vita moderna

kisses, tears & psychodramas

22.4.08

Σε περίπτωση που δεν ακούσετε το τροπάριο της Κασσιανής απόψε...

και έχετε διάθεση για κατιτίς δυτικοστρεφές πλην ορθοδοξοτραφέν, εσωτερικόν, λεπταίσθητον και ευγενές, θα ήταν χαρά μας να προσφέρωμε άνθος (ευωδίας, πάντα, πνευματικής) από το ταπεινό κηπάριον μας.


Μια γεύση (κόψε-ράψε) από το τρίτο μέρος:


Πρόκειται για τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο στο πιάνο, ο οποίος δουλεύει εδώ με θέματα βυζαντινών ύμνων. (Περί Τσαμπρόπουλου , από συνάδελφο). Η Anja Lechner παίζει βιολοντσέλο. Οι τρεις συνθέσεις του προέρχονται από τον δίσκο της ECM Chants, Hymns and Dances, και παρεμβάλλονται σφήνα σε συνθέσεις του Gurdjief. (Να τι λένε κάποιοι ενθουσιώδεις Αμαζόνιοι.) Περισσότερα διαβάστε εκείθενε.



Τα τρία κομμάτια κατεβαίνουσι απ’ εδώθενε. (σε ανάλυση για χαϊεντάδες)

17.4.08

αντίο, αντί

Συνήθως έτσι γίνεται. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και έκτακτα δελτία ειδήσεων, η ιστορία επιμένει να γράφεται στις λεπτομέρειες, στις πίσω μας σελίδες. Mε ένα σύντομο και σεμνό σημείωμά του ο Χρήστος Παπουτσάκης, εκδότης για 34 χρόνια του περιοδικού Αντί, αποχαιρετά τον κόσμο που συμπορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια στην «περιπέτεια της έκδοσης» του περιοδικού. Δεν ήταν και λίγοι. Δεκάδες πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, συγγραφείς, κριτικοί, σκιτσογράφοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες και απλοί αναγνώστες συνδιαμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης. Για κάποιους δεν χάθηκε και τίποτα. Για κάποιους άλλους, μια ολόκληρη εποχή (και η ζωή που συνδέθηκε μαζί της) παίρνει τώρα ένα συμβολικό τέλος. Εννιακόσια και πλέον τεύχη μετά, ο κόσμος μας είναι ένας νέος πλανήτης.


Είχε προηγηθεί η περσινή εξοντωτική επιδίκαση των 80.000 ευρώ για ένα ελάχιστο σχόλιο συντάκτη του περιοδικού, απόφαση στηριγμένη στον γνωστό νόμο περί Τύπου που έχει γονατίσει πρόσωπα και επιχειρήσεις, γιγαντώνοντας παράλληλα τη βιομηχανία των αγωγών· στόχος του πολύ συμπαθητικού αυτού νόμου είναι όσοι γράφουν δημόσια να αποκτήσουν σιγά σιγά την κλινική διατύπωση του Θοδωρή Ρουσόπουλου, αν δεν τους βρίσκεται πρόχειρη βιλίτσα για πούλημα.

Συγκινούμαι με το κλείσιμο του περιοδικού αλλά δεν είμαι και ο αρμοδιότερος να μιλήσω γι’ αυτό. Ανήκω σε μια γενιά της μεταπολίτευσης, ή έστω κατηγορία ανθρώπων, που στην εφηβεία τους εγκολπώθηκαν αυτόματα την κριτική απέναντι στην συντεταγμένη κομματική δράση, υπέρ μιας αόριστης (και βολικής, σκέφτομαι) προσωπικής ελευθερίας. Περισσότερο από τη σοβαρούτσικη αρθρογραφία της ανανεωτικής αριστεράς, μας επηρέαζε τότε η λυτρωτική αίρεση του Λεωνίδα Χρηστάκη στο Ιδεοδρόμιο ή τα ροκ μανιφέστα των Αργύρη Ζήλου και Χρήστου Δασκαλόπουλου στον ΗΧΟ (Κάποτε πρέπει να γραφτεί η ιστορία των περιοδικών στην Ελλάδα και να αποτιμηθεί η βαθιά επίδρασή τους στις νεανικές κουλτούρες).

Αλλά εκτός από μια συστηματική αριστερή αρθρογραφία, η έκδοση του Αντί στο σύνολό της μοιάζει σήμερα σαν μια μεγάλη και πολύτιμη συζήτηση για την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό, που άνοιξε με τη μεταπολίτευση και ενέπλεξε σε μια δημιουργική αναζήτηση ταυτότητας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Καθρέφτισε τη σύγχρονη ιστορία του τόπου, πολιτική και πολιτιστική, τις αγωνίες, τους ενθουσιασμούς, τις παλινωδίες, τον ευγενή στοχασμό αλλά και τον φανατισμό, το βηματισμό εν τέλει μιας κοινωνίας προς την ενηλικίωσή της. Περίεργο. Λέω ενηλικίωση αλλά δεν σκέφτομαι ακριβώς ωριμότητα, όσο μια ουδέτερη περιοχή κατευνασμένων πολιτικών παθών, πραγματισμού και ιδιώτευσης.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η μεγάλη συζήτηση είχε ήδη ολοκληρωθεί πολύ πριν το κλείσιμο του περιοδικού. Αν ως κοινωνία έχουμε αναστείλει το πάθος των πολιτικών ή άλλων θεωρητικών αναζητήσεων υπέρ μιας ρεαλιστικής οπτικής του αποτελέσματος, όπου οι αντίπαλοι στρατοί μετρώντας εαυτούς και αλλήλους, έχουν αποσυρθεί κουρασμένοι στα στρατόπεδά τους. Ακόμα και η πρόσφατη διαμάχη περί ελληνικότητας μοιάζει με νεκρανάσταση, μια τεχνητά ξαναζεσταμένη θεματολογία όπου προσωπικές στοχεύσεις και τακτικισμοί πλέκονται με προαιώνια ερωτήματα περί του εθνικού και του παγκόσμιου. Το κοινό στις κερκίδες ξεφλουδίζει τον πασατέμπο του. Κάτι άλλο μαγνητίζει αόριστα τη σκέψη μας- πάντως όχι ο Σεφέρης και η γενιά του 30.

Υπάρχει ευτυχώς το διαδίκτυο, αυτό το αναντικατάστατο δώρο των σύγχρονων καιρών, ένα τρομερό βήμα ελευθερίας για όλους. Μάλιστα μια ομάδα φίλων και συνεργατών του περιοδικού συνεχίζει την προσπάθεια εκεί. Το πρόβλημα είναι ότι το μέσο, χαοτικό από τη φύση του, ευνοεί τον κερματισμό και τη διάσπαση, και παρότι αφήνει τις φωνές να ταξιδέψουν ελεύθερα –ποτάμια και παραπόταμοι που κυλάνε ασταμάτητα– δεν συγκεντρώνει την ενέργεια σε μια συνεκτική πρόταση με ενιαία αισθητική και ήθος. Τα μοναδικά τεύχη-αφιερώματα του περιοδικού, ας πούμε, δεν (ξανα)στήνονται στο δίκτυο.

Δυστυχώς κανείς δεν ξέρει πόσο εκτιμά ή αγαπάει κάποια πράγματα πριν να τα χάσει.
Λεπτομέρειες και δευτερεύοντα στοιχεία παίρνουν άλλες διαστάσεις στην απώλεια. Το χαρτί της έκδοσης (τσιγαρόχαρτο θα το λεγες), τα πυκνογραμμένα αυτά κείμενα σε στήλες, η απουσία χρώματος, ακόμα και η παλιομοδίτικη αισθητική του, λειτουργούσαν λιγάκι σαν αντιστάθμισμα στην τάση μας να καταπίνουμε την πρόοδο με τα φλούδια της και τα κουκούτσια της, που λέει και ο νομπελίστας.

Τα τελευταία χρόνια το περιοδικό δεχόταν κριτική για την αδυναμία του να μιλήσει με σύγχρονους όρους για μια κοινωνία που αλλάζει ταχύτατα, να επανατροφοδοτήσει δημιουργικά τη συζήτηση περί συντήρησης και προόδου. Παρ’ ότι κι εγώ τελευταία σπανίως το αγόραζα, μ’ άρεσε να το βλέπω έτσι κρεμασμένο ανάμεσα σε εκδοτικά μεγαθήρια, ευγενικό, αυτόνομο και κάπως μελαγχολικό απόσπασμα ενός κόσμου στη δύση του. Υποθέτω πως για πολλούς από μας λειτουργούσε κατευναστικά η ιδέα ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσες να επιστρέψεις σε μια περιοχή με παρελθούσες αξίες, «να βάλεις το τεύχος κάτω από το μαξιλάρι» όπως σημειώνει παλιός αναγνώστης—λιγάκι, φαντάζομαι, σαν φυλαχτό ή σαν φετίχ μιας χαμένης νεότητας.

Μιλάω ήδη από τη μεριά της νοσταλγίας- πράγμα συνήθως άχρηστο και αναποτελεσματικό. Είναι σίγουρο πως οι εκδόσεις δεν συντηρούνται ούτε με το βάρος του ονόματός τους ούτε με τις ευχές όλων μας για μακροημέρευση- ιδίως σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αλλά είναι αδύνατον να μη σκεφτεί κανείς ότι είναι άδικο μέσα στην ευημερούσα ευτέλεια και τον επιπλέοντα κιτρινισμό των ημερών, ένα περιοδικό του μεγέθους και της ιστορίας του Αντί να βάζει λουκέτο. Κρίμα.

(Ευχαριστούμε κι εμείς τον Χρ. Παπουτσάκη για τη διαδρομή και του ευχόμαστε καλή δύναμη στην περιπέτεια της υγείας του.)

Athens Voice, 17-04-2008

4.4.08

της Παρασκευής

Οι κυρίες του μυαλού


ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ

Μαύρα βάψ’τα μαύρα
κάτω πέσε κάτω
κλάψε αναστέναξε
πάτο πιάσε πάτο.

Της ζωής το πιάτο
άδειασε πια άδειασε
μαύρο είδες γάτο
που μπροστά σου πέρασε.

Άστο τώρα άστο
κάθισε και γέρασε.

*

ΕΛΠΙΔΑ

Κι αν ο γάτος ήταν άσπρος
κι είχε το πιατάκι γάλα;
κι αν στον πάτο είναι κρυμμένη
μες στην τελευταία στάλα
μια καινούρια αρχή;

Κι αν τα βάψω θαλασσί
με μια ρίγα λουλακί;
Κι αν γεράσω και μ’ αρέσει;
Ποιος θα μας το πει; Εσύ;

*

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Δεν ξέρω, ίσως, ναι, μπορεί…
Έχει τρύπες το τυρί;
Ξημερώνει ή νυχτώνει
και το τέλος μου ζυγώνει;
Στου μυαλού μου το βαγόνι
έπιασε βροχή.

Μπορεί ακόμα μπορεί
να έχω πια τρελαθεί
και τότε ποιος θα ρωτήσει
να μάθει ποτέ; Το γατί;

Ίσως πάλι, ναι, μπορεί
να ’χεις τρελαθεί εσύ
που πιστεύεις παραμύθια
σινεμά χωρίς οθόνη
πιάσε λίγο το τιμόνι
ψάξε να 'βρεις την αλήθεια.

*

ΑΛΗΘΕΙΑ

Ψάξε ψάξε δεν θα με βρεις
ήμουνα πάντα εδώ
κρυμμένη στο βυθό
στο δώσανε το γράμμα
μα τ’ άφησες κλειστό.

Τρέξε τρέξε θα κουραστείς
θα πέσεις στον γκρεμό
με ψάχνεις στην Ασία
κι ήμουν στο Δομοκό.
Με ψάχνεις στην Ευρώπη
στριφογυρνάς σαν τόπι
για κάτσε ένα λεπτό
ήμουνα πάντα εδώ.

Σταμάτα να με ψάχνεις
και θα φανερωθώ.
Άσε τις εξυπνάδες
γίνε χαζό μωρό.
Στην κούνια σου κουνήσου
στον ίσκιο του μυαλού
δεν είμαι εκεί που ξέρεις
αλλά εντελώς αλλού.


Όλια Λαζαρίδου, Ο Καρδιά και ο Χωρίς Καρδιά / οι κυρίες του μυαλού, ΕΣΤΙΑ 2006
Εικόνες: της ίδιας.
Κριτική παρουσίαση: Κωστής Παπαγιώργης.

3.4.08

της Πέμπτης

Οι φρακασάνες

Καθώς γύριζα από το σχολείο εκείνο το μεσημέρι, έπιασε ξαφνικά μια μπόρα και έγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα να ακολουθήσω τον συνηθισμένο μου δρόμο κάτω από τις μεγάλες πεύκες και έτσι πήρα την γυμνή δημοσιά, που καταλήγει στο χωριό. Στο χτήμα έφτασα την ώρα που έβγαινε πάλι ο ήλιος, και μπήκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω από το μεγάλο πορτόνι με τις βρεμένες ροδοδάφνες. Στο περιβόλι όλα ήταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα και καταπράσινα, οι αχλαδιές είχαν ακόμα μερικά άνθη, στα φύλλα τους κρατούσαν χοντρές σταγόνες της βροχής που γυάλιζαν σαν χάντρες. Η τελευταία βροχή της χρονιάς, σκέφτηκα. Τότε είδα την Ελένη. Έβγαινε από τον κήπο κρατώντας στο χέρι ένα μεγάλο άσπρο τριαντάφυλλο. Ερχόταν προς το μέρος μου αργά, ο ήλιος στεφάνωνε τα μαλλιά της, κάτω από τη μαύρη ποδιά της πρόβαλαν δυο ολοστρόγγυλα βυζιά.

Εδώ η συνέχεια



2.4.08

της Τετάρτης

Ζωή

Έτσι μ’ αρέσει, τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν ελεύθερα, σμήνος αποδημητικά πουλιά. Μυρίζει ταξίδι. Τρέχω όπως άλλοτε, χωρίς κράνος στη Μεσογείων. Μπαίνω σφαίρα στην καρδιά της Αθήνας αφήνοντας πίσω τους άρρωστους που παλεύουν για μια αναπνοή στα μπαλκόνια των νοσοκομείων. Πριν τέσσερις μήνες κλείσαμε το διαμέρισμα στη Σουηδίας. Η Θεανώ και η Ευρύκλεια ζωντάνεψαν το εγκαταλειμμένο πέτρινο σπίτι της Φιλοθέης, για να είμαι πιο κοντά στο ΥΓΕΙΑ. Άνθισαν τα παρτέρια με πορτοκαλιά και κίτρινα λουλούδια τις ενενήντα μέρες της θεραπείας με κοβάλτιο.
(…)
Ο Σιρούν ξέρει για τα ταξίδια που έκανα ακίνητη, στον πυρετό της σκόνης, στους πυρετούς του θερμόμετρου, μήνες σαν χρόνια κάτω από τις κουβέρτες. Μαζί κατεβαίναμε στο υπόγειο με τους καθρέφτες, όσο κρατούσα ομήρους στη φυλακή της ζήλειας μου τον Κυριάκο και την Κλείτα. Ανεβαίναμε τις σκαλωσιές μέχρι να φτάσουμε σε έναν ουρανό γεμάτο καρφιά. Από εκεί, από ψηλά και μακριά, είχα δει τον Κυριάκο χαμένο στο Μεταγωγών να θυμάται, για να μην του στρίψει, ένα ζευγάρι ασημένια πέδιλα που φορούσα και του άρεσαν. Την άλλη μέρα τα χάρισα στην Κλείτα.

Μαρία Μήτσορα, ο ήλιος δύω, Οδυσσέας 1996.



1.4.08

της Τρίτης

Το σύνδρομο του Balint

(…)Ταξίδεψα νύχτα το άγρυπνο σώμα μου. Κουντρούσε πάνω στο χρόνο και πονούσα. Γιατί εγώ έχω την αργή την ακίνητη. Και τη νησιωτική απάθεια του ήλιου. Όπως τον ήλιο τίποτα δεν με φωτίζει. Όπως ο ήλιος ανεβαίνω μακρυά και μακρυά χάνομαι όταν χάνεται. Έφτασα πρωί στις ένδεκα. Με τσιριχτές χαρές με υποδέχτηκε στον δρόμο η γερόντισσα αδελφή της μητέρας μου. Αγαθή μου θεία ζούσε με τη μητέρα μου και την φρόντιζε. Μάνα και ψυχοκόρη της την επερνούσε είκοσι χρόνια γιατί ήταν από πρώτο γάμο. Την έλεγαν η Ρίκω γιατί ο πατέρας της είχε από τη μάνα της ένα αγόρι πριν γεννηθεί αυτή. Το έλεγαν Ερρίκο και πέθανε. Η μητέρα της μητέρας μου η δεύτερη γυναίκα πέθανε λίγες μέρες μετά τη μοναδική της γέννα. Δεκαοχτώ χρονών πέθανε πέντε μέρες μετά που γέννησε τη μητέρα μου. Επέθανε από τα μάτια της. Δεν ξανάκουσα να πεθαίνουν από αρρώστεια ματιών. Μια άγνωστη αρρώστεια ματιών υπήρχε στην οικογένεια. Η γλυκειά Ρίκω ήταν κιόλας τυφλή από τα τριάντα της. Εκοίταζε πάντα προς το ίδιο πλάϊ. Όσο γίνεται πιο άκρια χωρίς να βλέπει. Ήταν ευδιάθετη πάντα κι εύσπλαγχνη γυναίκα. Με έναν πονηρό ενθουσιασμό έλεγε βλέπω πάντα προς τα εκεί γιατί από εκεί θα ξαναμπεί ξαφνικά στο δωμάτιο η Βαρβάρα. Είναι η πιο αγαπημένη μου εξαδέλφη. Εβάφαμε η μια της άλλης τα χειλάκια. (…)

Γιώργος Χειμωνάς, Τα ταξίδια μου, Κέδρος 1984




[Ζωή είναι οι άλλοι και όταν οι άλλοι γυρνάν και σε κοιτούν. Ζωή είναι όταν οι άλλοι σ' αγγίζουν*]



* Aπόδοση αποσπάσματος από το "Μυθιστόρημα"(1966)του Γ.Χ. στη Μικέλα Χαρτουλάρη (από το αφιέρωμα του Οδός Πανός). Ο Γ.Χ. χαρακτηρίζει τη φράση του Σαρτρ "η κόλαση είναι οι άλλοι" σαν μελοδραματική απελπισία. Στο ίδιο τεύχος ο Αλέξης Σταμάτης γράφει: "Θυμάμαι το βιβλίο. Ήταν το Μυθιστόρημα. Το έχω ακόμα όπως υπάρχει ακόμα, στο ίδιο σημείο στη σελίδα 8, εννιά σειρές πριν από το τέλος η υπογραμμισμένη φράση της εφηβείας: γιατί ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ'ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων."