σπινθήρας
Στον αιώνιο Δημήτρη,
[όλες οι φωτογραφίες δικές του]
[όλα τα λάικ για πάρτη του]
***
Ε λοιπόν όχι, αυτό το βίντεο δεν παρωδείται. Κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη να μένει πίσω από το πρωτότυπο- μιλάμε για έργο τόσο αυτόνομο, τόσο ολοκληρωμένο εικαστικά και νοηματικά ώστε να ενσωματώνει και την καλύτερη δυνατή παρωδία του, έργο πνοής, ένα σύγχρονο αντικείμενο τέχνης, μια μαγική εικόνα, μια διαχρονική πρόταση για κάθε επερχόμενη μπιενάλε. Υποκλινόμαστε στον σοσιαλιστικό υπερρεαλισμό του εγχειρήματος- σχεδόν καταλήγει να γίνεται συμπαθητικό μέσα στο μεγαλείο της μοναξιάς του, έτσι καθώς ταξιδεύει μόνο του κι απροστάτευτο στο διαδίκτυο. Διότι τόσες συμβολικές ντομάτες λίγα βιντεοάρτ σαν αυτό θα έχουν δεχτεί.
Ώστε το τσίρκο με τις καντίνες, οι νεοχίπηδες των λάικ, τα χαϊδεμένα παιδιά των μιμι-έ, τα μικρομέγαλα της βουλής των εφήβων, οι απολίτικοι αμεσοδημοκράτες, οι άσχετοι, τα μωρά, κατάφεραν στο τέλος να μαζέψουν το ετερόκλητο πλήθος κατά χιλιάδες, να μετακινήσουν μερικούς τόνους δυσπιστίας και κυριακάτικης μελαγχολίας κρυμμένης πίσω από πίτσες και ποδόσφαιρα, αλλά κι αυτής ακόμα της ενδιάθετης γκρίνιας που γιγαντώνεται μέσα μας με τα χρόνια θέτοντας διαρκώς περισσότερα γιατί; πώς; υπό ποίους όρους; Ποτέ, τίποτα δεν θα είναι αρκετό για ένα μυαλό ασκημένο να τρέφεται με σκέψεις, σκέψεις...(που λεγε κάποτε και μια ψυχή), μυαλό ασκημένο να μένει πεινασμένο και αδηφάγο ως προϋπόθεση και συστατικό της καλής λειτουργίας του, μυαλό πάντα σε φόρμα ώστε να συσπειρώνεται αμυντικά (και αποτελεσματικά) απέναντι στον ενθουσιασμό των ιδεών, στον ενθουσιασμό των σωμάτων, απέναντι (εντέλει) σε κάθε ενθουσιασμό. Πρώτον απ’ όλους εμένα έχω κατά νου, το ξεκαθαρίζω.
Αναρωτιόμουν τι είδους οξύμωρη απελπισία είναι αυτή που καθρεφτίζεται στα πρόσωπα μάλλον σαν ένταση και γιορτή (σαν την εξωστρεφή συνθηματολογία των ημερών, για παράδειγμα) παρά σαν κατάθλιψη και απόγνωση· αργότερα το ίδιο βράδυ θυμήθηκα ένα κορίτσι στο βαγόνι του μετρό που απευθυνόταν ανοιχτά και απροσποίητα προς όλους, κατεβείτε στο Πανεπιστήμιο και όχι στο Σύνταγμα, μιλούσε ταυτόχρονα στο κινητό και σ’ εμάς σαν φυσική προέκταση της παρέας της, ένας μικρός πυρετός συμμετοχής που την έσπρωχνε να ανοίγεται στο ετερόκλητο πλήθος αδιακρίτως (μαμάδες με παιδιά και σύζυγοι με σακούλες του σουπερμάρκετ), ένα έκτακτο γεγονός που παρήγαγε ένα μικρό πρώτο νόημα, έστω έναν σπινθήρα νοήματος, αρκετό πάντως για να λειτουργήσει σαν συγκολλητική ουσία των προσώπων, να τροφοδοτήσει διστακτικά την μισοξεχασμένη ιδέα μιας κοινωνίας σε αλληλεγγύη. Με δεδομένη την ασφυξία του χειμώνα, την ανακύκλωση της καταστροφολογίας και του πανικού, αυτή η έξοδος των ανθρώπων μοιάζει λυτρωτική. Τα μάγια λύθηκαν, ο κόσμος κυκλοφορεί, κι αυτή η θέρμη των σωμάτων είναι ικανή υπό προϋποθέσεις να αλλάξει την τυπική σκηνοθεσία της πόλης, να εκτρέψει τη δεδομένη ροή. Το λέμε μάλλον από συνήθεια αλλά είναι γεγονός: δεν κινδυνεύουμε να πλήξουμε στο άμεσο μέλλον, δεν κινδυνεύουμε να ναυαγήσουμε ξανά στους καναπέδες της ανίας προσπαθώντας να εφεύρουμε τον γοητευτικό εαυτό μας. «Φεύγεις για λίγο από το Σύνταγμα, πας κάπου αλλού για φαγητό, για ποτό και νιώθεις ότι υποκρίνεσαι. Οτι όλα είναι ίδια». Για τα υπόλοιπα, τα μεγάλα και τα σπουδαία είναι νωρίς ακόμα. Ίσως και πολύ αργά, ποιος ξέρει- ας μείνουμε σε ό,τι βλέπουν τα μάτια μας και ακούνε τα αυτιά μας.
Λυρισμός και ψευτοποιητική σκηνογραφία, θα μου πεις. Εντάξει, μπορεί. Αλλά και ο κυνισμός σ’ αυτή τη φάση, αν δεν κρύβει βαθιά απελπισία ως είθισται, ακούγεται φάλτσος, παράταιρος. Είναι κάπως θολή η ανάμνηση, πρέπει να ήταν ακόμα Νοέμβρης ή Δεκέμβρης γιατί είχε κρύο στο αυτοκίνητο, άκουγα εν λευκώ : «Του την είχε πέσει η συνδικαλαρία. Ξέρετε, όλοι αυτοί του ΠΑΜΕ του ΦΥΓΑΜΕ, ούτε και ξέρω πώς τους λένε […] Ο άνθρωπος είχε ένα φως στο πρόσωπο». Ο φωτεινός άνθρωπος για τον οποίο το σχόλιο (προφανώς σε αντίστιξη με τη σκοτεινή συνδικαλαρία), ήταν ο ο υπουργός μας των οικονομικών, ο Γιώργος μας ο Παπακωνσταντίνου. Ήταν η τελευταία φορά που άκουγα τον Τζούμα στο ραδιόφωνο γιατί αποφάσισα ότι τόση σνομπ γοητεία δεν αντέχεται πλέον και ότι αυτή η αφρώδης, σαμπανιζέ αποστασιοποίηση που επιμένει με λα-λα-λα-λα και μπρδιμ-μπρδομ έρχεται από μια παλιά, τελειωμένη εποχή. Ευτυχώς, κατά βάση.
***
Αλλά η κριτική σε τρίτους είναι πάντα εύκολη και ανέξοδη. Εσύ; τι κάνεις εσύ;
***
Απόσπασμα επίκαιρης αλληλογραφίας.
Δευτέρα, 6 Ιουνίου 2011.
[...]
Χτες που λες, ήταν ωραία στο Σύνταγμα, αλλά μια υφέρπουσα κόντρα με τον Δημήτρη εξελίχτηκε σε πολύωρη αντιπαράθεση κατά την οποία το αλκοόλ δεν ήταν ο καλύτερος μας σύμμαχος. Καταλήξαμε στο toy όπου το θέμα ήταν - τι πρωτότυπο!- οι συγκεντρώσεις, η αριστερά, οι τριανταδύο... αγνοήσαμε την υπόλοιπη παρέα και καταλήξαμε να ουρλιάζουμε- πραγματικά εξουθενώθηκα συναισθηματικά, ψυχικά, σωματικά, γύρισα ένα κουρέλι, έφαγα λίγο κοτόπουλο, είχα ταχυκαρδία, κοιμήθηκα στον καναπέ σε μια παράλογη στάση με ένα πόδι να κρέμεται και το κεφάλι να κοιτάζει λοξώς και άνωθεν (σαν να ζητούσα σωτηρία από ψηλά) ξύπνησα πιασμένος, πήγα για ύπνο με το πρωινό φως, ένιωθα και νιώθω το αλκοόλ μέσα μου, θυμάμαι ότι του φώναζα στον δρόμο "ποτέ ξανά σοβαρή κουβέντα οι δυο μας, δεν θέλω να ξαναμιλήσουμε ποτέ και για κανέναν λόγο"...Γενικά τα τελευταία χρόνια περνάμε δύσκολα όταν υπάρχει διαφωνία, εγώ νιώθω να γίνομαι σπαστικά συστηματικός και ορθολογικός ενώ εκείνος ανεξέλεγκτα συνειρμικός και άναρχος. Όσο παίζουμε καμιά μουσική μαζί ή κάνουμε τους σκηνοθέτες ή καταπιανόμαστε με διάφορα καλλιτεχνικά, είμαστε ερωτευμένοι. Μετά, μας παίρνει και μας σηκώνει.
*
Δευτέρα, 6 Ιουνίου 2011, λίγη ώρα μετά.
[...]
Γιατί ρε γμτ όσοι από μας έχουμε αποδώσει στους στενούς μας φίλους μια θέση οικογένειας στη ζωή μας, αντιδρούμε τόσο έντονα, τόσο προσωπικά σε τέτοιες διαφωνίες; Γιατί μας σμπαραλιάζει η έλλειψη απόλυτης επικοινωνίας με τους αγαπημένους μας; γιατί μας απογοητεύει μια λάθος θέση ή ακόμα και ο τρόπος που συζητά κάποιος, τον οποίο ούτως ή άλλως αγαπάμε, που ξέρουμε πως μπορεί να δει το λάθος αργότερα, που αντιλαμβανόμαστε πως ενδέχεται να το κάνει και λιγάκι επίτηδες... Δεν ξέρω, πιστεύω πως κάτι υπάρχει σε αυτή την έξαρση και την εξουθένωση, σε αυτό το αίσθημα πως θες να πνίξεις τον άλλο ή να βάλεις τα κλάματα (ή και τα δύο), που προσομοιάζει στην απόγνωση των διαφωνιών με τον πατέρα (σε μένα τουλάχιστον). Που φέρνει στην επιφάνεια αυτή την πρώτη σύγκρουση, αυτή την απελπισία ότι δεν εισακούγεσαι και κυρίως (αν και έμμεσα) την απόρριψη όλου σου του προσώπου, που συμβολίζονται σ' αυτή την πρώτη άρνηση επικοινωνίας.
***
Για τις πλατείες, τον Σαββόπουλο, τους τριανταδύο, τους δέκα, την άνω και κάτω χώρα, το πλήθος στο κέντρο. Εσύ όμως; πού είσαι εσύ;