vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.5.05

Άμα

Άμα καταλάβετε τι σημαίνει το Όχι και ποιος πρέπει να πανηγυρίσει απόψε, μου λέτε κι εμένα.

27.5.05

Ασήμαντα ταξίδια

(του Αργύρη Χιόνη)

ΚΟΙΤΩ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ και λύπηση μεγάλη με καταλαμβάνει, στεγνά και κουρασμένα, όπως τα βλέπω, γεμάτα φλύκταινες και κάλους.
Πόσες φορές σε κάρβουνα πατήσανε, για μένα, αναμμένα, πόσες φορές, κλοτσώντας το βυθό, με γλίτωσαν απ’ τον πνιγμό και μ’ έφεραν ξανά στην επιφάνεια, και τι αποστάσεις, τι λαβύρινθους, ματαίως διανύσανε για να με οδηγήσουν στην ψυχή μου!
Όταν σημάνει η σάλπιγγα της Κρίσης και κριθώ, ας πάω ο μισός στην κόλαση που μου ταιριάζει κι ας πάνε τα φτωχά τα πόδια μου, επιτέλους, να περπατήσουν στη δροσιά, στο μαλακό γκαζόν του Παραδείσου.

Εσωτικά τοπία, ΝΕΦΕΛΗ 1991


*


ΜΙΚΡΑ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ, διαβόλια μάλλον, μου τραβούν τις νύχτες τα σεντόνια και, όταν δεν ξυπνώ, τραβούνε την ψυχή μου από τις άκρες, τα βλέφαρα μου ανοίγουν με το ζόρι. «Τι έκανες, τι έκανες, πες στη ζωή σου τι έκανες;», ρωτούν σχεδόν τραγουδιστά. «Έγραψα ποιήματα», απαντώ, πιστεύοντας πως φτάνει αυτό για να μ’ αφήσουν ήσυχο. «Χαρά στο πράγμα!», λένε, καγχάζοντας, τα πνεύματα, «Τα ποιήματα είναι πουλιά χωρίς φτερά, χωρίς λαλιά. Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» «Έχτισα ένα σπίτι», απαντώ, ελπίζοντας ότι αυτό θα τους φανεί σημαντικό και σοβαρό. «Χαρά στο πράγμα!», επιμένουν τα διαβόλια, «Όλος ο κόσμος έχει έναν τάφο. Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» «Φύτεψα δέντρα» λέω εγώ, και είμαι σίγουρος ότι τα’ αποστομόνω. Όμως αυτά, εκεί, «Χαρά στο πράγμα!»λένε, «Τα δέντρα είναι τόσο ασήμαντα ταξίδια! Από τη ρίζα ως την κορφή και πάλι πίσω…Μονότονα ταξίδια! Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» Τότε κι εγώ πεισμώνω και φωνάζω: «Έγραψα ποιήματα, έγραψα ποιήματα, ποιήματα σερνάμενα πουλιά, χωρίς λαλιά, ποιήματα ερπετά! Μόνον αυτό!»

Στο υπόγειο, ΝΕΦΕΛΗ 2004

24.5.05

Ανάμεσα σε δύο κόσμους


Δεν έχω, πραγματικά, γνώμη για τα έργα και τις ημέρες του ανθρώπου. Κοιτάζοντας όμως το πρόσωπο, συγκινούμαι, μέρες τώρα, από το βλέμμα του που στερεώνεται μπροστά κάπως μελαγχολικά αλλά δίχως αποχρώσεις ή σκιές , χωρίς δεύτερα και τρίτα επίπεδα ανάγνωσης, χωρίς Φρόυντ και Γάλλους, μόνο με καθαρή πίστη-εμπιστοσύνη στις αξίες που υπηρέτησε, συν κάποια τρυφερότητα που πρόσθεσαν τα χρόνια. Ο λόγος του, όσο τον θυμάμαι, ανακαλούσε την εποχή μιας άλλης καθαρότητας, εποχή που οι ιδέες ήταν αντικείμενα χειροπιαστά, σαν το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι. Τον φαντάζομαι σε ένα τέτοιο ξύλινο τραπέζι στο βουνό να κόβει ένα λάχανο στα τέσσερα, ύστερα στα οχτώ και να το μοιράζει στους συντρόφους. Μετά να πίνουν όλοι μαζί για να τους κάψει η ρακή, συγκινημένοι από το κοινό τους όραμα.

Η δική μου εποχή ήταν το ακριβώς αντίθετο. Καμιά σκέψη δεν είχε διάρκεια, κανένας αγώνας δεν ήταν εξαρχής δικαιωμένος, κανένας φόβος δεν ήταν για πέταμα. Στη μεταπολίτευση, η οργανωμένη κομματική δράση είχε ήδη συκοφαντηθεί από τις γελοιότητες της ανθρώπινης ματαιοδοξίας που προηγήθηκαν. Επειγόμασταν να συναντήσουμε τον βαθύτερό μας εαυτό που δεν εκφραζόταν στη σχηματοποίηση και απλοποίηση που προϋποθέτει κάθε πολιτική στράτευση- όχι πάντως χωρίς τύψεις για την αριστοκρατική μας συμπεριφορά. Πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν ξέρουμε ούτε τι ακριβώς θέλουμε ούτε πού θα το βρούμε. Έτσι μείναμε μετέωροι, δίβουλοι, και δίψυχοι, διαρκώς έφηβοι σε έναν κόσμο ενηλίκων που μας ρωτούσε πιεστικά το γνωστό: «εσύ δηλαδή, σύντροφε, τι προτείνεις;» Θεωρούσαμε εαυτούς, πάντως, από την εδώ πλευρά.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε να προτείνουμε πολλά πράγματα. Ίσως η στάση μας να υπερασπιζόταν, αδύναμα και με τον τρόπο της, τις απάτητες παραλίες της (τότε) Σερίφου, τη «γραμματική της ζωής» του αντιψυχίατρου Κούπερ και τα συνθήματα του Μάη (κυρίως λόγω της καταπιεσμένης μας libido). Όπως και να το δεις, κάπως φτωχός εξοπλισμός απέναντι στην ιδέα της στράτευσης στον αγώνα τον καλόν. (τελικά ίσως να ήταν απλώς ένα ζήτημα αισθητικής: απεχθανόμασταν τις ταβέρνες με τις κιθάρες και τα αντάρτικα- προτιμούσαμε την air-guitar μπροστά στους καθρέφτες)

Κοίτα όμως ένα παράξενο πράγμα. Ενώ ο μαρξισμός-λενινισμός, αυτή η εμβληματική ιδεολογία που χαρακτήρισε τον εικοστό αιώνα και μνημονεύεται στη διαθήκη του δυνατού και εν τέλει ταπεινού αυτού ανθρώπου αρχίζει να ξεθωριάζει με ταχύτητα, εκείνο «το να φραχτεί ο τάφος για να μην με ξεχώσουν τα αγρίμια» σαρώνει τις φλυαρίες των –ισμών και επιβάλλεται με την ανθρώπινη αλήθεια του. Κι εκείνο το «δεν θεωρώ σοβαρό να αφήσω πολιτικές ορμήνειες» πέρα από τη σοφία του, αφήνει, νομίζω, να διαφανεί και η ρωγμή, το ράγισμα των βεβαιοτήτων στο ιδεολογικό-ερμηνευτικό σχήμα ζωής που υπηρέτησε με τιμιότητα και συνέπεια τόσα χρόνια.

Άλλωστε, από πού να αντλήσει σήμερα βεβαιότητες και τι «ορμήνειες» να αφήσει σ’ ένα τόσο ρευστό σκηνικό, όπου ανά τριετία, παραλαμβάνεται νέο λεξικό εννοιών του θαυμαστού καινούριου κόσμου μας; (να δούμε πόσα –μετα θα αντέξει αυτό το μετα-μοντέρνο). Και με τι οίηση να προτείνει ένα μοντέλο διαρκούς ανάγνωσης των εποχών που έρχονται, όταν ως σίγουρη και μόνη σταθερά εμφανίζεται πλέον η αστάθεια και αβεβαιότητα;

Στην κηδεία του συναντήθηκαν όλοι, αποχαιρετώντας μαζί με τον άνθρωπο και το ιδιαίτερο ήθος ενός ολόκληρου, παλαιού κόσμου που δύει.
Τον αποχαιρετούμε κι εμείς, με συγκίνηση.

20.5.05

Φωτιές από μαράζι

ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΚΟΙΤΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΠ’ ΕΞΩ, σα να ’τανε διαβάτης, σαν περαστικός, κι αναρωτιέται πώς να είναι, άραγε η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Φαντάζεται φωνές και φωταψίες, γέλια και κλάματα, γέννες, θανάτους, γάμους κι άλλες γέννες κι άλλους θανάτους και ποτέ σιωπή όπως αυτή που τον κυκλώνει όταν είναι μες στο σπίτι, απόλυτη σιωπή, θάνατος των θανάτων, όταν είναι μες στο σπίτι και κοιτά απ’ το παράθυρο κι ούτ’ ένα δε διακρίνει διαβάτη να κοιτά το σπίτι απ’ έξω και ν’ αναρωτιέται πώς να ’ναι, άραγε, η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι, πώς νιώθει αυτός που, ακουμπισμένος στο παράθυρο καπνίζει μέσα στη σιωπή, καπνίζει απανωτά τσιγάρα σέρτικα, καπνίζει την ψυχή του.

***


ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ ΑΔΙΑΚΟΠΑ ΤΣΙΓΑΡΑ ρουφώντας σπίρτα αδιάκοπα, σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, φωτιές από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις, ονειρεύεται μια ποίηση ηφαίστειο, ένα λόγο ρέοντα ως πυρακτωμένη λάβα. Κάποτε, θα την πράξει αυτή την ποίηση, κάποτε…Στο μεταξύ, οι καύτρες των τσιγάρων τού καίνε τα σεντόνια και τα δάχτυλα.

Αργύρη Χιόνη, Ο ακίνητος δρομέας. ΝΕΦΕΛΗ, 1996

16.5.05

Exciter

Έρχεται ο καιρός που τα αστέρια παίρνουν την κατάλληλη θέση στο στερέωμα. Που τα χεράκια σου οδηγημένα από τους τεράστιους μαγνήτες του Δία σταματούν σ’ αυτόν και όχι σε κάποιον άλλον. Ω, μοίρα καλή, τύχη αγαθή, ώρα ευλογημένη. Τώρα είναι η στιγμή που, ώριμος πλέον για τα μεγάλα έργα, ανοίγεις να υποδεχτείς μεσάνυχτα τη νυχτερινή, λεπταίσθητη Πράξη των Depeche Mode. Ούτε φωνές, ούτε κιθάρες, ούτε τα έπη του Ομήρου που συνηθίζουνε. Μόνο κάτι ψίθυροι στο αυτί που λένε «μη σε νοιάζει» και «ησύχασε τώρα».


What the spirit seeks / The mind will follow / When the body speaks / All else is hollow. (Από το "When the body speaks")

Τι τραγούδι είναι αυτό, ωρές παιδιά. Βουλιάζω μαζί του την αυγούλα, βουλιάζω και το βράδυ. Νύχτα σιγαλιά και στήνει αυτί η πολυκατοικία. Μπράβο βρε thas, φωνάζουν από τον τέταρτο, επιτέλους, είχες ταλαιπωρηθεί και ξοδευτεί τόσο, τελευταία.

Ναι, απαντάω μισοκοιμισμένος, είχα ταλαιπωρηθεί και ξοδευτεί τόσο,...

13.5.05

My number one's

Υπάρχουν οι συγγραφείς. Υπάρχουν όμως και κάποια άλλα πρόσωπα, χωρίς τις περγαμηνές και την αχλύ των συγγραφέων (μπορεί να είναι μεγαλύτερες σνομπαρίες αυτοί- δεν το αποκλείουμε), τα κείμενα των οποίων έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα δραστικά ως προς της δημιουργία και διάχυση της κουλτούρας· αφενός γιατί η τροφοδοσία τους σε σκέψεις και προβληματισμούς είναι συνεχής μέσα στα χρόνια και αφετέρου γιατί απευθύνονται σε μεγάλες μάζες πληθυσμού μέσω των εντύπων που τους φιλοξενούν. Αν τους πούμε δημοσιογράφους μου φαίνεται ότι τους αδικούμε.

*

Έχω ακούσει, εγώ, ροκ, στη ζωή μου; Η αλήθεια είναι ότι, βασικά, έχω «ακούσει» τον Αργύρη Ζήλο. Δεν είναι ότι δεν αυτενέργησα και μερικές φορές. Κυρίως όμως κινήθηκα πάνω στις επιλογές αυτού του ιερού τέρατος, του οποίου οι «δίσκοι του μήνα» στον ΗΧΟ, διαμόρφωσαν τη βασική δισκοθήκη- άρα και τα μουσικά μου γούστα. Ποτέ όμως δεν κατάφερα να ευχαριστηθώ πραγματικά τις μουσικές προτάσεις του αφού τα κείμενά του εξέπεμπαν πολύ πλουσιότερα vibes από ό,τι οι θεοσκότεινες alternative επιλογές του- τουλάχιστον της μετά το ’80 περιόδου. Με τον Ζήλο, χαίρεσαι, βρε παιδί μου, να διαβάζεις ακόμα και για (ή κυρίως για) μουσικές που δεν σου πολυαρέσουν- τέτοια διαστροφή.
Σήμερα, μετά από μια διαδρομή 30 χρόνων στη δημοσιογραφία, ο ίδιος παραμένει βουτηγμένος στη μουσική, χωρίς κλειστές αντιλήψεις, σύνορα ή ταμπού. Η δισκοκριτική του σαρώνει μια περιοχή από το γκαράζ-μέταλ-πάνκ ή το ίντι-έθνικ-νταμπ (υποθέτω πως, δεν μπορεί, θα υπάρχουν και αυτές οι κατηγορίες) μέχρι τη hotel-restaurant music. Η ευαισθησία του και η οξύνοιά του παράγουν κείμενα απροσδόκητα και ευφάνταστα (αξέχαστη μου μένει π.χ. η δισκοκριτική της μιας λέξης κάποτε στο Αθηνόραμα: Michael Jackson, BAD: όντως! ). Δημιούργησε δική του σχολή στη γραφή, η οποία κάτω από το χιούμορ της, προπαγανδίζει σταθερά έναν κόσμο ευγενών αισθημάτων και καλού γούστου, που εκκινούν από το ροκ όραμα- μην το παίρνετε και κατάκαρδα, απλοποιούμε για να συνεννοηθούμε- αλλά ανατέμνουν και ερμηνεύουν αποκαλυπτικά ολόκληρη τη σύγχρονη μουσική βιομηχανία. Και όχι μόνο.

*


Πρόσφατα ο ίδιος είχε γράψει στη στήλη του ότι δεν βρίσκει σ’ εμάς, τους bloggers, τις αρετές που βρίσκουν άλλοι συνάδελφοί του, πλην κάποιας δροσιάς. Ίσως η προσέγγιση να μοιάζει στενόκαρδη αλλά τελικά τη βρίσκω δίκαιη και ακριβή, γιατί ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, εισήγαγε τη δημόσια εξομολόγηση (ως λογοτεχνική έκφραση) σε μια εποχή που οι συνάδελφοί του εκφράζονταν σαν καθηγητές γυμνασίου και εμείς, απλώς κουρεύαμε το γρασίδι. Το στυλ των άρθρων του στην Ελευθεροτυπία, τα editorial στο Ο1, στο Symbol και τώρα ξανά στην Ε. δεν μοιάζουν με τίποτα και με κανέναν. Οι λέξεις του, προϊόντα αγάπης στο λυρισμό, εστιάζουν συνήθως στο ευτελές και το ασήμαντο, στα b-sides της ζωής, αναγορεύοντάς τα σε σύμβολα ενός προσωπικού σύμπαντος, κατά τον τρόπο των ποιητών. Εντός του σύμπαντος αυτού, μια συνείδηση-νοσταλγός, διαρκώς αναχωρητική, κινείται ως κάμερα υψηλής ευκρίνειας, καταγράφοντας με λεπτότητα και ευαισθησία τις δονήσεις της από την επαφή της με τους ανθρώπους και τον κόσμο. Τα γραπτά του Σ.Τ. είναι καθαρή λογοτεχνία και ο χαρακτηρισμός «δημοσιογραφία» ακούγεται σχεδόν βρισιά για ένα τέτοιο αστραφτερό ταλέντο. Δεν επαναλαμβάνει γλωσσικά τον εαυτό του, παρότι κινείται για χρόνια στην ίδια περίπου θεματολογία και εντυπωσιάζει με τις τολμηρές ανασκαφές που επιχειρεί δημόσια σε όσα συνήθως οι υπόλοιποι αποσιωπούν από τον φόβο της έκθεσης. Εκείνος το κάνει πάντα με τις πλάτες μιας εκπληκτικής αίσθησης της γλώσσας που διαθέτει.

*


Θα συνεχίσουμε και με άλλα λαμπρά τέκνα της εγχώριας παραγωγής λόγου.

8.5.05

διασταυρώσεις

Ξανάβλεπα πρόσφατα τα «κουρέλια» του Νικολαΐδη, ταινία-σταθμός κυρίως για τη ροκ μυθολογία που έστησε στην εποχή της, αλλά και για τον απόηχο που άφησε στις επόμενες δεκαετίες. Υπέθετα μάλιστα ότι όλες αυτές οι στυλιζαρισμένες εξυπνάδες που μας έθρεψαν κάποτε θα κατέρρεαν σήμερα. Παραδόξως πώς, άντεξαν. Μοιάζει να τραγουδάνε ακόμα. Τι τραγούδι όμως λένε, θα σε γελάσω.
Σε κάποια σκηνή ο Βαλαβανίδης λέει το εξής: «Στα σαράντα αρχίζεις να ζεις συνέχεια με εκείνο τον παράξενο φόβο πως όταν στρίψεις σε μια γωνιά υπάρχει κίνδυνος να δεις τον εαυτό σου να ’ρχεται από το απέναντι πεζοδρόμιο να σε συναντήσει».
Περίεργος τύπος, τελικά, ο εαυτός σου. Δεν φτάνει που τον σέρνεις μια ζωή, ενδέχεται κάποτε να πέσεις και πάνω του, στον δρόμο.

*


Όχι ότι στα τριάντα σου βαδίζεις αμέριμνος. Απλώς μετά τα σαράντα αρχίζεις να φέρνεις, όλο και συχνότερα, στον τρελό του χωριού. Η ενδοσκόπηση γίνεται το αγαπημένο σου σπορ, η νοσταλγία το μόνιμο καταφύγιο και στο δεύτερο cutty sark αρχίζουν τα όργανα: γέλια, απρόσμενα δάκρυα, εκλάμψεις σοφίας, παραίτηση. Κάθεσαι στη μπάρα με τον κολλητό σου και ξαφνικά βλέπεις τον εαυτό σου να πηγαίνει προς την τουαλέτα. Μετά είσαι εσύ πάνω από τη λεκάνη και δευτερόλεπτα πριν το ηδονικό κατούρημα, κοιτάζοντας τη μάρκα στο καζανάκι, θυμάσαι, εντελώς αναίτια, το παιδικό σου ποδήλατο με τα αυτοκόλλητα. Τη διαδρομή δίπλα στη θάλασσα, καταμεσήμερο. Ένα καλαθάκι με τις πετονιές. Tη συμμαθήτρια Χάϊδω. Τα τσιγάρα του πατέρα σου.
Κατόπιν, όλο το υπόλοιπο βράδυ, απουσιάζεις. Η κουβέντα είναι για τους Ολυμπιακούς αλλά εσύ ακούς τα γέλια στην κουζίνα της Τ., το μακρινό ’85. Μιλάς για τις συναυλίες του φετινού καλοκαιριού αλλά απ’ τα μάτια σου περνάνε άλλες λέξεις, στίχοι και εικόνες που δεν προλαβαίνεις να αποκωδικοποιήσεις. Μοιάζεις παρών, αλλά το εκεί και το τότε, είναι πιο κοντά από το εδώ και τώρα. Γίνεται;

Στα σαράντα, γίνεται.

Τώρα το παιχνίδι αρχίζει να παίζεται με τους όρους εις βάρος σου. Τώρα ο αντίπαλος προχωρά με δυο ζάρια και εσύ με ένα. Ό,τι σε πόνεσε έρχεται ξανά στην επιφάνεια, επίμονα, βασανιστικά, σαν παλιό τραύμα στην αλλαγή του καιρού. Είσαι πλέον αυτό που είσαι και όχι αυτό που γύρευες (κούρασε και ο νομπελίστας με τη διαρκή τροφοδοσία του – ας είναι). Σου συγχωρήθηκε μέχρι εδώ η πολυτέλεια της σπατάλης, η φαντασίωση της διαρκούς μεγέθυνσης, τα καλοπιάσματα της ζωής. Τώρα όμως γίνεται ταμείο και τα κεντρικά φώτα ανάβουν. Οι ατμόσφαιρες διαλύονται, τα τσιγάρα στα μακριά δάχτυλα σβήνουν, τα κολονάτα ποτήρια πάνε στο νεροχύτη. Η ποίηση το ’σκασε και απέμεινε μόνος του ο ποιητής, δίχως να λάμπει γύρω του τίποτα. Ο αγώνας γίνεται πλέον για την επιβίωση, για σκέτο το ζην, το ευ αποκολλήθηκε σε μια προηγούμενη περίοδο.

Στα σαράντα σου λοιπόν, εσύ βρίσκεσαι κρυμμένος στα φυλλώματα και ο εαυτός σου, περνά σφυρίζοντας από απέναντι, φωταγωγημένος και ανυποψίαστος. Αν του ζητήσεις φωτιά θα σου προσφέρει ευχαρίστως, γιατί είναι σίγουρο πως νιώθει βαθιά συμπάθεια και αλληλεγγύη για κάτι κουρέλια σαν εσένα. Αποτελείς, μάλιστα κομμάτι της προσωπικής του μυθολογίας, μια άσαρκη ποιητική μονάδα προς αξιοποίηση. Είναι ακόμα άνοιξη, έρχονται μυρωδιές από τους κήπους και καθώς απομακρύνονται τα βήματά σας, δεν υπάρχει τίποτα και κανένας να κατηγορήσεις γι’ αυτή τη μελαγχολική σχάση του εγώ, γι’ αυτή την αναπόφευκτη διάσπαση ανάμεσα στο παρελθόν ως προσδοκία και το παρόν ως διάψευση.

*


(Βρέθηκα το Σαββατοκύριακο πάνω στην ξύλινη γέφυρα που κάποτε είχα βγάλει φωτογραφία τους δικούς μου. Τώρα ο καιρός ήταν βροχερός, από κάτω πέρναγε το ποτάμι λασπωμένο. Γύρω, τα μεγάλα πλατάνια. Ο πατέρας μου είχε σταθεί τότε να χαζεύει το νερό κάπως αφηρημένα. Χαιρόταν που ήμασταν όλοι μαζί αλλά νομίζω πως ήξερε βαθιά, ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Γι' αυτό και στη φωτογραφία με κοιτάζει με τρυφερότητα και συγκατάβαση, μελαγχολικός όπως πάντα, με το γαλάζιο κοντομάνικο πουκαμισάκι του. Μια άλλη άνοιξη, εφτά-οχτώ χρόνια πριν.)

5.5.05

κουρέλια

Ξανάβλεπα χθες τα «κουρέλια» του Νικολαΐδη, ταινία-σταθμός κυρίως για τη ροκ μυθολογία που έστησε στην εποχή της, αλλά και για τον απόηχο που άφησε στις επόμενες δεκαετίες. Υπέθετα μάλιστα ότι όλες αυτές οι στυλιζαρισμένες εξυπνάδες και οι ατάκες που μας έθρεψαν κάποτε, θα κατέρρεαν σήμερα. Παραδόξως πως, άντεξαν. Μοιάζε να τραγουδάνε ακόμα. Τι τραγούδι όμως λένε, θα σε γελάσω.

Σε κάποια σκηνή, ο Βαλαβανίδης λέει το εξής:
-Πρέπει κανείς να προσέχει γιατί μετά τα σαράντα ενδέχεται να δει τον εαυτό του να έρχεται βαδίζοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Παρότι συντάχθηκα συναισθηματικά μαζί του, επανήλθα αργότερα σκεπτόμενος τι από ό,τι φαντάστηκα εγώ περί του θέματος ισχύει και πώς αντιλαμβάνονται και άλλοι το περιεχόμενο της πρότασης. Πριν μεταφέρω λοιπόν τις σκέψεις που κάνω, είμαι περίεργος για τις δικές σας, όσοι νομίζετε ότι σας αφορά κάτι τέτοιο, ας είστε και δεκάξι χρονών. Ξεκομμένη, βέβαια, από το πλαίσιο της ταινίας η φράση είναι λιγάκι αμήχανη, αλλά δεν πειράζει, θα γεμίσετε τα κενά εσείς.

4.5.05

Αχ.

Όλα τριγύρω αλλάζουνε
κι όλα τα ίδια μένουν.

(μαλακία είναι;)