Αραχνοϊστοί μπλεγμένων σχέσεων.
Μάταια προσπαθώ να επινοήσω μια πλοκή. Με το βιβλίο στα χέρια, αδρανής και στάσιμος, με μια συγκίνηση δικής μου παραγωγής και εμφιάλωσης (μέχρι το βράδυ τελειώνω ένα μπουκάλι), νιώθω ανάξιος να επινοήσω οτιδήποτε· ακόμα κι αυτό το απλό σημείωμα. Η μόνη πραγματική επινόηση είναι ο εαυτός μου, μια γκριμάτσα στον καθρέφτη που συνοψίζεται ως εξής :-(
Κι όμως δεν πρόκειται για λύπη ή στενοχώρια- είναι οι γραμμές του προσώπου της γιαγιάς μου αυτές, δυο βαθιά αυλάκια που πρόσφατα ανακάλυψα ότι είναι δικά της. Οπότε, να μην προσθέτουμε έξτρα δραματικότητα σε πράγματα εκ φύσεως προσδιορισμένα. Παρακαλώ πολύ.
*
Πριν λίγο πέτυχα ένα απόσπασμα του Ίταλο Καλβίνο και επηρεάστηκα: «ένα βιβλίο είναι κάτι με αρχή και τέλος (ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μυθιστόρημα με τη στενή έννοια), είναι ένας χώρος στον οποίο ο αναγνώστης πρέπει να μπει, να τριγυρίσει, ίσως και να χαθεί, αλλά από τον οποίο κάποια στιγμή πρέπει να βρει μια έξοδο, ίσως και πολλές εξόδους, τη δυνατότητα να ανοίξει μπροστά του ένα δρόμο για να ξεφύγει.»
Μ’ άρεσε αυτό, κόλλησα. Νομίζω ότι κατά την ανάγνωση ασυνείδητα τοποθετούσα στη θέση του «βιβλίου», τη λέξη πρόσωπο.
Τα πρόσωπα, σκέφτομαι, είναι οι κατεξοχήν χώροι. (κρίσιμη συμπλήρωση στο "το πρόσωπο και ο έρως"). Χαμένοι μέσα τους, χαμένοι στις πόλεις, lost the way. Εξαιρετική περιγραφή του χασίματος, το έχω δει ίσαμε δέκα φορές από το μεσημέρι με το ίδιο πάντα εφέ: καταβύθιση στον μαλακό πυθμένα.
(Μη βιάζεσαι αναγνώστη μου. Τίποτα σπουδαιότερο δεν έχουν να πουν οι λέξεις μας, τίποτα βαθύτερο, σημαντικότερο, ποιητικότερο από το λυρικό ταξίδι μεταξύ 3:43 και 4:07. Το τρένο κυλάει, σε 24 δεύτερα τα καταλάβαμε όλα, επιτέλους ας μας πάρει κάποιος τα πληκτρολόγια από τα χέρια -εμείς δεν φαίνεται να έχουμε σκοπό να σταματήσουμε.)
*
«Από το κύμα των αναμνήσεων που πάει και έρχεται η πόλη βρέχεται σαν σφουγγάρι και φουσκώνει. (…) Η πόλη όμως δεν φανερώνει το παρελθόν της, το περιλαμβάνει όπως τις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο στις γωνίες των δρόμων, στις γρίλιες των παραθυριών, στις κουπαστές των κλιμακοστασίων, στις αντένες των αλεξικέραυνων, στα κοντάρια των λαβάρων, το κάθε κομμάτι χαραγμένο με τη σειρά του από γραντζουνίσματα, πριονίσματα, εγκοπές, βίαια χτυπήματα.»
Μιλάει (υπέροχα) για πόλεις, αόρατες πόλεις, επινοημένες πόλεις, αλλά συνεχίζω να καταλαβαίνω πρόσωπα. Πρόσωπα-τοπία, γεμάτα εγκοπές και χτυπήματα.
(Συνήθως θέλει 30 δευτ. να φορτώσει. Στατικό κάδρο, πλην μουσικό αριστούργημα.)
I would describe myself as the landscape I buried
My mother's face, as she carried me,
how her water raged and emptied.
Dry your eyes, those tears are all you're given.
It's no surprise now, your heaven's what you're living in.
*
Να όμως και τα πρόσωπα:
"Σε κάθε τους συναπάντημα φαντάζονται χίλια πράγματα ο ένας για τον άλλον, τις συναντήσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μεταξύ τους, τις συζητήσεις, τις εκπλήξεις, τα χάδια, τις δαγκωματιές. Κανένας όμως δεν χαιρετά κανέναν, τα βλέμματα διασταυρώνονται για μια στιγμή, ύστερα δραπετεύουν, ψάχνουν άλλα βλέμματα, δεν σταματάνε πουθενά."
*
«Στην Ερσιλία, για να οριοθετήσουν τις σχέσεις που στηρίζουν τη ζωή της πόλης, οι κάτοικοι τραβάνε κλωστές ανάμεσα στις γωνίες των σπιτιών, άσπρες ή μαύρες ή γκρίζες ή ασπρόμαυρες, ανάλογα αν δηλώνουν σχέσεις συγγένειας, συναλλαγής, εξουσίας, εκπροσώπησης. Όταν οι κλωστές γίνουν πολλές και δεν μπορεί κανείς να περάσει ανάμεσά τους, οι κάτοικοι φεύγουν: τα σπίτια ξεμοντάρονται· μένουν μονάχα οι κλωστές και τα στηρίγματα των κλωστών.
Από τη ράχη ενός βουνού, κατασκηνωμένοι με όλα τα συμπράγκαλά τους, οι πρόσφυγες της Ερσιλίας κοιτάζουν το πλέγμα των τεντωμένων κλωστών και των πασσάλων που ορθώνεται στην πεδιάδα. Το πλέγμα αυτό είναι ακόμα η πόλη της Ερσιλίας, κι αυτοί ένα τίποτα.
Ξαναχτίζουν την Ερσιλία αλλού. Υφαίνουν με τις κλωστές μια παρόμοια μορφή που θα ήθελαν πιο σύνθετη και ταυτόχρονα πιο κανονική από την άλλη. Ύστερα την εγκαταλείπουν και μεταφέρουν ακόμα πιο μακριά τους εαυτούς τους και τα σπίτια τους.
Έτσι, σαν ταξιδέψεις στη χώρα της Ερσιλίας, θα συναντήσεις τα ερείπια των εγκαταλειμμένων πόλεων, χωρίς τα φθαρτά τους τείχη, χωρίς τα οστά των νεκρών που ο άνεμος τσουλάει μακριά: μόνο αραχνοϊστούς από μπλεγμένες σχέσεις που ψάχνουν να βρουν σχήμα.»
--------
Ο Wax Tailor ήταν μεγάλη αποκάλυψη για μένα. Εδώ η σελίδα του, μπαίνοντας ξεκινάει να παίζει όλο το τελευταίο άλμπουμ. Χιπ-χοπ, τριπ-χοπ, χου κέαρς.
Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ι.Καλβίνο «οι αόρατες πόλεις», σε νέα μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη.
(Κάνω ένα μπουσούλημα ξανά στον πολυχώρο του μπλόγκινγκ, μια απόπειρα, μπας και. Το γράψιμο, λοιπόν, δεν είναι σαν το ποδήλατο: ξεμαθαίνεται. Και το ζήτημα παραμένει: «Να επινοήσεις γι’ αυτό μια πλοκή, μια διαδρομή, μια λύση.» Εδώ σε θέλω.)