vita moderna

kisses, tears & psychodramas

20.10.04

Το Εθνικό θέατρο

Κυριακή βράδυ και η ελληνική οικογένεια βουλιάζει στο Fame Story live. Μερικές, όμως, οικογένειες σ’ ένα μικρό χωριό της Αχαΐας, φαίνεται πως αντιστέκονται. Ας παρακολουθήσουμε από κοντά τι ακριβώς συμβαίνει σε μια απ’ αυτές.

Τα μέλη της είναι μαζεμένα γύρω από το τζάκι. Όλοι φορούν ελαφρείς χιτώνες.
Η περιδιάβαση ξεκινάει από τους προσωκρατικούς:
-Εδιζησάμην εμεωυτόν, λέει ο μπαμπάς.
-Έψαξα τον εαυτό μου, μεταφράζει η κόρη.
-Κορυφαίο! αναφωνεί η μαμά. Να το γράψουμε στον τοίχο. Καθώς, βίος ανεξέταστος, ου βιωτός εστί!
-Πάντως, ο Πλάτωνας σχολίασε τελεσίδικα τον Ηράκλειτο, κλείνει την κουβέντα ο γιος.

Ύστερα κατεβάζουν τα μεγάλα βιβλία της τέχνης. Εξετάζουν τις πτυχώσεις στο ρούχο του Ερμή. Nοερά, ένας ένας ψαύουν τα αγάλματα, στις τυπωμένες σελίδες.
-Κοίτα, μπαμπά! Παρόλη την πλαστικότητα της κίνησης, το βλέμμα τους δεν βλέπει.
-Δεν πειράζει. Τουλάχιστον οράωμεν-ώμεν, εμείς παιδί μου. Και βλέπουμε τα μελλούμενα.
-Ω, εξόριστε πατέρα-ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις; ρωτάει ο γιος.
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.

Κόρη: αγγίζουν την ψυχή, τα λόγια σου μπαμπάκα, όπως εκείνα του νομπελίστα.
Μπαμπάς (με στεντόρεια φωνή):-Βλέέέπωωω, την αλληλουχία των κρυφών νοημάτωωωωων.
Γιος(ψιθυρίζοντας):-Αλβανούς γλιέπς ντιπ;
Μπαμπάς(ψιθυριστά):-Τσουκ. Φένιτι πως ιξουλουθρέφτκαν!

Η συνέχεια εδώ


16.10.04

Έτσι μεγαλώνει ο κόσμος.

Βαριέμαι την κλασική πεζογραφία και τα σουσούμια της. Υπάρχει κάτι αφόρητα συμβατικό στη δημιουργία της μυθοπλασίας, στο στήσιμο των ηρώων. Το περίφημο εργαστήρι του συγγραφέα, το «αληθομανές χαλκείον» του Κοτζιά, είναι γεμάτο συμβουλές για χειρώνακτες, μυρμήγκια του γραφείου.

Όχι πως δεν ξέρω τι βάσανο είναι. Αλλά αν μου επιτρέπεται η αυθάδεια, η λογοτεχνία σήμερα τρυπώνει απ’ τα παράθυρα, δεν συνηθίζει να χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.

Το βιβλίο του Θ.Καλλιφατίδη «Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρό μου» ενώ περιστρέφεται γύρω από τυπικά προβλήματα μετανάστευσης, συνιστά λογοτεχνία και με το παραπάνω. Σε ιδανικό μέγεθος (170 μικρές σελίδες) προσφέρεται για ένα μοναχικό βράδυ αυτογνωσίας και περιπλάνησης.

Μια ήπια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που σχολιάζει τον ίδιο της τον εαυτό, ξεδιπλώνεται διερωτώμενη για τη ζωή στην ξένη χώρα, την πρόσληψη και κατανόηση του οικείου, του ξένου, της ετερότητας. Με το τρυφερό της βλέμμα αγκαλιάζει ζητήματα γλώσσας, παράδοσης και κουλτούρας- μια οριστική απάντηση σε βλακώδεις εθνοκεντρικές αντιλήψεις που, οσονούπω, θα έλθουν πάλι στο προσκήνιο με αφορμή τον εορτασμό της 28ης. Συγχρόνως επιστρέφει στη γενέθλια γη για να βαθύνει τη σχέση της με το ουσιώδες-ποτέ ως αναμάσημα αισθημάτων.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω για να περιγράψω αυτό που αισθανόμουν. Ας μου επιτραπεί όμως να προσπαθήσω ακόμη μια φορά. Ήταν σα να έπεφτα, η πτώση φαινόταν αναπόφευκτη, μα ξαφνικά φρενάρισε από ένα αλεξίπτωτο που άνοιξε μόνο του.
Εκείνο το αλεξίπτωτο ήταν η γλώσσα μου. Δε θα χανόμουν όσο θα μπορούσα να ζεσταθώ στο τζάκι της γλώσσας μου, έστω κι από μακριά.
Η αξιοπρέπειά μου ως ανθρώπου είχε σωθεί.
Ήθελα να φιλήσω κάποιον εκείνη τη στιγμή μα δεν έβλεπα κανέναν. Έτσι φίλησα τη λέξη «φιλί».


Επεξεργαζόμενος βιώματα 30 χρόνων στη Σουδία ως μετανάστης, συνθέτει με σύντομες, στέρεες προτάσεις, το ψηφιδωτό της ζωής. Δεν του διαφεύγει ότι τα σύνθετα προβλήματα υποδοχής, αποδοχής και ενσωμάτωσης στη νέα κοινωνία δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Γι’ αυτό μιλάει μόνο για όσα η εμπειρία του ανέδειξε ως πρωτεύοντα- έρωτας, γλώσσα, εγκατάσταση.

Ο ελληνικός έρωτας εγκλείει και μια ένταση, όχι όμως ο σουηδικός, κάτι που για μένα είχε κάποιες παράξενες συνέπειες, που όμως είναι τόσο προσωπικές ώστε να έχω κάθε δικαίωμα να τις αποσιωπήσω.
……………………
Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις όταν φεύγεις από τη χώρα σου. Αγνοείς ότι μέσα σου φέρνεις τα χνάρια που σε κάνουν ξένο στη νέα χώρα κι όταν τελικά δεν είσαι ξένος εκεί, γίνεσαι ξένος στον εαυτό σου, οπότε είσαι ξένος παντού.

*


Για την ώρα δεν έχουμε παρά να περιμένουμε, καλλιεργώντας τον κήπο μας. Το άρωμα της ζωής μας μεταδίδεται και τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει.
Με λίγα λόγια η διαδικασία της αμοιβαίας προσαρμογής δεν σταματάει. Απαιτείται όμως υπομονή, πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε σε δεκαετίες, όχι σε μήνες.
Η Σουηδία αλλάζει κάθε μέρα. Το ίδιο κι οι μετανάστες, τουλάχιστον οι περισσότεροι. Οι συγκρούσεις στο μέλλον θα είναι ανάμεσα σε κείνους που είναι πρόθυμοι να αλλάξουν και σε εκείνους που δεν είναι.
Η ξενιτιά με έμαθε να ζω με ταπεινότητα για τις μεγάλες δυνάμεις που οδηγούν την κοινωνία σε μεγαλύτερη ανεκτικότητα και ειλικρίνεια. Δεν είναι εύκολο και δεν πάει γρήγορα, αλλά πάει.
Γεγονός είναι ότι δεν σταμάτησε ποτέ.



Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους: τους ερωτεύεσαι από το εξώφυλλο. Ακολουθεί το σχήμα και η μυρωδιά τους για να προχωρήσει η σχέση. Κάποτε, ω του θαύματος, το περιεχόμενο είναι και εφάμιλλο της συσκευασίας.

*


Υ.Γ. Έπεσα πάνω στο βιβλίο χάρη στη Λήδα Σ., φίλη από αρχαιοτάτων και νυν Πανεπιστημιακός, η οποία ασχολείται με κάτι τέτοια θέματα, όπως για παράδειγμα τι φτιάχνει το στραβό μας το κεφάλι όταν μαθαίνουμε μια γλώσσα (κοινωνικές αναπαραστάσεις) ή τι είδους συντακτικό χρησιμοποιεί η πολυπολιτισμική κοινωνία.(λέμε τώρα)
Παίρνει λοιπόν το βιβλιαράκι αυτό (εκδόσεις Γαβριηλίδη, μόνο 7ευρώ και 30λεπτά στην Πολιτεία), το τεμαχίζει, το ανατέμνει και το προσφέρει επιστημονικώς σχολιασμένο στο 3ο Συνέδριο διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, το Σάββατο 23 Οκτωβρίου, στο αμφιθέατρο Δρακόπουλος, του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημίου 30) λίγο πριν τις έντεκα το πρωί. Η ίδια δεν σας ξέρει, αλλά θα χαρεί να της συστηθείτε ως φίλοι του thas.

6.10.04

Θίσβης 23, στο Μπαράκας

Ήρθαμε στην Αθήνα με τη μεταπολίτευση. Μείναμε για λίγο στο Περιστέρι, στη Θίσβης-ένα στενό δρομάκι πλάι στις προσφυγικές πολυκατοικίες. Τελείωνα τότε το δημοτικό και η διαφορά με την επαρχία δεν φαινόταν τόσο δραματική. Γειτονιά ήταν κι εκεί, γρήγορα έκανα φιλίες, μέναμε έξω μέχρι αργά τη νύχτα.
Ύστερα, κυνηγώντας την καλύτερη ζωή, ήρθαμε εδώ, στη Νέα Σμύρνη. Έκτοτε δεν επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά.

Διάβασα, όμως, ένα κείμενο του Μπόρχες:
"Θέλω να μιλήσω για μια εμπειρία που είχα εδώ και λίγες νύχτες: ένα περιστατικό φευγαλέο και πολύ εκστατικό για να το πω περιπέτεια· κι από την άλλη μεριά, πολύ συναισθηματικό κι εξωπραγματικό για να το πω στοχασμό.

Εκείνο το απόγευμα ήμουν στο Μπαράκας…κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτό που λέμε έναν τυχαίο περίπατο….ένα είδος οικογενειακής έλξης όμως, με παρέσυρε πέρα μακριά, σε κάτι γειτονιές που μόνο σεβασμό εμπνέουν στην καρδιά μου…..Ο περίπατος με έφερε στη γωνιά ενός δρόμου. Εισέπνευσα τη νύχτα, μέσα σ’εκείνη την άπειρη ηρεμία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δυο σκέψεις. Ήταν ένα τόσο τυπικό τοπίο που άγγιζε το εξωπραγματικό. Ο δρόμος ήταν όλο χαμόσπιτα και μ’ όλο που αυτό σήμαινε φτώχεια με μια πρώτη ματιά, μου γέννησε αναμφίβολα μια αίσθηση ευτυχίας. Ήταν ο πιο φτωχός κι ο πιο όμορφος δρόμος που είχα δει ποτέ μου. Κανένα σπίτι δεν τολμούσε να φτάσει ίσαμε το δρόμο. Στη γωνία μια σκιά έριχνε τον ίσκιο της. Τα μικρά, θολωτά κατώφλια, φαίνονταν φτιαγμένα απ’ την άπειρη ουσία της νύχτας. ….ένας ρόδινος τοίχος έμοιαζε, όχι σα να στέγαζε το φεγγαρόφωτο, μα πιο πολύ σα ν’ ακτινοβολούσε ένα αποκλειστικά δικό του φως….

Έμεινα να κοιτάζω εκείνη την απλότητα. Σκέφτηκα, σίγουρα φωναχτά «μα αυτό δεν έχει αλλάξει τριάντα χρόνια τώρα…»….ίσως να κελαηδούσε ένα πουλί, ωστόσο το σίγουρο ήταν πως μέσα σ’ εκείνη την ιλιγγιώδη ησυχία δεν υπήρχε άλλος ήχος από την άχρονη φωνή των γρύλλων….ένιωσα νεκρός, ένιωσα σα να παρατηρούσα αφηρημένα τον κόσμο: ένας φόβος ακαθόριστος, ποτισμένος με επίγνωση…δε μου πέρασε απ’ το νου πως ανηφόριζα αντίθετα στο υποθετικό ρεύμα του Χρόνου´ μάλλον υποψιάστηκα πως έγινα κάτοχος της απόκρυφης ή ανύπαρκτη σημασίας της ασύλληπτης λέξης «αιωνιότητα». Πολύ αργότερα μόνο, μπόρεσα να καθορίσω με ακρίβεια εκείνη την εντύπωση.

Να πώς την ερμηνεύω τώρα: αυτή η καθαρή παράσταση ομογενών πραγμάτων-η ηρεμία της νύχτας, ο ολοφώτεινος τοίχος, η χωριάτικη μυρουδιά απ’ τ’ αγιόκλημα, το άγριο χώμα-δεν είναι απλά και μόνο ταυτόσημη με εκείνη που παρουσιάστηκε στην ίδια γωνία πριν από τόσα χρόνια´ δεν «μοιάζει», δεν «επαναλήφθηκε»- είναι η ίδια. Ο χρόνος, αν είναι δυνατή η εναίσθηση αυτής της ταυτότητας, δεν είναι παρά μια πλάνη: και μόνο το γεγονός πως δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια στιγμή απ’ το φαινομενικό παρελθόν του από μια άλλη που ανήκει στο φαινομενικό παρόν του, αρκεί να τον αποσυνθέσει».


Όπως ίσως κατάλαβες αναγνώστη μου, αυτό ακριβώς παρακινήθηκα,ξαφνικά, να κάνω. Να ενώσω δηλαδή μια στιγμή του φαινομενικού παρελθόντος με μια στιγμή του φαινομενικού παρόντος μου. Κι επέστρεψα στο ίδιο εκείνο σπίτι της Θίσβης, κι έμεινα να εισπνέω κι εγώ τη νύχτα κάτω από το παράθυρο που πίσω του κοιμόμουν κάποτε, χωρίς να ξεχωρίζω αν είμαι εγώ που σκέφτομαι ή ο Μπόρχες που μου τα ψιθυρίζει στο αυτί, την ώρα ακριβώς που η συγκίνηση με παρέλυε, με άφηνε κόκκαλο μέσα στη νύχτα του ενιαίου χρόνου: αυτού του ρευστού, φευγαλέου ονείρου που συνθέτει την ίδια μας τη ζωή.

*


Πολύ εύκολα τελευταία βουλιάζω σε μια ακαθόριστη συγκίνηση που μοιάζει με πένθος. Απορροφημένος σε σκέψεις δεν βρίσκω στέρεο έδαφος πουθενά. Μπαινοβγαίνω στη ζωή μου ως θεατής, ανασηκώνοντας καπάκια της μνήμης. Το αποτέλεσμα είναι μια δήθεν φλου διάθεση με τα χέρια στις τσέπες, ενώ ευχαρίστως θα έβαζα τα κλάματα μπροστά σε όλους.

Αλλά υπάρχουν όρια και στην εξομολόγηση.

Y.Γ. Κατά (ευχάριστη) σύμπτωση, ο talos παρεπέμπει σε έναν φυσικό που διανοείται πάνω στη φύση του χρόνου.