Βαλέδες
Πρώτη επαφή με τον τζόγο: ένα τελαρωμένο πανί, μισοφωτισμένο από μια λάμπα που χόρευε στον αέρα (και ο αέρας μύριζε Χριστούγεννα). Η επιφάνειά του χωριζόταν σε τετράγωνα 4x4cm περίπου, στα οποία σημειώνονταν οι αριθμοί επί 2, επί 3, επί 5 ή, πιο σπάνια, επί 10 και 20. Ο παίχτης τοποθετούσε ένα δίφραγκο στον ξύλινο επικλινή οδηγό (ένα τριγωνάκι με σχισμή κύλισης) και το άφηνε ελεύθερο. Επιτρεπόταν να παίζουν ταυτόχρονα τρία-τέσσερα άτομα, οπότε για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα παρακολουθούσες την πορεία του κέρματός σου να διασταυρώνεται με εκείνη των υπολοίπων, διφραγκάκια αθόρυβα και μυστηριώδη που κυλούσαν ήσυχα πάνω στο τεντωμένο πανί, μέχρι την (ευτυχή ή όχι) κατάληξή τους. Για να κερδίσεις έπρεπε το κέρμα να μην εφάπτεται των πλευρών του τετραγώνου στο οποίο κατέληγε, πράγμα δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο ή σπάνιο.
Ο γκρουπιέρης μόνος του από τη μία, σοβαρός και απόλυτος στις κρίσεις του (πατάει γραμμή) και όλοι εμείς οι σπόροι από την άλλη (δεν πατάει, δεν πατάει!)
Μαγεία.
*
[Με τη φωτογραφία θυμήθηκα: Το πενηνταράκι ήταν νόμισμα συμπαθές, τρυφερό, πλην ανίσχυρο. Η δεκάρα, ανυπόστατη. Η δραχμή είχε την εθνική μυθολογία της, τίμια και συνετή πάντα, αλλά με μικρή δύναμη. Το τάλιρο ή το δεκάρικο ήταν όντα βαριά, σοβαροφανή, ελάχιστα παιχνιδιάρικα. Το εικοσάρικο εξίσου απόμακρο, ανήκε στην κατηγορία κοσμήματα ή τάματα στις εικόνες. Το δίφραγκο αντίθετα, όπως σήμερα το δίευρο, ασκούσε ένα είδος κυριαρχικής εποπτείας στην υπόλοιπη τάξη των κερμάτων. Σοβαρούτσικο αγοραστικά (έπαιρνες ας πούμε το Μπλεκ ή μια μεγάλη σοκολάτα ή παγωτό σπέσιαλ κλπ) με πραγματικό βάρος αλλά και ελαφράδα, δεν είχε τίποτα βήτα πάνω του. Εξέπεμπε ένα decent chic ούτως ειπείν.]
*
Στο τέλος του Λυκείου, με την παρέα των συμμαθητάδων που αποτέλεσαν τελικά τον σκληρό πυρήνα των φίλων μέχρι σήμερα, εγκαινιάσαμε και την πόκα. Το πρώτο διάστημα υπήρχε ανταγωνισμός και ένταση, χάνονταν μάλιστα αρκετά λεφτά, γιατί ήμασταν άγουρα νιάτα που υποδύονταν τους μεγάλους. Με τα χρόνια μας κέρδισε η ιεροτελεστία της συνάντησης. Η οικειότητα και η φιλία, παραδόξως, δεν ακύρωναν την εμβάθυνση στο σπορ, πρόσφεραν μάλιστα πλάτες για να εκπαιδευτούμε στο παιχνίδι με ασφάλεια. Απαραίτητα βέβαια τα αξεσουάρ της περίστασης, κοστούμι, γραβάτα και μαλακά παπούτσια (για να αντέξεις στο ξενύχτι και το αλκοόλ είναι απαραίτητος ο συνδυασμός άνεσης και στυλ, ένα comfort chic ούτως ειπείν.)
Ακολουθούν οδηγίες για ναυτιλομένους, από τον Γιάννη Βαρβέρη:
Όταν πηγαίνετε για παιχνίδι, φοράτε κατά προτίμηση σκούρα χρώματα. Αναστέλλουν τον αυθορμητισμό σας και σας θωρακίζουν απέναντι στην ψυχολογική διείσδυση των άλλων. Γενικά, είστε ασφαλέστεροι.
(εδώ να συμπληρώσω και την Αρμάνιο ρήση πως ο άντρας πρέπει να φοράει μόνο μαύρο ή άσπρο. Άποψη την οποία ασπάζομαι απολύτως, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, ήτοι κατά το μαύρο, οπότε έχω λύσει οριστικά το στιλιστικό ζήτημα. Συνεχίζουμε τα παραθέματα)
Οι σημειώσεις αυτές έχουν τις εξής τύχες: οι καλοί παίχτες τις γνωρίζουν και άρα δεν τις χρειάζονται, οι δε άσχετοι δεν θα καταλάβουν τίποτε αλλά θα μεμφθούν τον γράφοντα για τον "κυνισμό" του. Μόνο οι μέτριοι έχουν πιθανότητα να επωφεληθούν.
Με την μπλόφα ουσιαστικά ζητάμε χρήματα που δεν μας ανήκουν. Ο αντίπαλος θα μας τα παραχωρήσει μόνον εάν είναι σοβαρά «καταπονημένος». Η μπλόφα πρέπει να απευθύνεται όχι τόσο στο αδύνατο φύλλο των συμπαικτών μας όσο στο περιστασιακά ασθενικό θυμικό τους.
Όσο λιγότερο σας εκτιμούν οι τζογαδόροι, τόσο καλύτερος χαρτοπαίχτης είστε.
Οι τζογαδόροι είναι οι λεβέντες της τράπουλας· αλλά η τράπουλα είναι ο μόνος λεβέντης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να κερδίσουν πολλά χρήματα με μικρό κεφάλαιο. Χρήματα στη χαρτοπαιξία κάθε είδους, κερδίζονται γενικώς μόνο με μεγάλο κεφάλαιο, και σίγουρα με κεφάλαιο (ίσως και ψυχολογικό) μεγαλύτερο από εκείνο των συμπαικτών μας.
Κόψε, Μικρός χαρτοπαικτικός οδηγός, Γιάννης Βαρβέρης, Εκδ. Ερατώ.
*
Χαρτιά έπαιζε και ο πατέρας μου. Αναρωτιέμαι μάλιστα, σε σχέση με το τελευταίο εδάφιο, τι είδους κεφάλαιο διέθετε και κατάφερνε να διακρίνεται πάντα. Αριθμομνήμων, ευφυής και ψυχολόγος, σχεδόν διάβαζε το φύλλο στα μάτια των άλλων. Αλλά περισσότερο ένιωθε το όλον σαν μαθηματική πρόκληση, ένα στοίχημα στρατηγικής. Τον θυμάμαι μικρός, να επιστρέφει ξημερώματα Πρωτοχρονιάς αξύριστος και (κατα)καπνισμένος. Τον κοίταζα από χαμηλά και μου φαινόταν τεράστιος, ένας άνθρωπος σε ειδική αποστολή, λιγάκι σοβαρός και απόμακρος, ταξιδεμένος στους κινδύνους της νύχτας. Όσες φορές παίξαμε αργότερα οι δυο μας για πλάκα (με τίποτα φασόλια), κρατούσε μια στάση καλοσυνάτης αλληλεγγύης στην απειρία μου. Εγώ, πάλι, υπερέβαλλα σε θαυμασμό και εκτίμηση ώστε να ισοφαρίσω τις άγριες κόντρες επί των ιδεολογικοπολιτικών ζητημάτων που μας βασάνιζαν. Παρόλη, πάντως, την καλλιέργεια ή τις αναμφισβήτητες ικανότητές του δεν μπορούσε να καταπολεμήσει τη βασική ασθένεια όλων των χαρτοπαιχτών: τις προλήψεις. Ποιος ήταν απέναντί του όλο το βράδυ, ποιος του έκοβε, σε ποια καρέκλα καθόταν. Αυτό μου έκανε πάντα εντύπωση.
*
Το καλύτερο κομμάτι, ή τέλος πάντων το ποιητικότερο αυτού του υπερεικοσαετούς πάθους μας για φίλια χαρτοπαιξία άπαξ του έτους, είναι η πρωϊνή επιστροφή στο σπίτι.
Ερημιά, υγρασία στο δρόμο και κλωνάρια που κουνάει ο αέρας. Αν είσαι τυχερός μπορεί να πετύχεις λίγο χιόνι. Αυτή την ώρα ξυπνάνε τα πουλιά και ο εξώκοσμος ήχος πολλαπλασιάζεται από την αντήχηση στις γύρω πολυκατοικίες. Κρέμονται τα φωτάκια στα μπαλκόνια τους βουβά, λιγάκι σάν μετά την παράσταση, ενώ μαντεύεις τον ύπνο όλων πίσω απ’ τις πόρτες.
Επιστρέφεις κι εσύ αξύριστος, έτσι σοβαρός και απόμακρος, ταξιδεμένος στους κινδύνους της νύχτας, ένα είδος ψευδο-looser chic, ούτως ειπείν. Λείπει μόνο ο μπόμπιρας να σε κοιτάξει από χαμηλά.
(Και οι γυναίκες; Πού είναι οι γυναίκες σ’ όλα αυτά;)
Elvis Presley_Merry Christmas baby.