εφτά του δεκαεφτά
–Γιατί κοριτσάκι μένεις μόνο σου εδώ έξω, σ’ αυτή την παγωνιά;
kisses, tears & psychodramas
Πρέπει να ήταν Δεκέμβρης ή Γενάρης γιατί η πόλη ήταν στολισμένη και η κίνηση αφόρητη. Στο φανάρι χάζευα τα εγκλωβισμένα τρόλει κι αυτή την ετερογενή παράταξη ανθρώπων δίπλα στις χειρολαβές - τυχαίος θίασος προσώπων σε καθήλωση. Τους κοίταζα με συμπάθεια και σκεφτόμουν ότι πίσω από τον καθένα μας υπάρχει πάντα μια μαμά και ένας μπαμπάς, ότι όλοι είμαστε παιδιά κάποιων- τίποτα περισσότερο ή βαθύτερο απ’ αυτό. Ήταν νομίζω η πρώτη φορά που αισθάνθηκα κολακευμένος και ίσως περήφανος, μια ξαφνική συγκίνηση στη σκέψη ότι θα μπορούσα, τόσο καθυστερημένα, να περάσω στην απέναντι πλευρά: η μεγάλη, η απίστευτη τιμή να γίνεσαι γονιός ενός ανθρώπου στη ζωή.
*
Για όποιον η γέννηση ενός παιδιού δεν αποτέλεσε το φυσικό παράγωγο ενός κοινωνικού αυτοματισμού αλλά μια περίπλοκη διαδρομή αμφιβολιών και παλινδρομήσεων, προσπαθειών και ματαιώσεων, ελπίδων και φόβων, του είναι εύκολο να καταλάβει: η καθυστερημένη εύνοια των θεών φαντάζει σαν τελευταία ευκαιρία ζωής, πολύτιμο δώρο προς αξιοποίηση. Προσωπικά, πέρα από το τρελό άγχος που με κατέλαβε, βίωσα την περίοδο της αναμονής με μια αίσθηση διεσταλμένου χρόνου (σαν εκείνη την ατελείωτη πορεία αυτογνωσίας του ήρωα, στο Στάλκερ, του Ταρκόφσκι), μια ανάγκη συσπείρωσης γύρω από τις αρχαίες σταθερές της ζωής, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον πρωτοφανούς αστάθειας και διάλυσης. Ανάποδα που έρχονται τα πράγματα σαμτάιμς.*
Αντίθετα ο τοκετός, παρά την καλλιεργημένη βεβαιότητά μου για προνομιακή συμμετοχή σε γεγονότα σπουδαία και συγκλονιστικά, λειτούργησε μάλλον σαν οδοστρωτήρας εντυπώσεων από τον οποίο δεν έχω προλάβει να συνέλθω- υποθέτω πως δεν υπάρχουν πια πολλά περισσότερα να σκεφτώ. Θυμάμαι ότι μου ήταν αδύνατο να εστιάσω στο μείζον και παρότι επαναλάμβανα διαρκώς μέσα μου «ζήσ’ το αυτό, μην το κρίνεις» με αποσπούσαν τελικά κρίσιμες λεπτομέρειες όπως ποιοι από το προσωπικό φοράνε τα σκουφάκια του χειρουργείου βάζοντας τα αυτιά τους μέσα και ποιοι τα αφήνουν έξω. Σε έναν σχετικά μικρό χώρο επικρατούσε πανδαιμόνιο, γιατροί και νοσοκόμοι άνοιγαν κουτιά με δοχεία μιας χρήσης κλιμακώνοντας τις οδηγίες προς τους δυο μας (εντάξει, εγώ σε ρόλο εντελώς γκεστ) με έναν τρόπο λιγάκι φοβιστικό, σαν να κρατούσαμε την τύχη του αεροσκάφους στα χέρια μας. Το αεροσκάφος βρισκόταν στη φάση της προσγείωσης: υπήρχε η θετική προσμονή αλλά και μια διάχυτη αίσθηση κινδύνου. Και ξαφνικά, από τα παμεπαμεπαμεπάμε/ κιαλλοκιαλλοκιαλλοκιάλλο περάσαμε αυτόματα στο να σας ζήσει. Τυποποίηση, θα μου πεις· αλλά και μοναδικές στιγμές, πυκνές, αμετάδοτες. Δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο που έχει προετοιμαστεί τόσο ώστε να μην κλονιστεί μπροστά στο θαύμα. Ακόμα και η αίσθηση ξαφνικής απάθειας είναι νομίζω σημάδι παράλυσης απέναντι σ’ αυτό που σε ξεπερνά.*
Ανήκω σε μια παρέα (και μια εποχή) στην οποία η ιδέα της οικογένειας και του παιδιού ήταν -και παρέμενε μέχρι πολύ πρόσφατα- καθαρό ταμπού. Ίσως όχι ακριβώς πάνω στη βάση της επιχειρηματολογίας της Σώτης Τριανταφύλλου (αν και απολύτως σεβαστή στη λογική της, είχε αυτό το πουσάρισμα στις διατυπώσεις της που σε υποψίαζε για τις ασυνείδητες δυνάμεις που έλεγχαν πραγματικά το κείμενό της)· πάντως στην περίπτωσή μας υπήρχε τέτοια αίσθηση επείγοντος στην αποκρυπτογράφηση του νοήματος, τόσες άλλες προτεραιότητες ζωής, που δεν έμενε χώρος για απόλυτα, καθοριστικά σχήματα (πότε να προλάβει κανείς να κάνει τέχνη και πότε επανάσταση; Και πότε να πάει στην Ανάφη;) Εκ των υστέρων όμως σκέφτομαι ότι μπορεί στην περίπτωσή μας να μην έπαιξαν τον (αποτρεπτικό) ρόλο που κολακευόμαστε να πιστεύουμε τόσο η ροκ μυθολογία, η γοητεία των καταραμένων και το ανεκπλήρωτο του έρωτα, όσο το μοντέλο της νεοελληνικής οικογένειας που γνωρίσαμε από πρώτο χέρι και από το οποίο προσπαθούσαμε μάταια να αποδράσουμε. Πολλή σοβαροφάνεια, αιώνιοι ρόλοι καθήκοντος, τεράστιοι καταναγκασμοί ζωής. Πολλές «θυσίες» (κι ακόμα περισσότερες κουβέντες γι’ αυτές τις περίφημες θυσίες) πολλά προαπαιτούμενα δηλαδή, για να στηθεί η αγία οικογένεια. Πώς να φανταστείς εύκολα μιαν άλλη, λιγότερο ασφυκτική εκδοχή ζωής;*
Μίλησα πιο πάνω κάπως σχηματικά και περιπαικτικά για τις ζωές μας, δανειζόμενος το πνεύμα αυτοκριτικής που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια αυτή την έρμη παρέα μου, η οποία και αντιμετωπίζει την προσωπική της διαδρομή με ιδιαίτερη σκληρότητα. Δεν συμφωνώ με την όψιμη τάση αμφισβήτησης κεντρικών επιλογών της ζωής μας, τάση που άθελά της μοιάζει να δικαιώνει αναδρομικά όλη τη μισητή προπαγάνδα του συνετώς πολιτεύεσθαι ώστε μελλοντικώς εξασφαλίζεσθαι· ούτε συναισθηματικά ανάπηροι υπήρξαμε, ούτε εαυτούληδες, ούτε υστερόβουλοι· κυρίως δεν ανήκαμε (ούτε εμείς, ούτε άλλοι) σε κάποιο είδος ή φυλή από τις δεκάδες σχηματικές κατηγορίες του δήθεν κυνικού και κατ’ουσίαν απλοϊκού πνεύματος της αρθρογραφίας των νάιντις. Κάναμε ό,τι πιστεύαμε καλύτερο σ’ έναν κόσμο αντεστραμμένο- αν οι φίλοι δεν είναι πια περήφανοι γι’ αυτό, είμαι εγώ για εκείνους.*
Από την άλλη ίσως να αποτελεί νομοτέλεια κάθε γενιάς και κάθε παρέας, η διάψευση. Δεν είναι ακριβώς «δικός μας» ο Θωμάς Γκόρπας, αλλά το αίσθημα είναι ίδιο:[...]Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα ... Χίλιες φορές κοιμήθηκα με το τσιγάρο αναμμένο απ' άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες ...[...]
*
Εκείνη την πρώτη περίοδο της εγκυμοσύνης, το γεγονός φάνταζε τόσο μεγάλο που δεν τολμούσα να το αντιμετωπίσω πραγματικά- ούτε καν να το ονειρευτώ. Η ιδέα της πατρότητας / μητρότητας, ότι ένα άγνωστο νέο πρόσωπο (πώς ξεφυτρώνει ανάμεσά μας;) διαμορφώνεται τόσο ριζικά από αυτό που είσαι εσύ, όχι από αυτό που του διδάσκεις ή του προτείνεις αλλά από τον πυρήνα σου, απ' αυτό που κανείς άλλος δεν θα προσέγγιζε τόσο βαθιά, που κανέναν άλλον δεν θα επηρέαζε ποτέ τόσο καθοριστικά, μια σχέση ζωής που δεν έχει αναγωγή ή αναλογία σε κάτι παρόμοιο, σου φτάνει και περισσεύει για να τρομάξεις. Κι ούτε ποτέ το συνηθίζεις πραγματικά αλλά παρεμβαίνουν στην πορεία τόσα αρκουδάκια, ρουχαλάκια, σαλιάρες, μπανάκια, καρότσια, ώστε να το κάνουν οικείο, ανθρώπινο. Στο τέλος ξεχνάς την πρώτη σου έκπληξη, γίνεσαι κι εσύ ένας ρόλος, άλλος ένας μπαμπάς που κάνει αίτηση για το βιβλιάριο υγείας του παιδιού του. Σε κάτι λιγότερο από έναν χρόνο.*
[Θυμάμαι πως κοίταζα το καλαθάκι στο ράφι και σκεφτόμουν πόσο χρονικό διάστημα καλύπτει. Το κρατούσα ύστερα κάπως αμήχανα και αναρωτιόμουν αν πράγματι μας μέλλεται να μπει κάτι εκεί μέσα ή πρόκειται περί αλαζονικής σκέψης μιας καλπάζουσας φαντασίας. Τελικά γεννήθηκε στους καύσωνες του Αυγούστου και μέχρι τη σημερινή βροχή έζησε σ’ αυτό το ονειρώδες λιλά- ελπίζω να της άρεσε. Απόψε πήγε στην κούνια της.] [Να πω την αλήθεια, πίστευα ότι μετά τη γέννησή της θα τραγουδούσαν μόνο άγγελοι στο σπίτι. Και πράγματι τραγουδάνε, μόνο λιγάκι πιο δυνατά και κάπως φάλτσα. :-)]
Μαύρο σύννεφο – τίποτα δεν θα ’ναι ίδιο ξανά. Μ.Φάμελος
Tο ιλιγγιώδες ποσοστό της σου παγώνει το αίμα. Το βλέπεις και στο σχολείο, κάποια παιδιά αισθάνονται πλέον τη ΧΑ σαν χρυσή παραβατικότητα - αν αρχίσεις να εξηγείς πόσο κακό πράγμα είναι θα τα στείλεις κατ' ευθείαν στην αγκαλιά της· νέα αγόρια γεμάτα ενέργεια και πάθος και ένταση, μηχανάκια και σούζες και ντραγκς και χουλιγκανισμός και συμμορίες και ψιλοκλεψιές, τώρα και χρυσή αυγή. Είναι μόδα, είναι η γοητεία του μιλιταρισμού σε παιδιά χωρίς μνήμη ή γνώση της ιστορίας, φαινόμενο που όσο το πολεμάς γιγαντώνεται. Ίσως σ' αυτό να βρίσκεται μια ελπίδα, ότι το ρεύμα είναι ευκαιριακό, δεν εκφράζει πραγματική ταύτιση. Θα κάνει όμως έναν μεγάλο κύκλο μέχρι να απομαγευτεί και ξεφουσκώσει, μακρά περίοδος που θα μας προκαλεί απανωτά εγκεφαλικά.
*
Αθωότης και ελαφρότης στην εποχή των μνημονίων.
*
7.9.08
*
*
*
*
*
*
*
*
*
*
*
*
Έτσι είναι ο κόσμος
με καντήλια και αστέρια
με τα χέρια από τα ταίρια
να σφίγγονται, να πλέκονται, να γλείφονται ακόμα
μια δείχνοντας τον ουρανό
μια δείχνοντας το χώμα.
***
*
Ανεπίκαιρο, αντιεορταστικό ποστ προ έκτης δόσης, για τον βυτίο και το μπαχάρ του.
Ν.Γ.Πολίτη, Εκλογαί απο τα τραγούδια του ελληνικού λαού.
*
*
*
Δυο-τρία μαγαζιά στη λεωφόρο αλλάζουν χέρια συνεχώς. Μετατρέπονται διαδοχικά σε φούρνο, είδη δώρων, τράπεζα, κρεοπωλείο, μπαρ, ζαχαροπλαστείο. Βουνά γυψοσανίδας, γκάπα-γκούπα, νέα μπάζα πάνω στα παλιά, άλλη διακόσμηση, εκαίνια, μπαλόνια. Και ξανά. Αν δεν πρόκειται για τοπική αρχαία κατάρα, τείνω να πιστέψω ότι περνάμε κάποιου είδους κρίση. Περίεργο.
-Πολύ όμορφο, καλές δουλειές να έχετε. Πού είναι το προσωπικό;
-Δεν νομίζω πως χρειάζονται επαγγελματίες ανάμεσά μας. Στην υγειά σας.
*
*
*
*
*
από τον talos.
*
*