εργολάβοι και ηδύποτα
.
.
Τα θυμάμαι, σχεδόν ίδια, από τη δεκαετία του εβδομήντα: τα δώρα-ποτά των επισκέψεων: κόκκινο περιτύλιγμα χωρίς διακριτικό καταστήματος και χρυσός φιόγκος με σελοτέιπ, στην πάνω γωνία. Υπήρχε πάντα η υποψία ότι είναι δώρο μεταφερόμενο, μπορούσες να δεις τις φθορές στις γωνίες. Θυμάμαι τον πατέρα να ξεκολλάει προσεκτικά τις άκρες του ώστε να δούμε το περιεχόμενο χωρίς να καταστραφεί το περιτύλιγμα. «Ουίσκι», αποφαινόταν με μικρό ενθουσιασμό, ή «κονιάκ» ή «βερμούτ» ή «λικέρ» κατά περίπτωση, με τόνο πιο ουδέτερο – μια μικρή απογοήτευση για όλους. Είναι αδιευκρίνιστος ο λόγος για τον οποίο γινόταν αυτή η μικρή επιχείρηση αφού ως οικογένεια δεν προσφέραμε τέτοια δώρα σε άλλους· πέρα από την ανησυχία μήπως επιστραφεί το ίδιο πακέτο στον δωρητή του, υπήρχε μια αίσθηση αναξιοπρέπειας – δεν τα κάναμε εμείς αυτά.
.
Τα ποτά, έτσι κλειστά, τοποθετούνταν δίπλα σε άλλα ποτά-δώρα, στο σύνθετο, σ’ αυτό το ντουλαπάκι που έκρυβε τη δική του ζωή: κάτι σοκολατάκια Τζοκόντα ή τα πολυτελείας της ΙΟΝ (με έμφαση στις πράσινες νουαζέτες), λίγες ξεχασμένες σταφίδες ή φουντούκια στην κρυστάλλινη πιατέλα με τα χωριστά διαμερίσματα (πώς λέγεται αυτό το σχεδιαστικά αξεπέραστο αντικείμενο;), ξερά σύκα (που προσφέρονταν συνήθως με φρέσκα αμύγδαλα), κάτι αχρησιμοποίητα σουβέρ, κορδέλες σε διάφορα χρώματα – υπολείμματα προηγούμενων συσκευασιών. Εννοείται ότι δύσκολα καταναλώνονταν τέτοια ποτά, εξού και στο περίφημο ντουλαπάκι του πατρικού εγκαταβιούν ακόμα κάτι μυθικά λικέρ από εκείνες τις μακρινές δεκαετίες. Ακόμα και τώρα όμως, δεν αποφασίζω να αφαιρέσω το περιτύλιγμά τους χωρίς κάποιες αόριστες τύψεις ότι παραβιάζω το οικογενειακό πρωτόκολλο.
.
Από τις καταθλιπτικότερες εφευρέσεις της μικροαστικής οικογενειακής ζωής, ιδίως όταν είσαι παιδί, αποτελούν οι απογευματινές επισκέψεις των συγγενών, την περίοδο των γιορτών. Κατά τις πεντέμισι το απόγευμα, μ’ αυτό το χλωμό χειμωνιάτικο φως απ’ έξω και το χλωμότερο φως του σαλονιού μέσα, εκτυλίσσεται το μίνι δράμα: υψηλός τόνος και επιτηδευμένη εξωστρέφεια στην είσοδο, καλώς τους καλώς τους, περάστε να καθίσετε, αμηχανία και επαναλήψεις στη συνέχεια: –Πώς τα πάτε εσείς; –Ε, ας τα λέμε καλά.
.
Κρυβόμουν στα μέσα δωμάτια προσπαθώντας να μην εμφανιστώ, η μαμά στην πόρτα αυστηρή, τι πράγματα είναι αυτά τα παιδί μου, σε περιμένει ο κόσμος. Τόσα βλέμματα, τόσα άγνωστα πρόσωπα, τόσα ονόματα, τόσα φιλιά. Πανικός. Κι ακόμα μεγαλύτερος πανικός, ένα άγνωστο παιδάκι να περιμένει στη γωνία του, ζαρωμένο, να πάτε με τον Νικολάκη να παίξετε. Τι να παίξουμε, σκεφτόμουν, δεν βλέπετε ότι μας χωρίζει αγεφύρωτο –ηλικιακό και όχι μόνο– χάσμα;
.
Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση του σαλονιού μετά την επέλαση. Ανοιχτές πόρτες να φύγει ο καπνός αλλά η ατμόσφαιρα παρέμενε βαριά από κάτι ανοίκειο, ξένο, σαν η προηγούμενη οχλαγωγία να είχε κατακαθίσει πάνω στους καναπέδες όπως η ζάχαρη-άχνη στους κουραμπιέδες. Τασάκια φορτωμένα αποτσίγαρα, κρυστάλλινα ποτήρια με το σημάδι του κραγιόν, κάτι υποψίες γυναικείων αρωμάτων πίσω από δεκάδες άσσους φίλτρο μαλακό, του πατέρα. Ευτυχώς, τίποτα δεν κρατάει για πάντα – επιστροφή στη γνωστή μας σιωπή.
.
Αλλά επειδή η νοσταλγία είναι ύπουλο πράγμα, πέρα από τα εξωτικά ηδύποτα και τα αχώνευτα φρουί γλασέ, τους απλούς εργολάβους και τους εργολάβους-σάντουιτς, τα παντοειδή κεράσματα (συνήθως κύλινδροι σοκολάτας με κρέμα, τυλιγμένοι με ασημόχαρτο ως τη μέση) και τις κλασικές πάστες που μεσουράνησαν στις δεκαετίες του ’70 και ’80 (νουγκατίνες, σεράνο, κωκ, κορμοί αμυγδάλου), θυμάμαι με αγάπη κάποιες σπάνιες καραμέλες ούζου που έφερναν οι θείοι (πρόσφεραν μια ξαφνική γεύση ενηλικίωσης), τις συρταρωτές σοκολάτες γάλακτος με τα πρόσωπα-παζλ, τα τυλιχτά γλυκά-κάστανο (τα υπέροχα μαρόν-γλασέ), τα αιώνια σοκολατάκια-μαργαρίτες αλλά και τα μαστιχωτά αμυγδαλωτά της μαμάς.
.
Ένας ολόκληρος γευστικός πλανήτης, που ξεθωριάζει με ταχύτητα.
.
Καλή χρονιά σε όλους.
.
Μεθεόρτιο και ευχετήριο, για το Lovecooking.gr