vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.5.04

Ηiiii γκάιιιζ! (Καλομοίρα)

Ο γκουρού όλων των reality
(οι παρενθέσεις δικές μου)
Εγώ, ως Αντρέας, (ούτε ως Πόπη ούτε ως αρχηγός της αεροπορίας) παρότι ξέρεις πόσο σε εκτιμώ ως δυνατότητες (σε εκτιμώ και ως δεξί εξτρέμ, σε εκτιμώ και ως συμπεριφορά μέσα στο σπίτι), νομίζω πως για το συγκεκριμένο τραγούδισμα (φσσστ, μπόϊνγκ) θα έπρεπε να είσαι προτεινόμενη, και από θέμα ερμηνεία και από θέμα σκηνική παρουσία ( επίσης από θέμα «πετάει το τσουλούφι» δεν ξέρω ποιος φταίει αλλά ο Ευταξίας είναι σωστός από θέμα ενδυματολογία. Από θέμα φαγητό, τι κάνουμε μάγκες; Να παραγγείλουμε καμιά πίτσα;)

Παραγωγός της heaven με αλτσχάιμερ

Μου άρεσες, ήταν καλό, αλλά κάτι δεν μου άρεσε. Πάντως ήταν καλό, μου άρεσε. Έχεις πιθανότητες (αφού όλα όσα τελειώνουν σε –ότητες είναι συνώνυμα, π.χ. δυνατότητες, ταυτότητες κλπ, διάλεξα ένα στην τύχη). Αλλά δεν είδαμε την υπέρβαση(από εδώ που καθόμαστε δεν φαίνεται καλά) Ήταν καλό, ωραίο, (μήπως δεν το σημείωσα αρκετά;) αλλά έπρεπε λίγο, κάτι. Αλλά μου άρεσε.

Multi culti.

Μάρω: Δεν ξέρω τι κάνω ρόνγκ.
Καθηγήτρια: Πρέπει να πιστέψεις γκέρλ, εγώ δεν είδα κάτι όουπεν, να λέω όου κέι δάτς Μάρω ουάν χάντρεντ περσέντ. Μπορεί να πρέπει να λουκ ινσάιντ, να πρέπει να κάνεις μπρέικ γιορ ιμόσιονς.
Μάρω: α β γκάτ ιτ. Μόρ συναίσθημα.
Καθηγήτρια: Νο, όχι συναίσθημα! Γιου σουντ μπιλίβ γιορσέλφ.
Μάρω: Ό κέι.
Καθηγήτρια: Να ψάξεις πού είναι Μάρω. Εγώ δεν ακούω Μάρω. Γουέρ ιζ μάρω, γιου αντερστέντ μι;
Μάρω: Άι σίι. Κατάλαβα.
Καλομοίρα: Άι σουντ μπι μι προτεινόμενη, νοτ Μάρω!

Καταραμένη γλώσσα.

Κορό-δι-ο. Κορό-ϊ-διο. Είσαι κορό ϊ-δ-ιο. Νο? Ό(h)ι; (Καλομοίρα, σε μάθημα ελληνικών)

24.5.04

Εμείς κι Αυτό.

«Η εκκλησία προσφέρει μια κακή εκπαίδευση στα παιδιά, διότι στηρίζεται σε δύο φοβερά πράγματα: στην ενοχή και στην τιμωρία. Είναι τρομερό για ένα παιδί να μαθαίνει σε αυτή την τρυφερή ηλικία ότι είναι από τη φύση του ένοχο. Ότι γεννήθηκε ένοχο. Και ότι υποχρεούται να τιμωρηθεί. Αυτό δεν σημαίνει αναμόρφωση ζωής αλλά διαστρέβλωσή της.» Πέδρο Αλμοδoβάρ.

Έτσι κι αλλιώς, αν υποθέσουμε ότι η εκκλησία ως καθίδρυμα εξουσίας «υποβαθμίζεται καθημερινά από μόνη της», όπως σημειώνει στην ίδια συνέντευξή του ο Αλμοδοβάρ, τα κενά σπεύδει πρόθυμα να συμπληρώσει το συνασπισμένο κοινωνικό σώμα. Μια τεράστια συνωμοσία καταστολής εξυφαίνεται από τα πολύ νεαρά χρόνια εναντίον αυτού του κέντρου της ζωής που είναι η σεξουαλικότητα.

Σκέφτομαι (χωρίς να πρωτοτυπώ) ότι η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία των ερωτικών του διαψεύσεων, των ματαιωμένων σεξουαλικών ορμών του. Γύρω απ’ αυτό το κέντρο της επιθυμίας προσπαθεί να στήσει τη ζωή του, διαχειριζόμενος τις ήττες του. Καθώς αρχικά δεν διαθέτει τρόπους επεξεργασίας όσων του συμβαίνουν, η ανεπίδοτη ερωτική ορμή επιστρέφει ως ενοχή και αυτολύπηση. Αντί να διεκδικήσει σθεναρά τη χειραφέτηση της επιθυμίας του, βουλιάζει στις τύψεις.

Όσο το σώμα γερνάει, τόσο πιο ανάγλυφα μου φαίνεται ότι διακρίνεται αυτή η διαδρομή της επαναστατημένης κάποτε σάρκας προς τη συρρίκνωση και τον μαρασμό. Πάνω στις παραμορφώσεις του σώματος μπορείς, σχεδόν, να διαβάσεις, να ψηλαφίσεις τη μοναδική, πάντα συγκινητική ιστορία του καθενός μας. Γίνομαι μάλιστα έξαλλος, όσο σκέφτομαι ότι προς χάριν της "τιμής" και της "αξιοπρέπειας", αυτό το μοναδικό δώρο, το ζην, που μας δίνεται άπαξ, συνθλίβεται κουτσουρεμένο από τα πρέπει μιας κοινωνίας που γουστάρει να τρώει τα παιδιά της. Παραδίδεται έτσι στο θάνατο, ένα σώμα θωρακισμένο, συστρεμμένο, μπλοκαρισμένο, που φιλοξένησε την ερωτική ορμή αλλά τη βίωσε (υπό το βάρος έξωθεν καταναγκασμών) ως άγχος και οδύνη.


*


Επειδή για δεύτερη φορά η εταιρεία σχολιασμού αυθαιρετεί εξαφανίζοντας παλιότερα σχόλια θα προσπαθήσω να την αλλάξω για τρίτη φορά, με την blogback που χρησιμοποιεί και ο talos, επιτυχώς, στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟN του. Αν θέλετε, γράψτε στα νέα comments με το γαλάζιο φόντο.Εδώ δεν υπάρχει και περιορισμός λέξεων. Άντε να δούμε!
*
Νεότερο: Τελικά τα ένωσα και ησύχασα. Τα παλιότερα σχόλια (όσα έσωσα δηλαδή) βρίσκονται κάτω από κάθε καταχώριση, ενοποιημένα, υπό τον παραπλανητικό τίτλο 1comment.

18.5.04

Μας κάνεις περήφανους!

Κάποιες υποθέσεις:
Τα κρυφά (και φανερά) γελάκια των συμμαθητών για την υπερβολική του κίνηση, για την εκθήλυνση των τρόπων. Μιμήσεις στα διαλείμματα (καλέ ο Σάάακης, αχ καλέ!). Θορυβημένοι γονείς και συγγενείς.
Καθηγητές που τον συμβούλευσαν να αφήσει τους χορούς και τα τραγούδια γιατί η ζωή είναι δύσκολη και πρέπει να σοβαρευτεί. Αφού στο κάτω κάτω, μπορεί να τα συνδυάσει αργότερα και τα δύο.
Ο θεολόγος, ο παπάς, ο λυκειάρχης, όσοι τέλος πάντων μιλούν στις επετείους για την ανάγκη επανατροφοδότησης της νεολαίας με πρότυπα αναλλοίωτα, επισημαίνοντας τον κίνδυνο από μια αφασική νέα γενιά. (Οι γονείς συμφωνούν δια επαναλαμβανόμενης νεύσεως της κεφαλής.) Ο Sakis ακούει και σιωπά.

Η καριέρα.
Όταν αρχίζει να γίνεται γνωστός δια της μουσικής του, τον παραλαμβάνουν άλλα είδη εξουσιαστών της δημόσιας ζωής: Δημοσιογραφίσκοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι του λεγομένου έντεχνου-ποιοτικού ρεπερτορίου, πολιτικοί, ακόμα και εκθεσάδες. «Η βιομηχανία κατασκευής ειδώλων και η καταστροφική επίδρασή της στους νέους»

Όταν έδωσε συναυλία και στην πράσινη γραμμή, ο ελληνισμός δια των προωθημένων εθνικοφρόνων τέκνων του, μιλάει για εσχάτη προδοσία . Για απουσία μνήμης, ιεροσυλία, ξεπούλημα στο βωμό του συμφέροντος. Ο Sakis και πάλι ακούει.

Η ανατροπή.
Όλος αυτός ο συρφετός των ανθρώπων, μυριζόμενος διάκριση και εθνική επιτυχία, ανακαλύπτει σε μια νύχτα ότι ο Sakis είναι επαγγελματίας. Τον συγχαίρουν, του εύχονται, τον ευλογούν. Δηλώνουν θαυμαστές. Τον δεξιώνονται. Ανοίγουν το κανάλι τους, το πατριαρχείο τους, την κρεββατοκάμαρά τους. Επιτρέπουν πλέον στα παιδιά τους να παθιάζονται ελεύθερα μαζί του, στις γυναίκες τους ολίγη ερωτική φαντασίωση. Μαμάδες και μπαμπάδες και γιοι και κόρες μαγεμένες, όλοι στον καναπέ. Σσσσσσς! Ο Νίκος Χατζηνικολάου υποδέχεται απόψε τον εθνικό μας ήρωα. Η χώρα υποκλίνεται, το έθνος κρατάει την ανάσα του, αδελφωμένο! O Sakis επιτέλους χαμογελά.



Επιμύθιο : Ω επιτυχία, μητέρα πασών των αρετών.


13.5.04

Ας τους σταματήσει κάποιος.


Μμμμμ! Στη δεξιά φωτογραφία, η κοπέλα είναι λίγο πιο λεπτή.

*


Δεν μπορεί. Θα τις έχετε πετύχει. Είναι τόσες οι εκπομπές που προσφέρουν 3 έως 10.000 ευρώ, αν καταφέρεις να βρεις από τι γίνεται το κουρκούτι, να συμπληρώσεις τη σπάνια παροιμία: στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις…, να βρεις τη διαφορά ανάμεσα στις φωτογραφίες.
Για παράδειγμα. Είναι γραμμένη η συγκλονιστική παροιμία « ό, τι σπείρεις θα…»
Στην οθόνη αναβοσβήνουν τα 10.000 ευρώ. Από κάτω, τηλέφωνα από όλες τις εταιρείες που έχουν συμβληθεί. Και αρχίζει ο υπαρκτός σουρρεαλισμός.

-Υπάρχει γραμμούλα; Ναι; Καλησπέεεερα!
-Γεια σας.
-Γεια σου και σένα. Το όνομά σου;
-Ελένη.
-Ελένη! Ουάου. Σε λίγο γιορτάζεις Ελενίτσα, πω πω, ωραία θα γιορτάσεις ακόμα περισσότερο με τα δέκα χιλιάδες ευρώ. Πάμε να παίξουμε. Με τι παίζεις;
-Με την παροιμία.
-Ωραία, σε ακούω, « ό,τι σπείρεις ΘΑ;»
-Θα φορέσεις.
-Θα φορέσεις! Λυπάμαι Ελένη μου. Δεν είναι αυτό.
-A, δεν είναι αυτό ε; Καλά δεν πειράζει.
- Πρέπει να ξανακαλέσεις, εντάξει; Θα πάρεις όμως το φουρνάκι. Γεια σου τώρα.

Εσείς φίλοι και φίλες, συνεχίζετε να καλείτε.

Επόμενη γραμμούλα.
Ό,τι σπείρεις ΘΑ;
-Θα κλαδέψεις.

Επόμενη γραμμούλα.
Ό,τι σπείρεις ΘΑ;
-Θα ποτίσεις.

Και ακολουθούν: Θα μαζέψεις, θα χορέψεις, θα αντέξεις, θα σουρώσεις.

Το στημένο του πράγματος φαίνεται όχι μόνο από τις απίθανες απαντήσεις που δίνουν οι τηλεθεατές, ωσάν να πρόκειται για χώρα μόνο αναλφάβητων, ιδιωτών, αλλά και από την έλλειψη αντίδρασής τους όταν ανακοινώνεται ότι έχασαν.
-Στη δεξιά φωτογραφία μου φαίνεται ότι το χέρι του άνδρα είναι πιο παχύ (ενώ σαφώς λείπει ένα ολόκληρο δέντρο πίσω του.)
-Αυτό εδώ το χέρι λες; Δεν είναι πιο παχύ. Λυπάμαι.
-Α, δεν είναι αυτό ε; Καλά.

Μα πώς είναι δυνατόν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα όλοι αυτοί; Να συνεχίζεται η παγίδευση τόσων αφελών, αθώων ανθρώπων, που εγκλωβίζονται περιμένοντας να πουν μια προφανή απάντηση; Να γιγαντώνεται ανενόχλητη και μάλιστα μπροστά στα μάτια μας, αυτή η πλεκτάνη, η ληστεία χιλιάδων συμπολιτών μας;

7.5.04

Lost & found

Χαίρομαι που το Σοφάκι (η Κόπολα, ντε) στήνει ένα σινεμά αντίθετο από του μπαμπά της. Το Lost in translation που μόλις αξιώθηκα να δω, είναι μια μπαλάντα, ένας ψίθυρος αισθημάτων και μουσικής, τόσο μακριά απ’ τις μεγαλαυχίες του Francis Ford. Η ταινία ψιθυρίζει· γι’ αυτό και ακούγεται δυνατά!


Δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα. Δύο άνθρωποι, ένα νεαρό κορίτσι και ένας γνωστός μεσήλιξ ηθοποιός, βρίσκονται τυχαία σ’ ένα ξενοδοχείο στο Τόκυο. Ο καθένας τους περιηγείται την πόλη γερμένος στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Η σύγχρονη ζωή καθρεφτίζεται στα τζάμια και στα μάτια τους ως άδειο ψυχικό τοπίο. Μια γοητευτική α-νόητη μεγαλούπολη αντανακλά το μέσα χάος. «Νιώθω χαμένος», λέει κάποια στιγμή ο ήρωας. «Δεν ξέρω ποιον παντρεύτηκα» λέει, αλλού, το κορίτσι. Στην ταινία περιγράφεται η ανίχνευση, η αναγνώριση του ενός στον άλλον του "κοινού" τους "βλέμματος".


Η Sofia καταφέρνει να μας νυστάξει. Να ρίξει δηλαδή την ένταση της λογικής μας επεξεργασίας και να υποβάλει: Οι λυρικές εικόνες της πόλης που περνούν διαρκώς μπροστά μας, η μουσική υπογράμμιση (ένα βαθύ, μελαγχολικό soundtrack λεπταίσθητων μελωδικών γραμμών και ροκ αισθητικής), η Charlotte, αυτό το απίστευτα γλυκό κορίτσι που σου κλέβει την καρδιά και τέλος, ο αναχωρητής, μονίμως απών Bob Harris, σιγά σιγά ενοποιούνται και σε μαγνητίζουν. Η ταινία αφήνει χώρο να εμπλακείς προσωπικά, να συναντηθείς, να συνομιλήσεις με τη δική σου ζωή. Να νιώσεις επίσης «χαμένος». Εκεί σε περιμένει το δώρο του τέλους: πέρα από καταγωγές, γλώσσες, και ηλικίες, οι άνθρωποι είναι, κυρίως, η αδυναμία τους να κατανοήσουν. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος είναι αποκαλυπτική, και η συνάντηση ανθρώπων που τη συνειδητοποιούν, βαθιά ερωτική.


Η ταινία τελειώνει με το Just like honey των Jesus and Mary chain, μέσα σε δάκρυα ανακούφισης. Επειδή η ζωή είναι μεν αυτή η αδυναμία, η έλλειψη, η απώλεια νοήματος, αλλά και επειδή μερικές φορές οι συναντήσεις μας μπορούν να βιωθούν just like honey. Όταν παραιτημένοι από βεβαιότητες και ψευτοσκηνοθεσίες του βίου, εγκαταλειπόμαστε στην αγκαλιά του άλλου, ανίσχυροι και δοτικοί. Έστω στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου.

*


(Να με συγχωρείτε για τον μελοδραματισμό. Μερικές φορές το κάνω ως άσκηση πίστης στα ίδια μου τα λόγια. Όποιος έχει γράψει, μικρός, στο τετράδιό του «Σ’ αγαπώ», απλώς για να το δει και να γεμίσουν τα μάτια του, με καταλαβαίνει.)

1.5.04

Μεταχειρισμένα όνειρα

Περιπλανιόμουν χθες στο κέντρο της Αθήνας. Κι ύστερα, Μοναστηράκι. Αέρας, ήλιος, οι πρώτοι τουρίστες με φανελάκια. Ο καλός θεός με έσπρωξε τελικά στην Ηφαίστου, οδηγώντας τα βήματά μου σε αυτά τα μαγαζιά-ναούς της νοσταλγίας που αποφεύγω να επισκέπτομαι (ίσως εξαιτίας της ασυνείδητης επιθυμίας να μην ταυτιστώ, εξωτερικά τουλάχιστον, με τίποτα αφελείς παρελθοντολόγους -ενώ είναι φανερό ότι κι εγώ είμαι βουτηγμένος, αν όχι πνιγμένος στη νοσταλγία).
Ιδού λοιπόν: Μεταχειρισμένοι δίσκοι. Βινύλια. Το βασίλειό μου, κάποτε. Ημερομηνίες της ζωής μου, μικρά περιστατικά και ιστορίες της εφηβείας, καθρεφτισμένα σ’ αυτά τα φθαρμένα εξώφυλλα.
Πέραν τούτου όμως, το πλέον αναπάντεχο γεγονός: οι τιμές. Οι αυθεντικές πρώτες εκδόσεις, βινύλιο 180γραμ., ελαφρά μεταχειρισμένο (το βαρύ υλικό δεν χαράζει με τίποτα), διπλά εξώφυλλα κλπ. στα 3(!!!) ευρώ. Το βρήκα σχεδόν σκάνδαλο. Πήρα τρεις Dylan που μου λείπανε, δύο Mama’s and Papa’s, έναν διπλό Quicksilver Messenger Service, τους αξεπέραστους 13th floor elevators. Έδωσα είκοσι πέντε ευρώ, φορτώθηκα τρία κιλά βινύλιο και αποχώρησα απορημένος.
Φθάνοντας σπίτι ίδρωνα από την έξαψη· ανησυχούσα κιόλας μήπως αποδειχθεί ότι υπήρχε κρυφός λάκκος στη φάβα. Αντιθέτως!

Μια βόμβα από ροδοπέταλα έσκασε στο φτωχικό μου. Μύρισαν τα λουλούδια του αγρού. Ήταν χειμώνας κι ήλθε η άνοιξη, κελαηδήσαν τα πουλιά. Τα γυναικεία φωνητικά τυλίχτηκαν γύρω μου, οι κιθάρες με ξεκόλλησαν από το παρκέ, ο γλυκός ήχος του Hammond με στριφογύρισε και με ακούμπησε εν τέλει, στην (αμερικάνικη) χλόη την ώρα που τη χαϊδεύει ο πρωϊνός, ξανθός ήλιος. Με πλημμύρισε η ανάγκη μιας ερωτικής εξομολόγησης . Υπερβάλλω; Καλύτερα δείτε τα οπισθόφυλλα των δίσκων, το γλυκό της βλέμμα που σε μαγνητίζει κι ύστερα να μου πείτε.



Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά. Πεντέμιση το πρωΐ άνοιγα τον υπολογιστή. Βρήκα αυτή τη διεύθυνση στο google και μελέτησα το (ξαναδουλεμένο) υλικό μου. Επτά και τέταρτο είχα μια λίστα με τους πεντήντα απαραίτητους ψυχεδελικούς δίσκους του τέλους των σίξτις. Αρκετούς έχω. Μου λείπουν όμως πολλοί.
Ο διάλογος που ακολούθησε αργότερα, στο δισκάδικο, ενδεικτικός:
-Πέρασα κι εχθές, ψάχνω κάποια δισκάκια.
Μετά το λοξό βλέμμα η εμπεριστατωμένη ανάγνωση . Είπε:
-Φίλε, όποιος έχει φτιάξει αυτόν τον κατάλογο, κατέχει όλη την ψυχεδέλεια. Εδώ υπάρχουν αριστουργήματα.
Ανέβηκα. Χάρηκα. Συζητήσαμε ώρα πολλή. Ακούσαμε δίσκους, όπως γινόταν παλιά. Γέμισε ο κόσμος μου με μυθικά, άγνωστα ονόματα. Και όλα αυτά τα κορίτσια στα εσώφυλλα, να τραγουδάνε ως εκπεσόντες άγγελοι. (The Fallen Angels: να άλλη μια γκρουπάρα). Τόση χάρη, καλό γούστο, έμπνευση. Γέμισα.
Παρότι μου έκανε γερές εκπτώσεις, πλήρωσα κάτι παραπάνω για τη σπανιότητα. Δεν βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς, κάθε δίσκος-εμπειρία απ’ αυτούς, παραμένει κάτω από την τιμή ενός ευτελούς cd. Πρόσθεσα κι άλλους των τριών ευρώ για να ισοφαρίσω τους ακριβότερους. Ζω στον δικό μου κόσμο, μη με παρεξηγείτε.

Για την ακρίβεια νιώθω μαγεμένος. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, ίσως να φταίει όλη αυτή η παγωμένη electronica, το φλύαρο funk, το βαρύ trip hop, το ανελέητο dance των τελευταίων χρόνων που μας απομακρύνει από τις πηγές της ζωής! Γράφω υπό την επήρρεια των αναθυμιάσεων ενός θερμού, νωχελικού κύματος φωνών και οργάνων (ως ηφαιστεικό υλικό) που διακόπτουν τη σιωπή επειδή έχουν κάτι να προσθέσουν στην Aπολογητική της αγάπης! Αφέλεια; Ούτε να το συζητάς. Αφελές το κέντρο της ζωής;


Σκέφτομαι ότι αυτό που κάνει συναρπαστική την ψυχεδέλεια εκτός των άλλων, είναι ότι εντός της συναιρούνται τα μεγαλύτερα μουσικά πειράματα της δεκαετίας του ’60 και ταυτοχρόνως αναδύεται ανάγλυφα το όραμά της: ο άνθρωπος ως ένα πεδίο διαρκούς διεύρυνσης. Είμαστε εδώ για να διαστελλόμαστε καθημερινά (μαζί με το σύμπαν), αλληλέγγυοι, δοτικοί, γενναιόδωροι. Οι αισθήσεις μας (που κοιμούνται) οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν σ’ αυτή τη διαδικασία αέναης μεταμόρφωσης. Προσφέρουμε ελεύθερα τον εαυτό μας για να τον εισπράξουμε κατόπιν πολλαπλασιασμένο, εμπλουτισμένο, ξαναγεννημένο.

Η περίφημη ελευθεριάζουσα αντίληψη για τις ερωτικές σχέσεις, ό,τι πρόχειρα ονομάσαμε σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 60, δεν ήταν παρά μια πράξη αυτοπαραίτησης απ’ τις κατακτητικές τάσεις του εγώ, μια διάρρηξη του κελύφους, μια βαθιά ηθική συμπεριφορά, μια ρομαντική στάση. Εξ’ ου και τη σάρωσε ο πραγματισμός που επιβλήθηκε αργότερα ως η ενδεδειγμένη πρακτική φιλοσοφία ζωής.( Ήτοι, το άλλο όνομα του φόβου απέναντι στην ελευθερία διαχείρισης της επιθυμίας.) Εξ ου, (επίσης) και μια εποχή σαν τη σημερινή, η οποία θεωρητικώς μπορεί να ανέχεται τις σεξουαλικές επιλογές του καθενός, δεν τις αντιλαμβάνεται όμως καθόλου ως μεταμορφωτικές της ζωής δυνάμεις, αλλά ως απλή, μηχανική στρόφιγγα εκτόνωσης του καταπιεσμένου ενστίκτου. Ποτέ ως όχημα μετάβασης σε άλλους γαλαξίες, ποτέ ως αίτημα συνάντησής μας στον κοινό χώρο της ερωτικής επιθυμίας. Γνωστά πράγματα, θα μου πεις .

Αλλά, πόση απόσταση μας χωρίζει πια, απ’ αυτήν την ευλογημένη (και καταραμένη) δεκαετία όπου συνέβησαν όλα. Ιδίως ανάμεσα στα 1965 και 70, σ’ αυτά τα πέντε χρονάκια που περιέχουν τον εμβληματικό Μάη του ’68 από τη μια πλευρά και την απάντηση του Woodstock (κυρίως ως εξαπλωμένο πλέον τρόπο του ζην) από την άλλη.
Πόσο έχει αλλάξει το βλέμμα όλων μας, μικρών και μεγάλων, καθώς ταξιδεύουμε συμπιεσμένοι σε μια καθημερινότητα χωρίς όνειρο. Πόση σημασία μπορεί να έχει πλέον η ατομική εξασφάλιση σ’ ένα περιβάλλον χωρίς υποψία μεταμορφωτικής δυναμικής, σ’ έναν κόσμο απομαγεμένο, με ένα άνθρωπο αποσυνάγωγο, όπου -καθώς λένε κι οι επιστήμονες- όλες οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν αφηγηθεί;

All the leaves are brown and the sky is gray/ I've been for a walk on a winter's day/
I'd be safe and warm if I was in L.A./California dreamin' on such a winter's day...



Κάτσε εσύ μετά και άλλαζε κινητό κάθε χρόνο. Και κάμερα να έχει πάνω του, τι κόσμο θα απαθανατίζει, βρε;