σώμα μου, εύφλεκτο
Μακριά, πολύ πίσω στο χρόνο, συντελέστηκε το φετινό καλοκαίρι: λίγες ημέρες του Ιουλίου ξεθώριασαν γρήγορα. Ακολουθεί ποστοκοπία μελανκόλικα / φωτοκοπία μπρούταλ*. Τέικ γιορ τάιμ, δυστυχώς δεν πάμε πουθενά· όλα τα βαπόρια είναι δεμένα.
Την παραμονή της μέρας που δεν θα έφευγα ποτέ, τουλάχιστον δεν χρειάζεται να φτιάξω τις βαλίτσες.
Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη..[...] Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη..[...] Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε...[...] Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια...[...] Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.[...] Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ...
“Αγαπημένη μου,
Νομίζω ότι η μέγιστη διάμετρος του νησιού αυτού δεν θα ξεπερνά τα πενήντα χιλιόμετρα. Υπάρχει ένας παράκτιος δρόμος που το αγκαλιάζει ολόκληρο, ένας δρόμος στενός, που άλλοτε ανεβαίνει απόκρημνος στην άκρη της θάλασσας κι άλλοτε ανηφορίζει απαλά σε άγονες ακτές που καταλήγουν σε μικρές μοναχικές παραλίες με βότσαλα πλαισιωμένα από θάμνους καμένους από την αλμύρα· πότε-πότε, σε κάποια απ’ αυτές σταματώ.”
Βαριέμαι λίγο να διαβάσω τον Ταμπούκι, μου αρκεί αυτή η εισαγωγή, το απίθανο εξώφυλλο και η ιδέα: ανεπίδοτα γράμματα στις αγαπημένες. Θυμάμαι τώρα κάτι ωραία σκούρα βότσαλα, τα κύματα χρυσά κόντρα στον ήλιο του απογεύματος και ο ήχος από τα φουσκωμένα νερά που υποχωρούν....να είναι οι Χοχλάκοι στη Νίσυρο; Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως με τον καιρό αλλάζει μέσα μου η αντίληψη για την ομορφιά, δεν αντέχω την υπογράμμιση, τη σούπερ γραφικότητα. (Νίσυρος, Σίκινος, Λειψοί, τόποι απλοί κι απροσποίητοι.)
Δεν μου έλειψαν και πολλά αλλά μου ήρθε απρόσκλητη αυτή η εικόνα, κάτι από όσα έχω ζήσει- λίγο από ό,τι κατασκεύασε η μνήμη με τη μέθοδο του κολλάζ: η παλιά Ανάφη, στη μοναδική ταβέρνα στο λιμάνι, μισοδιαλυμένες καρέκλες κάτω από το φεγγάρι αλλά σαν να φωτίζεται μόνο η μεθυσμένη παρέα, πιο πέρα ψυχή, γάτες ίσως και η θάλασσα- σκοτάδι. Και τα τραγούδια, πάντα τα τραγούδια, ζωντανά, με δυο όργανα, μια κιθάρα κι έναν τζουρά. Διεγερμένα βλέμματα, κρυμμένοι πόθοι, όλη η ζωή σου στον αέρα, σαν να περνάμε το τελευταίο βράδυ στον πλανήτη. Το έχω ξανανεβάσει, αλλά είναι πυκνό, κορυφαίο:
"Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως την βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης; Τραγουδάς και γίνεσαι. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστικά των τραγουδιών, αυτών που- λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, αδιάφορο- προξένεψαν ανεπαίσθητα την καρδιά μας με την βαθύτητα μιας αμετάδοτης ιθαγένειας. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στον χρόνο, στο τραγούδι- τέχνη του έρωτα και του χρόνου- εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. Έτσι δένονται τα αόρατα νήματα πάνω από τα κεφάλια των μεθυσμένων και διανεύουν σκιές χαμένων γύρω τους."
Αλλά δεν χρειάζεται να φτάσεις στην Ανάφη και τον Βαγγέλη Παπάζογλου. Τα λέει η κοπέλα το δύο χιλιάδες έντεκα: Αυτό το καλοκαίρι έχει κάτι μαγικό / σου λέω σ' αγαπώ, χωρίς να το σκεφτώ. Δηλαδή έχω αρπάξει, πώς το λένε: Φωτιά στη λογική. Να το κάνω σαφές: Τα έχω αφήσει όλα πίσω. Που πάει να πει: ας χάσουμε τον έλεγχο / σώμα μου εύφλεκτο.
Ρε παιδάκι μου: Τελειώνει ο χρόνος, φίλησέ με!.
Ά ρε Τάμτα, παρεξηγημένη.
Και η Τουρκαλίτσα και η Τάμτα κι αυτός ακόμα, από τα ξεχασμένα '90s, τα ίδια λένε: αυτή η νύχτα μένει.
Αποφώνησις: Σε περίπτωση που θέλατε να χασομερήσετε στη σελίδα και δεν βρίσκατε τον λόγο, αντιγράφω τις πρώτες σελίδες από ένα ονειρικό βιβλιαράκι του Δ. Κούρτοβικ που δόθηκε με την Ελευθεροτυπία το 2007, ώστε να παραξενευτείτε ευχάριστα και να πάτε στην ευχή του θεού. Οι φωτογραφίες του μέγα silez. Ή του ukuk, χωρίσανε αυτοί τελευταία.
«Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή. Συνέβη σ’ εμένα τον ίδιο, πρόπερσι το καλοκαίρι. Αλλιώς παραδέχομαι ότι δεν θα την πίστευα. Θα έλεγα ότι, αν δεν είναι εντελώς πλαστή, γεννήθηκε στο μυαλό κάποιου που η μνήμη του, με την υπόγεια λογική του ονείρου, σύνδεσε δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, κάτι που έζησε αυτός ο άνθρωπος με κάτι που διάβασε ή άκουσε σε κάποια άλλη χρονική στιγμή και υπό διαφορετικές συνθήκες. Εδώ όμως αποκλείεται να έγινε κάτι τέτοιο. Θυμάμαι πολύ καλά την κατάπληξη και την ανησυχία μου καθώς ζούσα εκείνο το περιστατικό.
Ήμουν με μια παλιά φίλη μου στο νησί Α. Είχαμε περάσει μια βδομάδα σ’ ένα πολύ απόμερο παραθαλάσσιο χωριό και αποφασίσαμε να μετακινηθούμε για τις δύο τελευταίες μέρες στο λιμάνι, γιατί είχαμε βαρεθεί κάπως την ερημιά. Την παραμονή της αναχώρησής μας είπαμε ν’ ανεβούμε στη Χώρα. Όχι όμως από τον κεντρικό δρόμο, με το αυτοκίνητο, αλλά με τα πόδια, από ένα μονοπάτι που μας υπέδειξε ο ξενοδόχος μας.
Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι. Έκανε ζέστη, αλλά το μονοπάτι, εκτός από βατό, ήταν και σχετικά σκιερό, έτσι η ανάβαση δεν μας δυσκόλευε. Η φίλη μου προπορευόταν. Φορούσε ένα μακρύ φουστάνι με γαιώδεις αποχρώσεις σε πολύ όμορφους συνδυασμούς και βάδιζε με μεγάλη χάρη. Σκέφτηκα πως την αγαπούσα πολύ και πως ίσως δεν της το είχα δείξει αρκετά τις ημέρες που είχαν προηγηθεί. Το παλιό πάθος μας είχε ξαναφουντώσει απότομα και άγρια στο χωριό και στα διαλείμματα της έξαψης αποτραβιόμουν στον εαυτό μου σαστισμένος και κάπως μετανιωμένος, γιατί ήξερα πως ήταν μια πολύ άβολη σχέση. Τώρα όμως, καθώς την έβλεπα να ανηφορίζει αέρινα, αισθανόμουν ασυγκράτητα ερωτευμένος μαζί της και λυπόμουν που έπρεπε να χωρίσουμε την άλλη μέρα.
Στο τέρμα της ανηφόρας το μονοπάτι διασταυρωνόταν μ’ ένα φαρδύ χωματόδρομο κι έπειτα συνεχιζόταν ολόισια μέσα από ένα μεγάλο χωράφι με βερικοκιές. Πίσω από το χωράφι, τα πρώτα σπίτια της χώρας σκαρφάλωναν στην πλαγιά του απόκρημνου λόφου.
Δεν μείναμε πολύ στη χώρα, ήπιαμε μόνο έναν καφέ κι έπειτα κατηφορίσαμε από την άλλη πλευρά, για να κάνουμε μπάνιο σ’ έναν όμορφο ορμίσκο. Την ώρα που λιαζόμασταν μετά το κολύμπι, έγινε κάτι που με στενοχώρησε. Η φίλη μου μού είπε ξαφνικά: «Αυτές οι δυο μαύρες ελιές που έχεις κάτω από τη μασχάλη δεν μου αρέσουν. Πρέπει να πας σε γιατρό».
Τις είχα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, απαράλλαχτες. Της το είπα κι εκείνη δεν επέμεινε. Αλλά με παραξένεψε που τις πρόσεχε μόλις τώρα για πρώτη φορά. Γνώριζε το σώμα μου από παλιά και η τελευταία εβδομάδα θα έπρεπε να την είχε βοηθήσει να θυμηθεί όσες λεπτομέρειες είχε ξεχάσει.
Στον γυρισμό δεν ανταλλάξαμε σχεδόν κουβέντα. Όταν φτάσαμε στη Χώρα, ήταν πια αργά το απόγευμα. Περιπλανηθήκαμε στα δρομάκια με τους βασιλικούς και τις βουκαμβίλιες, και η φίλη μου τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, εκεί που στεκόμασταν σ’ ένα ξάγναντο και κοιτάζαμε τη θέα προς τα νότια, γύρισε, με αγκάλιασε μ’ ενθουσιασμό και με φίλησε. «Πέρασα μαζί σου μια υπέροχη βδομάδα» είπε.[…] »
-----
*Πολλή μασονία πέφτει σ' αυτούς τους τουμπλεράδες. Επικοινωνούν μεταξύ τους με εικόνες, λένε κάτι συνθηματικές κουβέντες, εξελίσσονται σε τεχνίτες της απόκρυψης. Αντιγράφω τις φωτό τους ανερυθρίαστα, ανερώτητα, αβασάνιστα.
(φωτ.jarrive)
Την παραμονή της μέρας που δεν θα έφευγα ποτέ, τουλάχιστον δεν χρειάζεται να φτιάξω τις βαλίτσες.
(Φερνάντο Πεσσόα, μτφρ. Αντ. Χρυσοστομίδης)
*
Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη..[...] Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη..[...] Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε...[...] Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια...[...] Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.[...] Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ...
(Επιλογή από την άπνοια, 3 Αυγούστου, kkmoiris)
(φωτ.schwarz-weiss)
Από τα ταξίδια του Αυγούστου στις βεράντες. Διακρίνονται οι καναπέδες πρώτης θέσης.
*
“Αγαπημένη μου,
Νομίζω ότι η μέγιστη διάμετρος του νησιού αυτού δεν θα ξεπερνά τα πενήντα χιλιόμετρα. Υπάρχει ένας παράκτιος δρόμος που το αγκαλιάζει ολόκληρο, ένας δρόμος στενός, που άλλοτε ανεβαίνει απόκρημνος στην άκρη της θάλασσας κι άλλοτε ανηφορίζει απαλά σε άγονες ακτές που καταλήγουν σε μικρές μοναχικές παραλίες με βότσαλα πλαισιωμένα από θάμνους καμένους από την αλμύρα· πότε-πότε, σε κάποια απ’ αυτές σταματώ.”
(Είναι αργά, όλο και πιο αργά, Antonio Tabucchi)
(φωτ. xilaren)
Βαριέμαι λίγο να διαβάσω τον Ταμπούκι, μου αρκεί αυτή η εισαγωγή, το απίθανο εξώφυλλο και η ιδέα: ανεπίδοτα γράμματα στις αγαπημένες. Θυμάμαι τώρα κάτι ωραία σκούρα βότσαλα, τα κύματα χρυσά κόντρα στον ήλιο του απογεύματος και ο ήχος από τα φουσκωμένα νερά που υποχωρούν....να είναι οι Χοχλάκοι στη Νίσυρο; Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως με τον καιρό αλλάζει μέσα μου η αντίληψη για την ομορφιά, δεν αντέχω την υπογράμμιση, τη σούπερ γραφικότητα. (Νίσυρος, Σίκινος, Λειψοί, τόποι απλοί κι απροσποίητοι.)
*
Δεν μου έλειψαν και πολλά αλλά μου ήρθε απρόσκλητη αυτή η εικόνα, κάτι από όσα έχω ζήσει- λίγο από ό,τι κατασκεύασε η μνήμη με τη μέθοδο του κολλάζ: η παλιά Ανάφη, στη μοναδική ταβέρνα στο λιμάνι, μισοδιαλυμένες καρέκλες κάτω από το φεγγάρι αλλά σαν να φωτίζεται μόνο η μεθυσμένη παρέα, πιο πέρα ψυχή, γάτες ίσως και η θάλασσα- σκοτάδι. Και τα τραγούδια, πάντα τα τραγούδια, ζωντανά, με δυο όργανα, μια κιθάρα κι έναν τζουρά. Διεγερμένα βλέμματα, κρυμμένοι πόθοι, όλη η ζωή σου στον αέρα, σαν να περνάμε το τελευταίο βράδυ στον πλανήτη. Το έχω ξανανεβάσει, αλλά είναι πυκνό, κορυφαίο:
"Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως την βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης; Τραγουδάς και γίνεσαι. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστικά των τραγουδιών, αυτών που- λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, αδιάφορο- προξένεψαν ανεπαίσθητα την καρδιά μας με την βαθύτητα μιας αμετάδοτης ιθαγένειας. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στον χρόνο, στο τραγούδι- τέχνη του έρωτα και του χρόνου- εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. Έτσι δένονται τα αόρατα νήματα πάνω από τα κεφάλια των μεθυσμένων και διανεύουν σκιές χαμένων γύρω τους."
(Κωστής Παπαγιώργης, στο «Γεια σου Ασημάκη» )
Αλλά δεν χρειάζεται να φτάσεις στην Ανάφη και τον Βαγγέλη Παπάζογλου. Τα λέει η κοπέλα το δύο χιλιάδες έντεκα: Αυτό το καλοκαίρι έχει κάτι μαγικό / σου λέω σ' αγαπώ, χωρίς να το σκεφτώ. Δηλαδή έχω αρπάξει, πώς το λένε: Φωτιά στη λογική. Να το κάνω σαφές: Τα έχω αφήσει όλα πίσω. Που πάει να πει: ας χάσουμε τον έλεγχο / σώμα μου εύφλεκτο.
Ρε παιδάκι μου: Τελειώνει ο χρόνος, φίλησέ με!.
Ά ρε Τάμτα, παρεξηγημένη.
*
Και η Τουρκαλίτσα και η Τάμτα κι αυτός ακόμα, από τα ξεχασμένα '90s, τα ίδια λένε: αυτή η νύχτα μένει.
xilaren via murplejane,
Ναι, πες μας κι εσύ κάτι που δεν ξέραμε. Λερώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους, τα παλιόπαιδα.
***
Αποφώνησις: Σε περίπτωση που θέλατε να χασομερήσετε στη σελίδα και δεν βρίσκατε τον λόγο, αντιγράφω τις πρώτες σελίδες από ένα ονειρικό βιβλιαράκι του Δ. Κούρτοβικ που δόθηκε με την Ελευθεροτυπία το 2007, ώστε να παραξενευτείτε ευχάριστα και να πάτε στην ευχή του θεού. Οι φωτογραφίες του μέγα silez. Ή του ukuk, χωρίσανε αυτοί τελευταία.
«Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή. Συνέβη σ’ εμένα τον ίδιο, πρόπερσι το καλοκαίρι. Αλλιώς παραδέχομαι ότι δεν θα την πίστευα. Θα έλεγα ότι, αν δεν είναι εντελώς πλαστή, γεννήθηκε στο μυαλό κάποιου που η μνήμη του, με την υπόγεια λογική του ονείρου, σύνδεσε δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, κάτι που έζησε αυτός ο άνθρωπος με κάτι που διάβασε ή άκουσε σε κάποια άλλη χρονική στιγμή και υπό διαφορετικές συνθήκες. Εδώ όμως αποκλείεται να έγινε κάτι τέτοιο. Θυμάμαι πολύ καλά την κατάπληξη και την ανησυχία μου καθώς ζούσα εκείνο το περιστατικό.
Ήμουν με μια παλιά φίλη μου στο νησί Α. Είχαμε περάσει μια βδομάδα σ’ ένα πολύ απόμερο παραθαλάσσιο χωριό και αποφασίσαμε να μετακινηθούμε για τις δύο τελευταίες μέρες στο λιμάνι, γιατί είχαμε βαρεθεί κάπως την ερημιά. Την παραμονή της αναχώρησής μας είπαμε ν’ ανεβούμε στη Χώρα. Όχι όμως από τον κεντρικό δρόμο, με το αυτοκίνητο, αλλά με τα πόδια, από ένα μονοπάτι που μας υπέδειξε ο ξενοδόχος μας.
Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι. Έκανε ζέστη, αλλά το μονοπάτι, εκτός από βατό, ήταν και σχετικά σκιερό, έτσι η ανάβαση δεν μας δυσκόλευε. Η φίλη μου προπορευόταν. Φορούσε ένα μακρύ φουστάνι με γαιώδεις αποχρώσεις σε πολύ όμορφους συνδυασμούς και βάδιζε με μεγάλη χάρη. Σκέφτηκα πως την αγαπούσα πολύ και πως ίσως δεν της το είχα δείξει αρκετά τις ημέρες που είχαν προηγηθεί. Το παλιό πάθος μας είχε ξαναφουντώσει απότομα και άγρια στο χωριό και στα διαλείμματα της έξαψης αποτραβιόμουν στον εαυτό μου σαστισμένος και κάπως μετανιωμένος, γιατί ήξερα πως ήταν μια πολύ άβολη σχέση. Τώρα όμως, καθώς την έβλεπα να ανηφορίζει αέρινα, αισθανόμουν ασυγκράτητα ερωτευμένος μαζί της και λυπόμουν που έπρεπε να χωρίσουμε την άλλη μέρα.
Στο τέρμα της ανηφόρας το μονοπάτι διασταυρωνόταν μ’ ένα φαρδύ χωματόδρομο κι έπειτα συνεχιζόταν ολόισια μέσα από ένα μεγάλο χωράφι με βερικοκιές. Πίσω από το χωράφι, τα πρώτα σπίτια της χώρας σκαρφάλωναν στην πλαγιά του απόκρημνου λόφου.
Δεν μείναμε πολύ στη χώρα, ήπιαμε μόνο έναν καφέ κι έπειτα κατηφορίσαμε από την άλλη πλευρά, για να κάνουμε μπάνιο σ’ έναν όμορφο ορμίσκο. Την ώρα που λιαζόμασταν μετά το κολύμπι, έγινε κάτι που με στενοχώρησε. Η φίλη μου μού είπε ξαφνικά: «Αυτές οι δυο μαύρες ελιές που έχεις κάτω από τη μασχάλη δεν μου αρέσουν. Πρέπει να πας σε γιατρό».
Τις είχα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, απαράλλαχτες. Της το είπα κι εκείνη δεν επέμεινε. Αλλά με παραξένεψε που τις πρόσεχε μόλις τώρα για πρώτη φορά. Γνώριζε το σώμα μου από παλιά και η τελευταία εβδομάδα θα έπρεπε να την είχε βοηθήσει να θυμηθεί όσες λεπτομέρειες είχε ξεχάσει.
Στον γυρισμό δεν ανταλλάξαμε σχεδόν κουβέντα. Όταν φτάσαμε στη Χώρα, ήταν πια αργά το απόγευμα. Περιπλανηθήκαμε στα δρομάκια με τους βασιλικούς και τις βουκαμβίλιες, και η φίλη μου τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, εκεί που στεκόμασταν σ’ ένα ξάγναντο και κοιτάζαμε τη θέα προς τα νότια, γύρισε, με αγκάλιασε μ’ ενθουσιασμό και με φίλησε. «Πέρασα μαζί σου μια υπέροχη βδομάδα» είπε.[…] »
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Το άλλο μονοπάτι
-----
*Πολλή μασονία πέφτει σ' αυτούς τους τουμπλεράδες. Επικοινωνούν μεταξύ τους με εικόνες, λένε κάτι συνθηματικές κουβέντες, εξελίσσονται σε τεχνίτες της απόκρυψης. Αντιγράφω τις φωτό τους ανερυθρίαστα, ανερώτητα, αβασάνιστα.