vita moderna

kisses, tears & psychodramas

30.4.05

Η διάλυση των νεφών

*
Με τις ευχές σου, Μάγκα μου, να βαδίσωμε προς την Ανάσταση και το Πάσχα...
*



*

27.4.05

vita moderna

Είχα βάλει το ξυπνητήρι στις πέντε, αλλά με ξύπνησε ο κόκορας νωρίτερα.
Φόρεσα το παλιό Ρίπλει που χρησιμοποιώ πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις και το απαραίτητο φακιόλι. Ύστερα ακούμπησα τη σκάφη πάνω στο χαλάκι και μπρουμουτήστηκα. Ξεκίνησα το ζύμωμα αθόρυβα και συστηματικά. Έξι και μισή, έχοντας ήδη φουρνίσει τα πρώτα τσουρέκια, ξύπνησα τη γυναίκα μου.
-Ξύπνα, μάιλιτλτμπίττερλάβ. Κοντοζυγώνει η Πασχαλιά.
-Μμμ, μύρισε άνοιξη το σπίτι βρε ουάνεντόνλυ μου.
-Είναι το ξύσμα πορτοκαλιού που βάζω μέσα, της κάνω. Έλα, έχω σερβίρει πρωϊνό.

Περάσαμε στο μικρό καθιστικό. Πάνω στο τραπέζι του Χάμπιτατ μας περίμενε ένα μπωλ με οκτώ πράσινες ελιές και δυο ταπεινά κριθαροκούλουρα . Φάγαμε με όρεξη καθώς εκείνη μου εξηγούσε το πλάνο της εταιρείας για το καλοκαίρι. Η γυναίκα μου είναι οπίνιον μάνατζερ στην εταιρεία Πρόκτερ εντ Γκάμπλ και τα νέα της πρέπει να χωρέσουν στο πρωινό δεκάλεπτο. Η δική μου ζωή δεν έχει νέα κι έτσι δεν χρειαζόμαστε επιπλέον χρόνο.
Επτά και τέταρτο, με χαιρετούσε στην εξώπορτα μ’ ένα φιλί και μια ζεστή αγκαλιά.
-Είσαι εκθαμβωτική, ζουζού. Καινούριο ρίμελ;
-Το Έστε Λώντερ είναι μπέμπη μου. Να προσέξεις να μην κολλήσεις στο μπλογκ και σου κόψει η βαφή, ολράϊτ;
-Ok. Λες να φάμε τις χτεσινές φακές για βράδυ ή να βράσω τον τραχανά;
-Άσε, φέρνω εγώ ένα νηστίσιμο Μπίγκ Μακ μένιου με καλαμαράκια. Να βγάλεις και το τζιπ απ’ το δεύτερο γκαράζ για να παρκάρω το βράδυ.
-Οk, σούγκαρ. Σματς.

Ύστερα αράδιασα μπροστά μου τα φακελάκια. Άνοιξα το βιβλίο « Χριστόψωμα, κουλούρια και λαμπριάτικα αυγά απ’ το Πωγώνι» και έπραξα τα δέοντα. Το ξύδι με γαργάλησε ευχάριστα και για δεκατιανό μούσκεψα ένα παξιμάδι Τσατσαρωνάκη σε λίγο νερό. Λατρεύω τις παρθένες γεύσεις, ιδίως τις κρητικές.
Ύστερα έβαλα να δω το 3ο ντι-βι-ντι με τα Πάθη. Παρότι δεν πίνουμε ΝΟΥΝΟΥ, νομίζω πως άξιζε τον κόπο. Το δάκρυ μου που κατρακύλησε το σφούγγισα με την ανάστροφη της παλάμης μου - ντρέπομαι μερικές φορές για τον συναισθηματισμό μου.
Ευτυχώς χτύπησε το τηλέφωνο και συνήλθα. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου στο Πήλιο ήθελε να μάθει αν θα φάμε εκεί τη μαγειρίτσα, τη νύχτα της Ανάστασης. Τα κρέατα και τα αυγά είναι δικά τους, ντόπια, λέει. Το ψωμί, ζυμωτό. Η συμμετοχή είναι πενήντα ευρώ το ζευγάρι.

Απάντησα ότι για μια τόσο μεγάλη απόφαση θα έπρεπε να μιλήσω με τη γυναίκα μου πρώτα. Ράϊτ;

*

26.4.05

A day in life

Μπήκαμε στη μεγάλη Εβδομάδα και θα μας απασχολήσουν από σήμερα ζητήματα επίκαιρα: ζητήματα ζωής και θανάτου. Σκέψεις, δηλαδή, πάλι, αναγνώστη μου, που έρχονται και φεύγουν πριν τις βρει το πρωϊνό φως, μισοτελειωμένες και ατελείς. Λιγάκι αστείες .

*


Άκουγα πάντα αυτό το τραγούδι των Beatles, μεταφράζοντας τον τίτλο του με τρόπο που δημιουργούσε μια παράξενη ηχώ μέσα μου: μια μέρα στη ζωή- όπως θα λέγαμε μια μέρα στο πάρκο ή μια μέρα στον ζωολογικό κήπο. Ή αλλιώς, η καταγραφή μιας εμπειρίας από την έκθεση στο ζην, μια ανταπόκριση από το έργο που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής. Αυτή η μετατόπιση του νοήματος μοιάζει με τις κάρτες-τρικ που όταν εστιάσεις στη νεαρή κοπέλα δεν βλέπεις τη γριά-μάγισσα και το αντίστροφο. Εγώ κόλλησα με το in life.
Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει και ένα εκτός, ένα out of, ώστε να αντιπαραβληθεί με την εμπειρία τού in. Βγαίνοντας όμως από τη ζωή τι άλλο συναντάει κανείς; Σε ποιο σημείο μπορείς να σταθείς για να κατοπτεύσεις τη ζωή; Δεν έχω ιδέα.

Το μια μέρα στη ζωή, προϋποθέτει λοιπόν έναν φανταστικό ταξιδιώτη που τριγυρίζει σε παράξενους κόσμους, ξεκλειδώνει πόρτες, ανοιγοκλείνει σεντούκια γεμάτος περιέργεια. Βγαίνοντας κάποια στιγμή και στη ζωή, τον χτυπάει στο πρόσωπο η καθημερινότητά της, ο πυρετός της, η μυρωδιά της βενζίνης. Βλέπει τα ανθρώπινα, την πολυτέλεια των λαθών, της σπατάλης, του ξοδέματος. Νιώθει την ανθρώπινη κατάσταση ως μια διαρκή περιπλάνηση, ασωτεία, εμπλοκή στο πάθος. Και το κυριότερο: αυτό το πάθος μοιάζει να είναι σωτήριο, το οξυγόνο της ζωής.

Εδώ τα υπόλοιπα



*

19.4.05

Κυριακή απόγευμα

Βραδιάζει. Δεν φαίνονται πια τα γράμματα στην εφημερίδα. Όχι ότι διάβαζα πραγματικά, περισσότερο σκεφτόμουν ανάμεσα στις γραμμές. Τον συνήθως αμίλητο πατέρα μου, καθώς επιστρέφαμε με το αυτοκίνητο από το συνεργείο, μετά το τακτικό σέρβις του Νισάν, να με ρωτάει:
-Πάει καλύτερα τώρα, κουτσουμπέλι;

Κλαίω, γιατί μου έχει σφηνωθεί τελευταία μια ιδέα, που απ’ ότι μου λένε είναι ανόητη. Πως όσοι πεθαίνουν δεν θυμούνται ότι μας γνώρισαν.


*

11.4.05

For his eyes only

Παρακολουθώντας τον Περικλή να χορεύει με τη μαμά, τη μαμά να ευχαριστεί την Ελλάδα, Αμερική, Καναδά, Υφήλιο, Πλανήτη Γη για τη στήριξη στο γιο της, σκέφτομαι ξαφνικά τη Σώτη Τριανταφύλλου και τις απόψεις της για τον βαθύ συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η μόνη εμφανής αλλαγή τελικά, σ’ αυτό το αδρανές, συνασπισμένο και παντοδύναμο σώμα απόψεων που μας συστήνεται ως "μέσος όρος", είναι η αποενοχοποίηση του συντηρητισμού του και η υιοθέτηση ενός απροκάλυπτου κυνισμού ως ενδεδειγμένη φιλοσοφία ζωής. Με τις υγείες μας.

Το απλό αυτό παιδί με τα αδιευκρίνιστα μάτια, μας λέει από την αρχή του ριάλιτυ διάφορες αλήθειες ζωής και το κοινό ανταμείβει αυτή του την τόλμη με το πανίσχυρο 51%. Κάθε φορά μάλιστα, που απειλείται όχι ακριβώς ο Περικλής αλλά το αξιακό σύστημα που αντιπροσωπεύει (καμάκι –μπεγλέρι- γυροβολιά), το αποφασισμένο κοινό προτάσσει τα στήθη του, με τη μορφή απανωτών τηλεφωνημάτων, απέναντι στους ειδικούς και τους κουλτουριαραίους (Λιακό) που θέλουν το κακό του, αφού ως γνωστόν οι κουλτουριαραίοι απεχθάνονται την ομορφιά και την απλότητα.

Οι αλήθειες που ακούστηκαν από τα περικλεή χείλια και έκαναν το κοινό να συναντήσει, καταγοητευμένο, τον βαθύτερο εαυτό του είναι ότι ο άντρας θέλει τις γυναίκες κάτι σαν plastic toys στα χέρια του, ότι καλόν είναι η νύφη να διαθέτει μπαμπά με χρήμα, ότι η ερωτική πείρα είναι απαραίτητη στις ερωμένες και απαγορευμένη στη σύζυγο. Φαντάζομαι ότι θα είπε και άλλα θαυμαστά, ας πούμε ότι λατρεύει τις τηγανιτές πατάτες ή ότι η αποταμίευση είναι σπουδαίο πράγμα στη ζωή.

Στο τελικό πλάνο του Αντέννα, ο Περικλής αναχωρεί με το ανοιχτό διθέσιο και η μαμά καθισμένη στη θέση της συνοδηγού-ερωμένης, χαιρετάει το κοινό της ως Αλίκη.

Πνίγομαι. Ούτε σε πενήντα χρόνια.


*

5.4.05

Diktyo 4

Mama eimai poly siginimenos stop ola xtes to vrady phgan thayamasia kai o kosmos toso zestos stop mama mou einai spoudaio pragma na akous tous anthrwpous na gelane me kati pou exeis grapsei esy stop to xeirokrotima ftanei mexri thn psyxh sou stop psyhanalisi anavalletai stop twra mporoume na kanoume me tous filous ekeino to koinovio pou sou elega giati pisteyoume oti eimaste etoimoi gia megala pragmata stop se filw o gios sou o kallitexnhs stop

*
Thanks to Kukuzelis, Dimitris, Melina, Despoina, Stevi, Giorgos, Dimitris (gia ta apisteyta xenyxtia) and all friends that came for the support. Mats mouts.

*

1.4.05

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι...

Αισθάνομαι συχνά τις λέξεις, τη γλώσσα, σαν ένα υλικό τόσο σκληρό όσο το μάρμαρο, που πρέπει να το πελεκήσεις στις δύο ή τρεις η ώρα τη νύχτα, να το σκάψεις με καλέμι και σφυρί για να δώσει λιγάκι ήχο. Μπορεί τα μάτια σου να γεμίζουν εικόνες, μπορεί να προσκυνάς στο πάτωμα από συγκίνηση, αλλά οι λέξεις συνεχίζουν να σε κοιτάνε σοβαρές και αγέρωχες. Αντιπαθούν τους ξεχειλωμένους συναισθηματισμούς και τις αυθόρμητες εκμυστηρεύσεις. Δεν κατανοούν γιατί ένας άνθρωπος ζητάει να μαλακώσει τα περιγράμματα πίνοντας, αφού οι ίδιες είναι τα περιγράμματα του κόσμου μας- τα ’πε ο φιλόσοφος αυτά. Όσες φορές προσπάθησα να γράψω έτσι συγκινημένος, το πρωί διαπίστωνα τι ορθολογικός, σφιχτόκωλος μηχανισμός είναι η γλώσσα και πόσες παγίδες σου στήνει ο ενθουσιασμός και το πάθος για μια έστω θολή περιγραφή της αλήθειας σου. Πέφτεις με τη μία πάνω στο μάρμαρο που λέμε και τσακίζεσαι.

Μιλάω βέβαια σε αντιδιαστολή με τη μεγάλη παρηγοριά, τη γενναιόδωρη αγκαλιά της Μουσικής, που ποτέ δεν διαψεύδει τα αισθήματα αλλά, αντίθετα, τα πολλαπλασιάζει ανεξέλεγκτα. Ενώ η γλώσσα, ως στριμμένη υπερήλιξ, συνεχίζει να νουθετεί γεμάτη κανόνες και καταναγκασμούς από το ύψος της υπερτρισχιλιοχρόνου, αδιαλείπτου παρουσίας της στα μέρη μας, η μουσική απλώς γιατρεύει πληγές (τις περισσότερες φορές μάλιστα, αυτές που άνοιξε ο λόγος), ένα εφημερεύον νοσοκομείο αισθημάτων. Μια αλοιφή για παντοειδείς κακώσεις. Διότι ποιος αμφιβάλλει για τη θεραπεία που απλώνει πάνω στην πονεμένη ψυχή ο ήχος ενός τρίχορδου τζουρά, που γεμίζει τη νύχτα με την ευγένεια του καημού του;

Άντε όμως να διαβάσεις ποίηση πιωμένος- μιλάω και για πράγματα που αγάπησες. Σε χτυπάει αμέσως η εγκεφαλικότητά τους, δεν αντέχεται τόση σχηματικότητα. Ακόμα χειρότερα είναι τα μυθιστορήματα- αυτοί οι ποταμοί σκηνοθετημένης αναπαράστασης, γεμάτοι ακατάσχετη φλυαρία : Του φαινόταν θαρρείς κι έβλεπε την κιτρινωπή μέρα να ξετυλίγεται γαληνεμένη εμπρός του, ίδια σαν ένας διάδρομος, σαν ένα όμορφο χρωματιστό χαλί, παίζοντας με τις φωτοσκιάσεις δίχως βιάση.

Πόσο μπορείς να απορροφηθείς από κάτι τέτοιο; Σε πόσες χιλιάδες σελίδες είναι πιθανό να συναντήσεις κάτι από τον εαυτό σου; Και δεν πρόκειται για Νόρα, αλλά για έναν μεγάλο στυλίστα, τον Γουίλιαμ Φώκνερ- το παράδειγμα είναι τυχαίο, επιλεγμένο από τα δεκάδες αδιάβαστα βιβλία που στοιβάζω για τη μετά θάνατον ανάγνωση.

Αλλά δεν είχαμε ταλέντο, φαίνεται. Τόσα χρόνια, τόσες ώρες πάνω στα δί γα βου, τόσα όνειρα με αυτό το ουτάκι, αρχίζουν πλέον να μου κουνάνε μαντίλι. Όπως τόσες παλιές αγάπες άλλωστε.

*