vita moderna

kisses, tears & psychodramas

27.4.07

Τα παντοφλάκια της γραφής.

Τα τραγούδια είναι καλό να σου τα μάθουν οι παρέες. Όπως είναι πολύ καλό- ψυχοσωτήριο στην κυριολεξία- να συναναστραφείς συντροφιές που πίνουν και τραγουδάνε- κάτι που, όσο περνάνε τα χρόνια, στην πρωτεύουσα σπανίζει.(…)
Όσοι ευεργετήθηκαν στους κόλπους μιας συντροφιάς που συχνά πυκνά τα πίνει και ύστερα το ρίχνει ψυχαναγκαστικά στο τραγούδι, ξέρουν ότι στις πιο διαφορετικές διαθέσεις, σαν σύντομο δράμα που ξεμυαλίζει την μεθυσμένη καρδιά, το τραγούδι σε πάει μακριά, αλλά πάντα στα βάθη του ψυχισμού σου. Καθώς οι στίχοι επανέρχονται άφθαρτοι, αρκεί ένα δεν ξαναπέφτω στην αγκαλιά σου, για να συνδεθείς ως δια μαγείας με το γνωστό απόθεμα μελαγχολίας που σέρνει ο καθένας: το παρελθόν.

Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως την βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης; Τραγουδάς και γίνεσαι. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστικά των τραγουδιών, αυτών που- λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, αδιάφορο- προξένεψαν ανεπαίσθητα την καρδιά μας με την βαθύτητα μιας αμετάδοτης ιθαγένειας. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στον χρόνο, στο τραγούδι- τέχνη του έρωτα και του χρόνου- εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. Έτσι δένονται τα αόρατα νήματα πάνω από τα κεφάλια των μεθυσμένων και διανεύουν σκιές χαμένων γύρω τους.

Κωστής Παπαγιώργης, από τη μονογραφία του για τον X. Βακαλόπουλο «Γεια σου Ασημάκη», εκδ. Καστανιώτη



Είναι μισή σελίδα μόνο από τις εκατοντάδες που έχει γράψει αυτός ο οξυδερκής άνθρωπος, σελίδες γεμάτες σπάνιες, ευφυείς παρατηρήσεις και σχόλια περί του παντός. Το μοναδικό της περίπτωσής του (πέραν της αστείρευτης ευρυμάθειάς του) είναι η ικανότητά του να εντοπίζει το ουσιώδες μιας καθημερινότητας της οποίας όλοι είμαστε μέτοχοι αλλά αδυνατούμε να της αποσπάσουμε, όπως εκείνος, τις ιδιαίτερες ποιότητές της. Δεν είναι μόνο ότι στήνει μπροστά σου την εικόνα, αλλά ότι η (γνωστή) εικόνα αποκτά νέα ευκρίνεια και βάθος. Μπορεί να γυρίζεις ατέρμονα γύρω από το θέμα, να αναρωτιέσαι φερ’ ειπείν πώς επενεργεί το τραγούδι στους ανθρώπους και τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπεις στα μάτια τους- εκείνος το έχει ήδη σημειώσει:
Ποτέ δεν είδα έναν άνθρωπο να τραγουδά και να μην κερδίζει -έστω και για μια φευγαλέα στιγμή -μια βαθύτητα μελετώντας τον πόνο.


*


Αλλά δεν ήταν το τραγούδι το θέμα μου, ούτε ο Παπαγιώργης- τον χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα πετυχημένης, για χρόνια, γραφής. Βρήκα δυο τρεις φίλους χτες στην απονομή των λογοτεχνικών βραβείων του Διαβάζω – πολύ χάρηκα για τη βράβευση της Λένας Κιτσοπούλου. Οι δικοί μου λοιπόν, με την ευφορία των κερασμένων ουΐσκυ και της περιρέουσας, περί γραφής, ατμόσφαιρας, επανέρχονταν στη διάρκεια της βραδιάς σ’ αυτό που ξέρω καλά από πρώτο χέρι: ότι τον τελευταίο καιρό δεν γράφω. Γιατί δεν γράφω; (Γίναμε κι εμείς αστέρες, κάτσε καλά).

Συνήθως απαντάω με μισόλογα και υπεκφυγές. Μου έρχεται στο νου η ατάκα παλαίμαχου ηθοποιού ο οποίος, σε όσους τον πείραζαν λέγοντάς του βρε συ, πώς γέρασες έτσι, απαντούσε: δεν το ’κανα επίτηδες.

Πρώτα πρώτα ζηλεύω όσους γράφουν με γρήγορο ρυθμό και up tempo. Το ταλέντο δεν συνίσταται στη μία και μόνη έκλαμψη σοφίας ή στην κατάθεση της προσωπικής αλήθειας η οποία, υπό μορφή αδιαμεσολάβητης εκμυστήρευσης θα αποσβολώσει τους πάντες με την ειλικρίνειά της (με τον κίνδυνο για τον άδολο καταθέτη να αδειάσει τη δεξαμενή του βιώματος-τροφοδότη του, δια παντός). Ο καθένας, αν πιεστεί, μπορεί να αφήσει πίσω του μερικές σελίδες πυκνής και ουσιαστικής βιογραφίας- στη συνέχεια όμως τι γίνεται; Η διαρκής δημόσια απεύθυνση του (πετυχημένου) μπλόγκερ, του δημοσιογράφου και κυρίως του συγγραφέα, κρύβει έναν ετοιμοπόλεμο μαχητή παντός καιρού, έναν υπερευαίσθητο άρπαγα της εικόνας, έναν ρέκτη της παρατήρησης* που καταφέρνει να μπαινοβγαίνει από τη ζωή στο στοχασμό της, όπως κανείς στα δωμάτια του σπιτιού του. Συλλέγεις με ευαισθησία, αλλά, γράφεις, λένε, μόνο με ψυχρό αίμα.

Αυτό δεν είναι κακό. Όταν ο Δ.Φιρφιρής βγήκε υπερήλικας από το Όρος για να ηχογραφήσει το ιδιότυπο μουρμουρητό του στο στούντιο, δεν είχε μπροστά του αναμμένα κεριά αλλά καλώδια και μαγνητόφωνα. Η ερμηνεία του δεν είχε ανάγκη τον χώρο ή την ατμόσφαιρα- ο τρόπος αυτής της ερμηνείας (ως κατακτημένο ήθος) τον συνόδευε πλέον παντού. Απ’ αυτό το πλεόνασμα ύφους και ήθους γράφει ο συγγραφέας, χωρίς να πρέπει να γίνεται κουρέλι κάθε φορά που βυθίζεται στον εαυτό του. Είναι μια δουλειά κι αυτή- ή σχεδόν τέτοια, πάντως με τα ωράρια και τους κανόνες της. Ακόμα και ειδικά παντοφλάκια γραφής για το σπίτι, είναι χρήσιμα.

Αλλά αυτά δεν αφορούν εμάς τους ερασιτέχνες. Σ’εμάς δεν εδόθη η χάρις της θείας μανίας. Προχωράμε κουτσά και πολύ στραβά, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψουμε το σκάφος. Καθόλου δεν το θέλαμε, μας βρήκε ο καιρός μεσοπέλαγα. (μέλο-ντράμα / τρρρρρρ παμ παμ παμ.)

(Αστειότητες. Και να φύγει κανείς από το μπλογκ του, δεν έχει πού να πάει. Το πολύ μέχρι το κρεβάτι, και πάλι πίσω. Άντε καληνύχτα, παίδες εν καμίνω. Εδώ θα βράσουμε, όλοι μαζί, στο ζουμί μας.)

------
*έκφραση του Παπαγιώργη.

11.4.07

Ομορφιές.

Ω ρε μάγκα μου Πάσχα που περάσαμε και φέτος. Λούφαξαν οι ξενοκίνητοι στρατοί των διανοουμένων βλέποντας τις λαοθάλασσες- κάθε προσπάθεια αφελληνισμού έπεσε στο κενό. Από χωρίου εις χωρίον και από ρουκέτας εις ρουκέταν το μήνυμα μετεδόθη στο πιτς φυτίλι. Είδαν οι ξένοι τo ελλήνων Πάσχα και εξεθαμβήθησαν. ( Suzanna dear, I send you an epitafios handmade mobile-video. These melancholic melodies like bolero of Ravel and those beautiful soldiers/ proskopoi / horofylάkoi/ plus hundrends of celebrities following, took my heart. You should see bishop Christodoulos to straftalize with grace. I should also mention that kokoretsi is not forbitten here!)

*


Εγώ, προσωπικά, μιλώντας για μένα τον ίδιο, πέρασα συγκλονιστικά. Σκάνε ακόμα μέσα μου τα βεγγαλικά της ευτυχίας. Τα λόγια είναι φτωχά, ίσως να πρέπει να μιλήσω με τα χρώματα του ουράνιου τόξου και πάλι περιορίζομαι. Ίσως με τη σκάλα της dulux ή της αμερικάνικης moore paints που διαθέτει έξι βερνίκια. Και με ήχους να προσπαθήσω, πάλι δεν με καλύπτουν οι οκτάβες. Κάθε ημέρα μου ήταν ένα εκτεταμένο Koln Consert παιγμένο τσάμικο.

*


Να. Θα ανοίξει τώρα να μας διαβάσει η κατεστημένη δημοσιογραφία και θα μας κατηγορήσει ότι κάθε μπουκιά που τρώμε την κάνουμε ποστ. Μετά από τη ζήλια της θα στάξει φαρμάκι γιατί δεν αντέχεται τόση ευτυχία του μέσου μπλόγκερ, φτιαγμένη μάλιστα με τόσο ταπεινά υλικά. Φάτε πιέτε μωρ’ αδέρφια κι εσείς, Πάσχα είναι. Λευτεριά σε κάθε σκλαβωμένη πένα.

Εμένα βέβαια, έτσι και με πλησιάσει διανοούμενος (ή και προσκυνημένος δημοσιογράφος που ανήκει σ' αυτούς) την ώρα που ψήνω τον οβελία, μπορώ να τον σουβλίσω και να τον ψήσω παραδίπλα, στη σκάφη με το κοκκορέτσι. Αυτοί όλοι θα θέλανε αντί για οβελία να σουβλίζουμε ραδίκια, να πίνουμε dry martini και να ξεφαντώνουμε με Bill Evans. Έ, όχι. Όσο ζω και αναπνέω θα υπερασπίζομαι το ορθόδοξο δικαίωμα στα τρία καφάσια πράσινες.

*


Με τέτοια ψυχική πληρότητα τι ποστ να γράψω, με καταλαβαίνετε. Φλυαρώ (και παρασιτώ σε σχέση με τα θεσμοθετημένα ΜΜΕ) γιατί πέρασα φανταστικά. Τσικνίστηκα τόσο που έπεσα σε τρανς. Θυμήθηκα μάλιστα τις συμβουλές της Ροδιάς που επιμελείται το ύφος μου και αποφάσισα να τσαλακώσω την εικόνα μου μπροστά στους φίλους. (Οι φίλοι μου με υπολήπτονται ως μπλόγκερ, σαν άνθρωπο με έχουν χεσμένο). Άρχισα έτσι να κυνηγάω τη γυναίκα του Λευτέρη να την ταΐσω τραγανιστές πετσούλες μήπως η χοληστερίνη της ανεβάσει τη λίμπιντο και γείρουμε στα μεστωμένα στάχυα. Είναι κρίμα που δεν έχουν όλοι οι λαοί τέτοιον λελογισμένο παγανισμό και ξεφαντώνουν εική και ως έτυχε. Τι να λέμε τώρα, κανένας δεν πιάνει τον έλληνα όταν μερακλώνει.

Η φύση ήταν στην πιο καλή της ώρα και φόρτωσα τις μπαταρίες μου με ζωογόνα ενέργεια και άλλα πανέμορφα κλισέ του τόπου μας. Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να ξεχάσω. Υπάρχει αυτό το αμετάδοτο της εμπειρίας, που με εμποδίζει να επικοινωνήσω μαζί σας. Γι’ αυτό και σταματάω εδώ, ελπίζοντας να συνέλθω από το μούδιασμα της ηδονής και να γράψω επιτέλους ένα ποστ γεμάτο μελαγχολία, ποίηση και μυριστικά εντομάκια, όπου θα καθρεφτίσω δημιουργικά την αλήθεια του προσώπου μου (και όχι αυτό το παρδαλό, ελλιποβαρές μειράκιον που με υποσκάπτει). Δεν αργώ.


Lefteri's wife at last, under the influence of roast lamp (petsoula carbonized).

4.4.07

δάνεια Μ. Τετάρτης.

1. Ένα σχόλιο της (άγνωστής μου) Χαράς, στο μπλογκ www.prosopa.com, με συγκίνησε με τη διεισδυτική και μελαγχολική του ανάγνωση στη "δική μας" επαρχία και το κλίμα των ημερών.

Καλημέρα σας από τη Σπάρτη
Ήρθαμε να ψωνίσουμε, σας μιλάω από ένα ίντερνετ καφέ σχεδόν απέναντι από τη μητρόπολη, τον Όσιο Νίκωνα τον “Μετανοείτε”, που ήρθε εκεί γύρω στο έτος 1000 να εκχριστιανίσει επιτέλους τους ατίθασους συμπατριώτες μου. Και τον τιμάμε με μια εκκλησία που αποτελεί μνημείο κακού γούστου, για να μην πω και αρχοντοχωριατιάς.
Εδώ είμαστε αυτό που λέει ο Σαββόπουλος :

άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία,
το κάθετι μισοχωμένο μες στη γη.
Όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός,
δως μου τα λόγια επιτέλους, να μην είμαι μοναχός
.

Το απόγευμα μόνο οι γιαγιάδες θα πάνε στην εκκλησία. Στο χωριό μου, βέβαια, δεν έχουμε παπά και δε θα έχουμε μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Ούτε θα πολυνηστεύουμε ούτε και μας πολυνοιάζει. Καλώς ήρθατε στον κόσμο μας!
Μόνο που θα είμαστε λίγο πιο συμμαζεμένοι, λίγο πιο ντροπαλοί, θα σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω, και θα ελπίζουμε. Και δεν θα τολμάμε, όλοι την εβδομάδα, να σηκώσουμε τα μάτια μας στον ουρανό, μέσα στην αναξιότητα μας.
Καταλαβαίνετε γιατί εύχομαι σε σας να μην απογοητευτεί κανένας.
Καλή Μεγάλη Εβδομάδα και από μας.

*


2.Οι πασχαλινές ευχές του Αθήναιου (προς πολλούς αποδέκτες) συνοδεύονταν απ' αυτή την ωραία καρτούλα


*


3.Έξω από τις συνήθεις προτιμήσεις μου η Φαραντούρη, εδώ τραγουδάει Κυπουργό, από το δίσκο Τα μυστικά του κήπου (μουσική για παιδιές θεατρικές παραστάσεις) και κάπως μου κάθεται με την ημέρα:

Πουπουλένια σύννεφα
Στίχοι: Θωμάς Μοσχόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου

Ποιος τινάζει φτερωτά παπλώματα
Και στη γη πέφτουν νιφάδες;
T’ ουρανού ποιος πλένει τα πατώματα
Και γεμίζουν σαπουνάδες;

Κετεβασιά: Πουπουλένια Σύννεφα.

*


"Ούτε θα πολυνηστεύουμε, ούτε και μας πολυνοιάζει".
Ακριβώς. Και πάλι όχι.

3.4.07

τόσο μακριά, τόσο κοντά


Γεννήθηκε σε ένα χωριό ανθρακωρύχων, νοτιανατολικά του Πίτσμπουργκ (πληθυσμός 800 άνθρωποι). Ξεκίνησε το πιάνο στα τέσσερα και στο γυμνάσιο ήταν ήδη σολίστας, παίζοντας επιπλέον μπάσο και βιμπράφωνο. Ένας μεγαλύτερος αδερφός του τον έφερε μετά το σχολείο στην ανατολική ακτή, σε μια θεία τους. Σκόπευε να μείνει λίγους μήνες. Με τον Oskar Pettiford και τον Vido Musso έφτιαξε το πρώτο τρίο στο Σαν Φραντζίσκο. Ύστερα βρέθηκε στο Λος Άντζελες να παίζει με τους «μεγάλους».

Αργότερα συνάντησε τον Paul Chambers και τον Philly Joe Jones για τους οποίους μιλάει με αγάπη και θαυμασμό. Ο Joe παίζει «όλα» τα ντραμς, λέει o Sonny Clark. «Συνήθως, όταν ένας ντράμερ προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο κολλάει και το αποτέλεσμα δεν έχει νόημα. Ο Joe είναι διαφορετικός. Έχει μουσική αντίληψη και ακούει ό,τι παίζουν οι υπόλοιποι. Συμμετέχει στην προσπάθεια και σε εμπνέει με τα διάφορα που σκαρφίζεται, πέρα από το να κρατάει το ρυθμό. Πάντα κάτι βρίσκει».

*


Στο Softly as in a morning sunrise του 1957, o Philly Joe κάποια στιγμή διπλασιάζει το τέμπο (προφανώς έτσι του βγήκε, ακούγοντας αυτό που έπαιζα, λέει ο Clark). Πρόκειται για αριστουργηματικό κομμάτι, παιγμένο με ευγένεια και αισθαντικότητα, με το οποίο έχω πάθει μεγάλο έρωτα. Τρέμουν καθημερινά τα φλυντζάνια, τρέμουν κι οι γείτονες.

Κατεβασιά: Sonny Clark, softly as in a morning sunrise



Το τρίο αυτό (και ειδικά το δισκάκι τους cool struttin) είναι αντιπροσωπευτικό του hard bop ύφους του τέλους της δεκαετίας του '50. Δείτε τι γράφουν ενθουσιώδεις οπαδοί του δίσκου και της blue note.







Φέτος δεν με βλέπω καλά. Θα πάρω και το i-pod στην Ανάσταση, να κάνω παρέα στον φίλο μου τον Sraosha που δεν αντέχει τα τεριρέμ.