λέξεις, φωτάκια, δύο χιλιάδες δέκα.
« Πάρτε για παράδειγμα την καλή λογοτεχνία: βρίσκετε κατ’ επανάληψη τη σχέση μητέρας-κόρης, όχι όμως κυριολεκτικά αιμομειξία, όχι «σεξουαλική» αιμομειξία· αυτό δεν θα μπορούσε να μπει στην αφήγηση.»
Jean Cournut, «Γιατί οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες»*, Πατάκης 2008.
Ευτυχώς που τα όμορφα δόγματα όμορφα καίγονται. Και μάλιστα δις, για φέτος.
Ο τρόπος που είναι δομημένο το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα, σου επιτρέπει να δεις πώς σκέφτηκε, τι λύσεις έδωσε και πώς οργάνωσε το ετερόκλητο υλικό της η Άντζελα Δημητρακάκη. Τη ζήλεψα. Προσωπικά δεν με απασχόλησε τόσο η μυθιστορηματική αλήθεια του βιβλίου, με την έννοια της πειστικότητας ή μη της μυθοπλασίας, όσο οι ίδιες οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που απελευθερώνει αυτή η σύνθετη διανοητική κατασκευή– άλλωστε η συγγραφέας έρχεται από έναν χώρο με πλεονάζον το ακαδημαϊκό στοιχείο– κατασκευή από την οποία δεν λείπουν οι χυμοί και η σάρκα, καταφέρνοντας έτσι να σε κινητοποιήσει πολλαπλά. Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι αυτό που διαβάζεις αφορά τη ζωή σου, σε αφορά προσωπικά. Πράγμα το οποίο καμιά κριτική παρουσίαση δεν μπορεί να εξασφαλίσει, ιδίως με τον ανεξίθρησκο τρόπο που γράφονται σήμερα οι κριτικές, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η συλλογή αδιάβαστων βιβλίων που διατηρούμε μυστικά, στις όμορφες βιβλιοθήκες μας.
Μένοντας κανείς στις λογοτεχνικές κατακτήσεις ή τις πιθανές αστοχίες του βιβλίου (είναι μάλλον πιο εκτεταμένο από όσο χρειαζόταν), ενδέχεται να αδικεί ή να προσπερνά τις παράπλευρες ωφέλειες της τολμηρής προσπάθειας. Δεν συναντάς συχνά (για την ακρίβεια, ποτέ πριν*) σοβαρή ελληνική λογοτεχνία που να θέτει το ζήτημα της λεσβιακής ταυτότητας τόσο κεντρικά, ούτε σαν κοινωνία έχουμε ολοκληρώσει τη σχετική συζήτηση ώστε να μην τίθεται θέμα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει και μου κάνει εντύπωση η κάπως χλιαρή υποδοχή του βιβλίου σε σχέση με την κοινωνική σημασία του εγχειρήματος. Οπωσδήποτε η ανάγνωσή του σε πλουτίζει (ιδιαίτερα κάτι ανυποψίαστα αγοράκια σαν εμάς) και συμβάλλει με τον τρόπο του στην ανανέωση της θεματολογίας και στην αφύπνιση της προοδευτικής και προοδευμένης κοινωνίας μας, η οποία τελευταία λατρεύει να σχολιάζει τη λεγόμενη οικονομική κρίση ώστε να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσει πραγματικά καμία άλλη, να μην ξυπνήσει ποτέ από τον λήθαργο.
Παρόλο το ερεθιστικό θέμα και τη συστηματική καταγραφή της καθημερινότητας μέσα από ημερολογιακές σημειώσεις, επιστολές και μέιλ, υπάρχει ένας αργός βηματισμός στην ανάπτυξη, μια χαμηλή γλωσσική θερμοκρασία που επιβάλλει το συνειρμικό μουρμουρητό της ηρωΐδας, το οποίο εντείνει κάπως και ένα αίσθημα εγκεφαλικότητας, σαν όλα να συμβαίνουν μέσα σε ένα κεφάλι (και όντως συμβαίνουν στο κεφάλι της Α.Δημ.)· ίσως και εξαιτίας των περιορισμένων ερωτικών σκηνών– σε σχετικό σάιτ διάβασα παράπονα για το γεγονός ότι σε 350 σελίδες βρίσκεις μόνο τρεις-πέντε σελίδες σεξ, ενδέχεται το βιβλίο να μην μπορεί να βρει τον δρόμο του προς ένα κοινό πρόθυμο να σκαναδαλιστεί λιγάκι. Όμως η Δημητρακάκη καταφέρνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό (πάει κατ’ευθείαν στο μέγα σκάνδαλο), αναζητώντας σταθερά τις πηγές του συναισθήματος, σκάβοντας σε βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού τής ηρωίδας της, έτσι ώστε όταν στήνεται η ακραία ερωτική σκηνή (καταγράφεται σαν ημερολογιακή ανάμνηση) οι ταυτότητες, οι δοσμένοι φυσικοί και κοινωνικοί ρόλοι να υποχωρούν υπέρ του συστατικού πυρήνα των προσώπων– μια ένωση των συναισθηματικών φορτίων τους περισσότερο, ένωση που διαλύει λυτρωτικά το ισχυρό ταμπού μέσα σε έναν ρευστό, ονειρικό σχεδόν, χρόνο. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, ούτε δεδομένα στη λογοτεχνία. Μπράβο της.
Με παρόμοιο τρόπο, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, εκτυλίσσεται και η αντίστοιχη σκηνή στο διήγημα Τατουάζ από το πρόσφατο Τα ζύγια του προσώπου του Σωτήρη Δημητρίου, του συγγραφέα που έχω θαυμάσει περισσότερο από οποιονδήποτε τα τελευταία χρόνια· κυρίως για τη δημιουργική σχέση του με τη γλώσσα, για την αγάπη του στους νικημένους και τις ανεξάντλητες παρατηρήσεις του στα ανθρώπινα. Το προηγούμενό του Το λίγο το νερό ήταν ένα πείραμα που κατά τη γνώμη μου δεν πέτυχε, ένα υβρίδιο δοκίμιου και λογοτεχνίας (πάνω στην παράδοση των δικών του Οπορωφόρων της Αθήνας), το οποίο ενσωμάτωνε έναν εκτεταμένο, κάπως απλοϊκό και μανιχαϊστικό προβληματισμό περί του χωριανικού, όπως το έθετε ο ίδιος, τρόπου ζωής σε σχέση με αυτόν της πόλης. Πολύ ιδεολογικοποιημένο για λογοτεχνία, αρκετά επιδερμικό για δοκίμιο. Επιπλέον υπήρχε κι εκεί ένα γλωσσικό ύφος που ακουγόταν περίεργα τεχνητό, καθώς λόγια στοιχεία εισβάλλουν χωρίς προφανή αιτία στη ροή της αφήγησης, αποσπώντας την ανάγνωση από την ουσία της βασικής εικόνας.
Αυτό το μικρό ξεθώριασμα του θαύματος που δημιουργούσαν παλιότερα οι λέξεις του μαζί με μια αίσθηση προγραμματικής σχεδόν στόχευσης του νοσηρού, άρχισαν να με κουράζουν στην πεζογραφία του Δημητρίου. Στενοχωριέμαι γιατί υπήρξε είδωλο, εικόνα και προσωπικό τοτέμ αλλά περιμένω μια ανανέωση που θα αναθερμάνει τον έρωτά μου. (Ο άνθρωπος είναι τρομερός και ίσως τον κρίνω αυστηρά. Να με συγχωρεί, αν ποτέ πέσει πάνω σ' αυτό το σημείωμα.)
Τέλος, το βιβλιαράκι που διάβασα σε γιορτινές ώρες και με καθήλωσε ήταν η Αγανάκτηση του Φίλιπ Ροθ. Ωραίο πράγμα αυτό, είχε καιρό να μου συμβεί, ανάμεσα σε φίλους, κουβέντες, φωτάκια και κουραμπιέδες να έχεις στο μυαλό σου ένα βιβλίο. Μικρή έκταση, μεγάλη δύναμη. Μια απλή ιστορία ενηλικίωσης που σταδιακά εξελίσσσεται σε πολυεπίπεδο σχόλιο, βαθιά πολιτικό και κοινωνικό. Έκτοτε χαρίζω το βιβλίο όπου μπορώ. Γενικά, μόνο χαρά παίρνω τελευταία από τα βιβλία του Ροθ (ο Καθένας και Φεύγει το φάντασμα ), παρόλα τα αδιέξοδα και τα σκοτάδια και τα γηρατειά που κυριαρχούν στα θέματά του. Θα μου πεις, τι συναρπαστικότερο από την περί θανάτου κουβέντα- ιδίως όταν οι παρατηρήσεις είναι τόσο οξυδερκείς και καίριες. Ακόμα να του δώσουν το νόμπελ αυτοί– τι άλλο να γράψει πια;
Εδώ το θέμα του είναι διαφορετικό. Αντί να επεκταθώ, παραθέτω ένα απόσπασμα από το σημείωμα της μεταφράστριας, που κλείνει το βιβλίο:
« (…). Η Αγανάκτηση είναι ένα βιβλίο που σε εξαπατά με τη μικρή του έκταση. Είναι σαν τα έργα των μεγάλων ζωγράφων, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία για τον πλούτο και τη λεπτομέρεια των ελαιογραφιών τους αλλά σε αφήνουν άφωνο και με την αμεσότητα και αποτελεσματικότητα ενός σκίτσου τους. Εμπεριέχει ένα πλήθος λεπτομερειών και στοχασμών, που σε άλλα βιβλία του Ροθ καταλάμβαναν διπλάσια, ίσως και τριπλάσια έκταση, εδώ όμως έχουν υποστεί τη διύλιση και την πύκνωση που μαρτυρούν την ηλικία του συγγραφέα. (…). Μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες ο Φίλιπ Ροθ αναβιώνει όλη την αγανάκτηση που εκφράσαμε ηχηρά ως έφηβοι και που ενδεχομένως βιώνουμε ακόμη, σιωπηρά.» Αθηνά Δημητριάδου, Αύγουστος 2009.
Όπως λέγαμε και στο χωριό μου, μπάι δατ θινγκ.
*
Και με την ευκαιρία να ευχηθώ καλή χρονιά σε όλους, με υγεία και χαρά. Και να ζητήσω συγνώμη από όσους μπαινοβγαίνουν μάταια στο όμορφο βιταμοντέρνο περιβάλλον μας.
------
1. Το βιβλίο του και προέδρου για ένα διάστημα της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας του Παρισιού Jean Cournut, αδικείται από τον τίτλο.
2. Υπάρχει και Η ερωμένη της της Ντόρας Ρωζέτη, έκδοση του 1929, με αδιευκρίνιστη τη συγγραφική πατρότητα. (σόρυ, μητρότητα).
3. Πριν αγοράσετε και αρχίσετε να με βρίζετε, δείτε την κριτική για το βιβλίο της Δημητρακάκη: Τατσόπουλος, Κούρτοβικ, Κατσουλάρης, Δημητρούλια, Κοτζιά.