείνοι που κάνουν τη λιγότερη φασαρία. Υπάρχει και μια κακή παράδοση στη χώρα- οι εκπαιδευτικοί δεν ήταν ποτέ συμπαθείς στις κυβερνήσεις. Οι γονείς μου, δάσκαλοι και οι δύο, συμμετείχαν σε απεργίες που τους γονάτισαν. Τα χρήματα που έχουν καταθέσει στα ταμεία του κράτους ισοφαρίζουν τις αυξήσεις που δόθηκαν σε διάρκεια σαράντα χρόνων.

Τα λέω έτσι επειδή είμαι θυμωμένος. Για το εσωτερικό μπάχαλο που βασιλεύει σε ένα εξωραϊσμένο τοπίο, έγραψα και στην A.V. αυτό. Δεν έχω καμιά αισιοδοξία για το μέλλον από τη στιγμή που όλες οι αλλαγές έρχονται από πάνω, με τη σφραγίδα της προσωπικής φιλοδοξίας ενός εκάστου των πεφωτισμένων.

22.9.06

Χαιρετισμούς και φιλιά να του δώσετε.





Δυο από τις πολλές, κορυφαίες στιγμές του.

16.9.06

Ιδανικοί προορισμοί για bloggers

.



[κλικ τμπίκτσερ]


.

13.9.06

Φθινόπωρο στα φύλλα

Καμιά φορά τα βράδυα, επιστρέφοντας από τις νυχτερινές εξόδους της αφασίας (ανεξέλεγκτο αλκοόλ, αποσπασματικές εντυπώσεις, εκνευρισμοί και σπασίματα) ψάχνω καταφύγιο στην ανάγνωση. Είναι φυσικό τις μικρές ώρες να ζητάς από το βιβλίο να λειτουργήσει περισσότερο σαν χάδι στις ταλαιπωρημένες σου αισθήσεις, ένα ανάγνωσμα κάπως ποιητικό και παρηγορητικό, με όσο γίνεται λιγότερη σκηνοθεσία και χαλαρότερη ύφανση. Τι είναι η χαλαρή ύφανση; Ας πούμε κάτι που σου επιτρέπει να σκέφτεσαι ανάμεσα στις γραμμές, να εγκαταλείπεις και να ξαναπιάνεις την ιστορία χωρίς απώλειες• έχω στο μυαλό μου τώρα άλλες τέχνες και αναρωτιέμαι για το λογοτεχνικό ανάλογο της ταινίας «χαμένοι στη μετάφραση» (όχι το σενάριο αλλά το feeling της) ή του ψαλτικού μουρμουρητού του Δ. Φιρφιρή. Ο Φιρφιρής, μοναχός μεγαλωμένος στο Όρος από μικρό παιδί, κατέκτησε με τα χρόνια μια προσωπική τέχνη σπουδαία, μια αργόσυρτη μελισματική ψαλμωδία στην οποία δύσκολα ξεχωρίζουν οι λέξεις. Η ερμηνεία του θυμίζει την κίνηση δοξαριού πάνω σε χορδή (ένα μπάσο γιαλί ταμπούρ) και πότε πότε στις παύσεις ακούς την ανάσα του ( πώς γίνεται να καταλαβαίνεις έναν άνθρωπο από την αναπνοή του; Έλα που γίνεται!). (Μικρό δείγμα εδώ.) Για χρόνια μ’ άρεσε να τον ακούω από το ηχειάκι ενός ελάχιστου δημοσιογραφικού aiwa που είχα στο μαξιλάρι δίπλα στο αυτί μου τις νύχτες. Αυτή η κουρασμένη φωνή που διαλύει τρυφερά το σκοτάδι, μαζί με το φύσημα της κασέτας και τη χαμηλή ποιότητα του ήχου (σαν το τρανζιστοράκι στη σκοπιά), υπογραμμίζει αλλιώς τα αισθήματα. Στο στερεοφωνικό η αίσθηση χάνεται.

*



Κάπως έτσι (σαν υπνωτική παρηγοριά) χρησιμοποίησα το βιβλιαράκι της νεαρής Γιούντιθ Χέρμαν Φαντάσματα μόνο, με μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για επτά μελαγχολικά αλλά καθόλου σκοτεινά διηγήματα των σαράντα-πενήντα σελίδων έκαστο, που πλέκονται γύρω από το ταξίδι, την περιπλάνηση, τους αιφνίδιους άτυχους έρωτες. Βασικός πρωταγωνιστής είναι μάλλον η φωνή της αφηγήτριας, ένας λόγος ήσυχος, συνειρμικός, με πολλά κόμματα- η λεγόμενη κατά παράταξη σύνταξη- που παράγει έναν εθιστικό μονότονο ήχο. Αυτή η ίδια φωνή ταξιδεύει υπό το πρόσχημα διαφορετικών ηρωίδων σε πόλεις του κόσμου, στο Βερολίνο, τη Βενετία, το Κάρλοβι Βάρι, την Πράγα, το Τρόμσε. Άδεια ξενοδοχεία, ελάχιστη δράση, ασήμαντα περιστατικά της ζωής που καταλαμβάνουν δυσανάλογα πολύ χώρο εντός, επηρεάζοντας διαρκώς το βλέμμα.

[«Τι θα κάνεις όταν θα γυρίσεις στο Βερολίνο»; με ρώτησε κάποια στιγμή η Ρουθ, κι εγώ απάντησα «δεν ξέρω», δεν είχα τρόπο να της εξηγήσω ότι ξαφνικά η ζωή μου ολόκληρη είχε ανοίξει ξανά, είχε αδειάσει, είχε γίνει ένας χώρος απέραντος και άγνωστος. Στεκόμουν στο παράθυρο του σπιτιού της και κοίταζα την μπλε φωτεινή ταμπέλα του πάρκινγκ, τους γυάλινους τοίχους της ψηλής πολυκατοικίας πίσω του, το φεγγάρι ήταν κιόλας στον ουρανό, η Ρουθ με φώναζε και τότε γύριζα. Αγοράσαμε ρούχα, παπούτσια, παλτά.]

*



Έλεγα σε προηγούμενο σχόλιο ότι η γλώσσα της μετάφρασης είναι μια γλώσσα χωρίς πατρίδα, χωρίς θερμοκρασία- μόνο που πότε πότε αυτό είναι για καλό. Όπως τώρα, που η διαπραγμάτευση ζητάει, σχεδόν απαιτεί την απομάκρυνση στοιχείων της εντοπιότητας ώστε να μείνει γυμνή από φορτία η γλώσσα και κατ’ επέκταση η περιπλανώμενη ψυχή. Εδώ τα συναισθήματα υποβάλλει ο έρωτας για λάθος πρόσωπα, η αστάθεια της ζωής, οι αλλαγές του καιρού. Το τοπίο δεν είναι ακριβώς ένα φόντο για την ανθρώπινη δράση όσο μια ισότιμη παρουσία που τροφοδοτεί το στοχασμό ή αντανακλά- κατά περίπτωση- το μέσα τοπίο. Διασταυρώσεις των ανθρώπων, εκκρεμότητα, αναχωρητισμός. Η ζωή ανάμεσα (λίγο πριν το τηλεφώνημα, περιμένοντας το γίνει το τσάι, τα σύννεφα που πυκνώνουν στον ορίζοντα) -το ελάχιστο που υψώνεται σε ένα νέο νόημα ζωής.

[Και πριν προλάβω να το πιάσω τι ακριβώς ήταν αυτή η θλίψη κάτω από τα ασυγκράτητα γέλια, ο Όουεν τίναξε τα χέρια του ψηλά και φώναξε, κι εγώ σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό, κι αυτό που το είχα περάσει για πράσινο σύννεφο άρχισε ξαφνικά να κομματιάζεται και να σκορπάει, να ξανοίγει και να διαλύεται και να γίνεται όλο και πιο φωτεινό, ώσπου έγινε ένας ανεμοστρόβιλος μεγάλος που σκέπασε τον ουρανό, πολύχρωμος, λαμπερός, πανέμορφος. «Τι είναι αυτό πάλι;» ψιθύρισα, κι ο Όουεν φωνάζοντας μου απάντησε «το βόρειο σέλας, είναι το βόρειο σέλας, δεν το πιστεύω!» και γείραμε τα κεφάλια μας πίσω και κοιτάξαμε το βόρειο σέλας, σωματίδια ύλης εκσφενδονισμένα στο άπειρο, αναρίθμητα καυτά ηλεκτρόνια, αστέρια που είχαν εκραγεί, μακάρι να ήξερα τι ήταν, κι ο Όουεν με ρώτησε λαχανιασμένος «είσαι ευτυχισμένη τώρα;», κι εγώ είπα «πολύ».]


Οι πρωταγωνιστές της σκηνής δεν είναι ζευγάρι (ώστε να στήνεται μια τυπική ρομαντική σκηνή) αλλά φίλοι, ο δε λόγος της ευτυχίας της κοπέλας συνδέεται με την ερωτική εισβολή ενός αγνώστου στην ακίνητη καθημερινότητά της, εκεί μακριά στο ξεχασμένο Τρόμσε της Νορβηγίας όπου ο παγωμένος αέρας σφυρίζει γύρω από το φάρο και τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν με αναμμένα φώτα από το μεσημέρι.

Some enchated evening
You may see a stranger
You may see a stranger
Across a crowded room.


(από το μότο της εισαγωγής)



Είναι πάντα λεπτές οι διαφορές που κάνουν ένα κείμενο να ξεχωρίζει.

Συνέντευξη της Χέρμαν από το logotexnia.net.
Παλιότερη κριτική του βιβλίου από τη Σοφία Νικολαΐδου.

10.9.06

Αβάδιστα επιτυχία εκατό τοις εκατό

δια πάρτυ συνευρέσεις κατά μόνας ακροάσεις παρακαλώ σπεύσατε αποτελεσματικό σε όλες τις ηλικίες τσεκαρισμένο δουλεύει όχι μούσι δημιουργία ατμόσφαιρας χορού προετοιμάζει παγωμένο κοινό με μεγάλη επιτυχία ιδανικό και δια πουλ-μουρ σε απαιτητικούς ροκ εστέτ τζάζμεν φανκυ ψαγμένους μεγάλη διείσδυση σε νεολαία κατάλληλο και δια απογεύματα βεράντα λονγκ ντρινγκ παρακαλώ δοκιμάσατε ελευθέρως πλέυ φρι προσφορά βίτα διαλύει πικρές σκέψεις αυτοστιγμεί ιδανικό δια μοναχικούς Σάββατο βράδυ καλλιεργεί γκρούβι διάθεση απ τέμπο ανώτερο θεραπευτικών τεχνικών ρέϊκι τάντρα γιόγκα και συναφών επιστροφές δεκτές δοκιμές ελεύθερες κατόπιν νταουνλοντάρετε απρόσκοπτα. Παρακαλώ αναπνεύσατε τέλος καλοκαιριού αεράκι αισιοδοξίας.

δίλεπτο δείγμα:




κλικ στο δισκάκι για download.




Lonnie Smith
Live at Club Harlem, Atlantic City, New Jersey: August 9, 1969
Ronnie Cuber (bs); Lonnie Smith (org); Larry McGee (g); Sylvester Goshay (d) Rudy Jones (ts);.

5.9.06

Παράθυρο με θέα πίσω

Τα δωμάτια είναι ψηλοτάβανα και οι τοίχοι ασπρισμένοι με ένα μείγμα ασβέστη που έχει σκάσει κατά τόπους. Ξεφλούδισα χτες ένα κομμάτι του τοίχου σκεφτόμενος την ιστορία του (την ιστορία μιας παρέας δηλαδή, που μεγάλωσε κι επισκοπεί μελαγχολικά τη νεότητά της) αλλά ενδέχεται να επηρεάστηκα απλώς από το κρεμμύδι του Γκρας και δίνω έναν μελοδραματικό τόνο σε πράγματα συνηθισμένα. Εδώ, σ’ αυτό το σπίτι νιώθω περισσότερο το χρόνο που πέρασε. Ίσως επειδή τίποτα δεν άλλαξε στον λιτό θερινό διάκοσμό του. Ανοίγω προσεκτικά τις πόρτες και πέφτω πάνω στα πρώτα εκείνα καλοκαίρια.

*


Τα δοκάρια στο ταβάνι συγκρατούν διαγώνια καλάμια. Τα μετράω τώρα ένα ένα ξαπλωμένος, αφού είναι ακόμα μεσημέρι και τα μεσημέρια στην Ελλάδα ο κόσμος αναπαύεται (άγνωστο από τι κουράστηκε). Αύγουστος. Ένα ξαφνικό αεράκι χάϊδεψε τις σελίδες. Διαβάζω ακατανόητες σειρές λέξεων ώσπου αφήνω το βιβλίο να πέσει μαλακά στο στήθος.


Έτσι βιβλιοσκεπασμένος, ονειροφαντάζομαι έναν εαυτό συγκινημένον από κάτι περασμένο. Γλιστράω σιγά απ’ το παράθυρο και δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους. Από δω φαίνεται όλη η παραλία και το απέναντι νησάκι. Πετώντας πιο ψηλά ακόμη μπορείς να δεις κομμάτια της πόλης, κάποιον να διαλέγει φρούτα στο μίνι μάρκετ. (Ο κάποιος φοράει τυπικό φανελάκι και σαγιονάρες - η σκέψη τον βαφτίζει ανώνυμο και τον αφήνει στην ησυχία του). Καθώς η ιδιοκτήτρια ξεπροβάλλει αργά στην είσοδο οι μύγες αλλάζουν θέση στα καφάσια. Ησυχία του μεσημεριού. Ο βόμβος του ψυγείου και η ζέστη του ανεμιστήρα του, χαμηλά στα πόδια. Σ’ αυτό το μίνι μάρκετ ψάχναμε κάποτε με τη F. κονσέρβες για την παραλία. Εξαιτίας των ρομαντικών μας δείπνων πάνω στην άμμο κράτησε στο οικογενειακό της άλμπουμ τη φωτογραφία μου: είμαι ο έλληνας μπόιφρεντ κλεισμένος είκοσι χρόνια σε μια σκοτεινή βιβλιοθήκη, σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη με κρύο και υγρασία –τέλειες συνθήκες για να διατηρούμαι φρέσκος και αγέραστος. Δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχω στο άλμπουμ, το υποθέτω μόνο, ίσως γιατί εγώ έχω δικές της φωτογραφίες από εκείνη την εποχή τακτοποιημένες με φροντίδα. Και παραμένει όντως νέα και χαμογελαστή η γερμανίδα γκέρλφρεντ πατικωμένη όπως είναι ανάμεσα σε ηλιοβασιλέματα και λικνιστά βαρκάκια ενός άλλου νησιού απ’ αυτό που αντικρίζω σήμερα. Καθότι το νησί διέθετε ακόμα εκείνη τη ρέμπελη και ασύντακτη ζωή που κατά κάποιο τρόπο όριζε μέσα μας το καλοκαίρι. Μας σέρνει έκτοτε νοσταλγούς και επαίτες της μαγείας του, κόβοντας κάθε χρόνο από ένα κομμάτι. Να δούμε στο τέλος τι θα μείνει.

Γνωστά πράγματα θα μου πεις. Ας με συγχωρήσει ο φιλοπρόοδος εαυτός μου αλλά ο εκδημοκρατισμός των διακοπών, η βιομηχανία της χωριάτικης που απλώθηκε επιδημικά στα τραπεζάκια δίπλα στη θάλασσα, αυτό το μαζικό βλέμμα στο ίδιο Αιγαίο, στον ίδιο Ελύτη, στην ίδια ψευδογραφικότητα, κατάφερε να (μου) κρύψει και φέτος το καλοκαίρι. Στάθηκε αδύνατο να παραμερίσω το θόρυβο που παράγει η μαζικότητα, τα θρι τζι, τα σουπερφαστ, οι βαλίτσες με ροδάκια. Καθώς οι διακοπές αφομοιώνονται σε ένα αστικό τρόπο του ζην που καταπίνει τις εικόνες σαν τηλεοπτικό προϊόν, προέκταση μιας ήδη εξαντλημένης ζωής όπου τα πάντα έχουν προαποφασιστεί, αυτό που μένει σχεδόν παρωδεί τον εαυτό του: Έκαστος το ρουμ του, το αμόρε του, το τζιν και τόνικ του- ακριβώς το ποσοστό της ευτυχίας που του αναλογεί, που θα ’λεγε και ο πολυκουρσεμένος. Υποθέτω πως είναι άδικες οι συγκρίσεις. Είναι παρόλα αυτά χρήσιμες και αναπόφευκτες καθότι έχει και η προσαρμοστικότητα τα όριά της. Στη διάρκεια μιας ζωής κάποια κομμάτια μας θα μείνουν ασυγχρόνιστα.

*


Πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχα γράψει αυτό. Φέτος τα βλέπω ίδια και χειρότερα. Πρόοδος μηδέν- εννοώ στο συναισθηματικό πεδίο.

Καλό φθινόπωρο αδελφοί.