Μάταια προσπαθώ να επινοήσω μια πλοκή. Με το βιβλίο στα χέρια, αδρανής και στάσιμος, με μια συγκίνηση δικής μου παραγωγής και εμφιάλωσης (μέχρι το βράδυ τελειώνω ένα μπουκάλι), νιώθω ανάξιος να επινοήσω οτιδήποτε· ακόμα κι αυτό το απλό σημείωμα. Η μόνη πραγματική επινόηση είναι ο εαυτός μου, μια γκριμάτσα στον καθρέφτη που συνοψίζεται ως εξής :-( Κι όμως δεν πρόκειται για λύπη ή στενοχώρια- είναι οι γραμμές του προσώπου της γιαγιάς μου αυτές, δυο βαθιά αυλάκια που πρόσφατα ανακάλυψα ότι είναι δικά της. Οπότε, να μην προσθέτουμε έξτρα δραματικότητα σε πράγματα εκ φύσεως προσδιορισμένα. Παρακαλώ πολύ.
*
Πριν λίγο πέτυχα ένα απόσπασμα του Ίταλο Καλβίνο και επηρεάστηκα: «ένα βιβλίο είναι κάτι με αρχή και τέλος (ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μυθιστόρημα με τη στενή έννοια), είναι ένας χώρος στον οποίο ο αναγνώστης πρέπει να μπει, να τριγυρίσει, ίσως και να χαθεί, αλλά από τον οποίο κάποια στιγμή πρέπει να βρει μια έξοδο, ίσως και πολλές εξόδους, τη δυνατότητα να ανοίξει μπροστά του ένα δρόμο για να ξεφύγει.»
Μ’ άρεσε αυτό, κόλλησα. Νομίζω ότι κατά την ανάγνωση ασυνείδητα τοποθετούσα στη θέση του «βιβλίου», τη λέξη πρόσωπο.
Τα πρόσωπα, σκέφτομαι, είναι οι κατεξοχήν χώροι. (κρίσιμη συμπλήρωση στο "το πρόσωπο και ο έρως"). Χαμένοι μέσα τους, χαμένοι στις πόλεις, lost the way. Εξαιρετική περιγραφή του χασίματος, το έχω δει ίσαμε δέκα φορές από το μεσημέρι με το ίδιο πάντα εφέ: καταβύθιση στον μαλακό πυθμένα.