μια επιλογή για την ημέρα: ou ming
7.9.08
Η μέρα ήταν ήσυχη. Καφές το μεσημέρι, ψηλά, όλη η πόλη στα πόδια σου που λένε. Μπετόν και τσιμέντο, νόμιζα ότι έβλεπα τη θάλασσα. Φυσούσε κι ένα αεράκι. Η γυναίκα στο μπροστινό τραπέζι έφερνε το τσιγάρο της στο στόμα, το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα και τα νύχια της έλαμπαν στον ήλιο. Όλος ο ήλιος στα χέρια σου που λένε.
*
29.8.09
Όσες φορές χώρισα, κάτι που νοστάλγησα πολύ ήταν οι κοινές εξορμήσεις στο σουπερμάρκετ. Ηλίθιο, θα μου πείτε. Όχι πιο ηλίθιο από το γεγονός ότι η ζωή είναι γεμάτη από ηλίθια πράγματα που συνήθως σου φτιάχνουν τη μέρα και από σοβαρές υποθέσεις που συνήθως σου χαλάνε τη νύχτα.
*
17.1.07
Πρέπει να μπει μια ρέγουλα στη ζωή μου, σκεφτόμουν μπροστά στον καθρέφτη καθώς υπογράμμιζα το μάτι μου με ένα μαύρο μολύβι. Αλλά θα χρειαστεί να περάσω τον Νιαγάρα από το λούκι του νεροχύτη.
*
5.10.07 (Σόπινγκ θέραπι)
Τρέχουμε στην Αττική Οδό, φτάνουμε στο ΙΚΕΑ. Βλέπω ότι η Δ. συνεχίζει προς αεροδρόμιο. Νομίζω ότι έπρεπε να στρίψουμε, της λέω. Μόλις έχουμε περάσει κάτω από μια τεράστια επιγραφή που γράφει ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ. Αχ, νόμιζα ότι φεύγουμε, λέει η Δ. και βάζει τα γέλια. Πιάνει το πακέτο της απ' το παρμπρίζ και ανάβει ένα τσιγάρο. Την κοιτάζω καθώς οδηγεί με το τσιγάρο σφηνωμένο στα χείλια και σκέφτομαι ότι δεν θα μου έκανε εντύπωση αν το αυτοκίνητο απογειωνόταν ξαφνικά, επειδή για μια στιγμή πίστεψε ότι το τσιγάρο έπεσε σαν μάσκα οξυγόνου στο κενό αέρος της ζωής μας.
*
17.10.09
Όλος ο κόσμος αφηρημένα ή συγκεκριμένα εσείς; με ρωτάει. Όλος ο κόσμος συγκεκριμένα και αφηρημένα εγώ, του απαντάω. Βγαίνω στο δρόμο, βρέχει. Οι άνθρωποι περιμένουν με ανοιχτές ομπρέλες στη στάση, τα πόδια τους ξεφυτρώνουν μέσα από τις αντανακλάσεις στα νερά. Τρέχω και χώνομαι κάτω από ένα στέγαστρο. Δίπλα μου συνωστίζονται περαστικοί, τα παπούτσια μας πολλαπλασιάζονται γρήγορα πάνω στο ραγισμένο πεζοδρόμιο σαν τα στρείδια που σκεπάζουν τα ναυάγια.
*
13.5.10
Σου φαίνεται άψυχο το σπίτι. Σκέφτεσαι ότι ίσως αν είχες λουλούδια. Παίρνεις ένα λουλούδι. Το κοιτάζεις από μια γωνία και σου αρέσει έτσι όπως στολίζει το τραπέζι. Παίρνεις και δεύτερο, παίρνεις και τρίτο - είναι πράγματι ωραία τα λουλούδια. Στέκεσαι ξανά στη γωνία και τα θαυμάζεις και τότε σου έρχεται η ιδέα να μετατρέψεις το σπίτι σε μικρό κήπο· παίρνεις και τέταρτο και πέμπτο και έκτο και γλάστρα και γλάστρες. Και μια μέρα, εκεί που είσαι ξαπλωμένος στον καναπέ με όλα τα λουλούδια γύρω σου και τα χέρια πλεγμένα στο στήθος, σε λούζει άσπρο φως, συρρέει μαύρο πλήθος.
*
9.11.09
Με τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι δεν ανακαλύπτεις την αλήθεια. Η αλήθεια αποκαλύπτεται, είναι κάτι που πάντα ήξερες αλλά ποτέ δεν έβλεπες, σαν τα πόδια του περιπτερά.
*
3.3.11
Με την κούραση που φέρνουν τα χρόνια, με τους πόνους στη μέση και την αδυναμία στα πόδια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάγεται εξοργισμένος από την καρέκλα του κάθε φορά που ο συνομιλητής του λέει κάτι αδιανόητο. Μένει στη θέση του λοιπόν και ακούει στωικά και προσεκτικά τον άλλον και τις αντίθετες απόψεις του. Αυτό το απλό μηχανικό πρόβλημα κάποιοι το ονομάζουν σοφία. Και θα είχε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη, αν δεν ακολουθούσε μια άλλη μηχανική δυσλειτουργία: η κώφωση, η οποία επιστρέφει τον άνθρωπο στα εφηβικά του χρόνια, στο "δεν ακούει πια κανέναν".
*
30.10.10 (Καθόλου δεν ταιριάζουμε)
Έχω έναν σκύλο
έχεις μια γάτα
είμαι σαράντα
είσαι τριάντα
πας στους γονείς σου
τρέχω στους ψυ
έχω αυτοκίνητο
έχεις ταξί.
Θά 'λεγα κι άλλα
αλλά μου τό 'κλεισες
γιατί είχε μπάλα.
*
21.10.08
Όλη η πορεία της σχέσης με έναν άνθρωπο είναι η τεκμηρίωση των λέξεων που σκέφτεσαι όταν τον πρωτοβλέπεις. Ο άνθρωπος τίθεται σαν θέμα.
*
6.10.09 (presse papier)
Έξι η ώρα το πρωί, στέκομαι μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και περιμένω να βράσει το νερό για τον καφέ. Τέταρτος μήνας με αυτή την πρωινή αϋπνία που με πιάνει από το αυτί και με σηκώνει από το κρεβάτι πριν ακόμη ξημερώσει. Και πόσες φορές, μετά από μεγάλα ξενύχτια, καθισμένη πάνω στην άμμο και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει, είχα πει στον εαυτό μου δες το καλά αυτό, πόσες ανατολές θα δεις στη ζωή σου. Τελικά είδα πολλές.
Έχει έναν περίεργο τρόπο να σε λυπάται η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι. Ενώ είναι εφτά το απόγευμα, κάνουν έναν κύκλο οι δείκτες και το δικό σου δείχνει εφτά το πρωί. Δεν έχω γελάσει περισσότερο στη ζωή μου από ό,τι στην κηδεία του παππού μου. Αλλά το έβλεπα: όλοι πήγαιναν σπίτι τους να ετοιμάσουν το βραδυνό τους, εγώ μόλις ξυπνούσα.
Ανοίγω το ντουλάπι, πιάνω το αγαπημένο μου φλιτζάνι, ρίχνω μια κουταλιά ζάχαρη. Πάω στο ψυγείο να πάρω το γάλα, κοντοστέκομαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι με μαγνητάκια πάνω στην πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται· όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις επιτέλους κάποιο νόημα, σε πλακώνει ένα κομμάτι μάρμαρο, να μην το χάσεις.
*
24.8.08
Παρατηρούσα χθες -και δεν το λέω για να με κακολογήσω- έχω κρεμάσει στο σπίτι μου διάφορες κορνίζες για φωτογραφίες, χωρίς φωτογραφίες. Εδώ και καιρό δεν καταφέρνω να συνδυάσω μια ωραία κορνίζα που αγόρασα με μια φωτογραφία. Δηλαδή νιώθω ότι κάπου πρέπει να εστιάσω. Και προφανώς προτιμώ την κορνίζα. Από την άλλη, θα μπορούσε κάποιος να πει πως στολίζω μια απουσία στο σπίτι. Τι να πεις. Αυτή η ιστορία βρομάει εξαρχής. Καρφώνεις στο ντουβάρι έναν παγωμένο άνθρωπο. Και τον κοιτάζεις. Και μου φαίνεται μπορώ να πω θλιβερό να παρατηρώ σε σπίτια τις φωτογραφίες στολισμένες, μαντεύεις τι θα ήθελε αυτός ο άνθρωπος να του συμβαίνει συνέχεια, μια έναστρη βραδιά στην παραλία γύρω απ' τη φωτιά, γέλια, κι άλλα γέλια, φίλοι, γιορτές, έξοδος με τα καλά του, τραγούδια και χαρές. Τα σκεφτόμουν όλα αυτά χθες μόλις βγήκα από το μπάνιο, πήγαινα πάνω-κάτω στο διάδρομο με το μπουρνούζι και πίεζα την πετσέτα στα μαλλιά μου. Λίγη ώρα νωρίτερα είχα καρφώσει άλλη μια κενή κορνίζα στο υπνοδωμάτιο. Έχει έναν ωραίο μαύρο σκελετό αυτή η κορνίζα και τώρα που το λέω, μου φαίνεται πως ίσως δεν έχει καμία σχέση με τις απουσίες όλο αυτό, ίσως απλώς να με έχει επηρεάσει ο σκύλος μου που κάθεται με τις ώρες και δαγκώνει το κόκαλό του.
*
24.12.11
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να πεθαίνουν τα σκυλιά. Τα σκυλιά θα έπρεπε να ζουν για πάντα, αφού σε αυτά έχει ανατεθεί να κουνάνε τις ουρές τους σαν δυναμό, για να γυρίζει ο κόσμος. Αλλά πεθαίνουν. Υποθέτω πως εκείνα το ζήτησαν αυτοπροσώπως απ' τον Θεό, για να είναι σαν όλους τους άλλους και να μην στεναχωρήσουν κανέναν. Κι ο Θεός με τη σειρά του, για να μην τα στεναχωρήσει, γέμισε τον Κάτω Κόσμο κόκαλα για να παίζουν τα σκυλιά.
[…]
Έχει κάτι κουνούπια εδώ στο νησί, από τα παλιά, τα μονοκινητήρια. Τα ακούς να βουίζουν από μακριά, μέχρι να σε φτάσουν, τα έχει πιάσει η ταμπλέτα. Έχει μια αράχνη με μακριά πόδια, ζει στη γωνία πίσω απ' την καρέκλα περιμένοντας ακίνητη πάνω στον ιστό της. Την παρατηρώ κάθε πρωί στις τέσσερις που σηκώνομαι και φτιάχνω έναν καφέ. Μοιάζει να αιωρείται στο πουθενά, ένα ουράνιο σώμα σταματημένο. Έχει μια γάτα, ανέβαινε τις σκάλες τις προάλλες με ένα ποντίκι στο στόμα. Τραμπαλιζόταν η ουρά του ακολουθώντας το βήμα της, θύμιζε το χέρι λιπόθυμης πρωταγωνίστριας την ώρα που την κουβαλάει ο ήρωας. Είναι μια χαριτωμένη, ασπρόμαυρη γάτα, κάθε πρωί νιαουρίζει σαν παιδί δίπλα στο παπούτσι μου. Να σε σκοτώνει αυτή η γάτα, είναι σαν να σε σκοτώνουν με ένα ροζ περίστροφο. Έχει κι άλλα στο σπίτι στο νησί: ένα σαμιαμίδι που κρύβεται πίσω απ' την κουβέρτα, σφήκες, μύγες και μυρμήγκια που συρρέουν στα κουφάρια, έναν παράφωνο κόκκορα και, πέρα στο βάθος στην πλαγιά, τα καντήλια του νεκροταφείου τρεμοσβήνουν κάθε βράδυ με φόντο τον έναστρο ουρανό.
Έτσι είναι ο κόσμος
με καντήλια και αστέρια
με τα χέρια από τα ταίρια
να σφίγγονται, να πλέκονται, να γλείφονται ακόμα
μια δείχνοντας τον ουρανό
μια δείχνοντας το χώμα.
***
Η σόμπα αλογόνου τρίζει όταν γυρίζει αριστερά, ένα είδος μηχανικού αυχενικού συνδρόμου. Νιώθοντας περιοδικά τη ζέστη στα πόδια μου, έχω την αίσθηση ότι κάποιος χτενίζει διαρκώς το χώρο για να με προσέχει. Η σόμπα είναι φίλη. Οι λέξεις δεν είναι φίλες μου αυτό τον καιρό. Βέβαια δεν ξεχνάω πως υπάρχουν κι αυτές οι εποχές: σκυμμένη στο τραπέζι επί ώρες θα μαστορεύω μια τελεία ξεχαρβαλωμένη.
*
Προσωπικά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως η ou ming είναι μεγάλη ποιήτρια- οι ζυγισμένες λέξεις της σε εγκλωβίζουν ταχύτατα στον μαγικό της κόσμο (μονοκινητήρια κουνούπια, γάτες και ροζ περίστροφα, παράφωνοι κόκκορες, σόμπες και τελείες προς επιδιόρθωση- για να μείνω μόνο στο τελευταίο της) ένα ποιητικό σύμπαν με ισχυρή εικονοποιία, έντονη εικαστικότητα. Κάποτε μου είχε πει πως ou ming στα κινέζικα σημαίνει χωρίς όνομα (wu ming) και σκεφτόμουν πόσες φωνές μένουν για πάντα έτσι μισοανώνυμες και άστεγες, αδέσποτες. Πέρα από την επίσημη ιστορία της λογοτεχνίας (και της τέχνης γενικότερα) υπάρχει και η ιστορία των προσώπων που με το ποιητικό τους βλέμμα ανατρέπουν την πλήξη της ημέρας, ή ακόμα περισσότερο, την πλήξη της ποιητικής σύμβασης που μας τυράννησε παιδιόθεν με την ανοικονόμητη σκηνοθεσία της.