Η διαδρομή
Ανεπίκαιρο, αντιεορταστικό ποστ προ έκτης δόσης, για τον βυτίο και το μπαχάρ του.
Συγκεχυμένες σκέψεις, πράγματα θολά ή αδιευκρίνιστα ήρθαν στον ύπνο μου με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι που διάβαζα στα Κείμενα της A΄ γυμνασίου πριν κοιμηθώ. Τελευταία ξυπνάω μέσα στη νύχτα και εγκλωβίζομαι σε πυρετό ασυνάρτητων εντυπώσεων που επιμένουν, μαζί με ένα συναίσθημα αγωνίας, μια διάχυτη ανησυχία που συνήθως υποχωρεί στο πρωϊνό φως.
Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης,
από την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά του,
δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,
μον’ μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλα στους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του.
Κι αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, σ' ένα ψηλό λιθάρι
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
«Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ σ’ τούτη την αποσκιούρα,
να λιώσουνε τα κρούσταλα, να λιώσουνε τα χιόνια,
να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου να γιάνουν τα φτερά μου
να 'ρθούνε τ' άλλα τα πουλιά και τ' άλλα μου τ' αδέρφια».
Ν.Γ.Πολίτη, Εκλογαί απο τα τραγούδια του ελληνικού λαού.
Υπάρχει μια λέξη στο τραγούδι, που φωτίστηκε και βγήκε εξαρχής μπροστά από τις υπόλοιπες, ένα σημείο έντασης (έλξης και απώθησης μαζί) που προσπαθώ να εξηγήσω λογικά. Φαίνεται να σπάει ο ρυθμός του κειμένου εκεί, σαν να παραπατάει ο δεκαπεντασύλλαβος· αλλά και η ίδια η λέξη αποσκιούρα έχει κάτι τραχύ ή ξένο μέσα σε ένα λεξιλόγιο σχετικά ήπιο, σαν λέξη που ξεχάστηκε σε κατώι χωριάτικου σπιτιού – εκεί που η πόρτα τρίζει και τα αντικείμενα έχουν μετατραπεί, από τα χρόνια ακινησίας και σκόνης, σε μούμιες του εαυτού τους.
*
Η ποίηση είναι πάντα καταφύγιο, παρηγοριά. Αναρωτιέμαι όμως: ποιο περιεχόμενο αποκτούν αυτά τα κείμενα στο σχολείο της κρίσης, πώς μιλάμε σήμερα για το εθνικό ιδεώδες; Και κυρίως πώς θα μιλάμε στα χρόνια που έρχονται, σε τάξεις γεμάτες παιδιά οικογενειών εξαθλιωμένων, ανθρώπων κατάκοπων από την αγωνία της καθημερινότητας, εξαντλημένοι και σκοτεινιασμένοι οι ίδιοι από τον μαύρο ορίζοντα. Πώς σχολιάζεις το περίφημο ελληνικό κατόρθωμα, τον ανυπότακτο χαρακτήρα της φυλής τώρα που ο λεβέντης αϊτός κατέβηκε εν τέλει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει και δέχεται αδιαμαρτύρητα τους κολάφους, τα ραπίσματα; Δοκίμασα πρόσφατα τη Ρωμιοσύνη και πρόσεξα μια μικρή μετατόπιση μέσα μου, σαν κάτι να έχει αλλάξει. Να ήταν η ιδέα μου; Μπορεί. Όσο ο Υπουργός κρατούσε ακόμα το τσεκούρι του κι ο Νομάρχης τα γκέμια του Βουκεφάλα, ήταν σχετικά εύκολο να στέκεσαι στο κέντρο των αντίρροπων δυνάμεων, μέγας μαέστρος εσύ και εξισορροπιστής, ρυθμιστής του αισθήματος της τάξης, ανοιγοκλείνοντας κατά περίπτωση τη στρόφιγγα του εθνικού μεγαλείου (ώστε να μην καλπάσει ο πατριωτικός χουλιγκανισμός αλλά και να μην στεγνώσουν τα πράγματα από την πολλή ιδεολογία.) Όμως τώρα; Σκέφτομαι αυτά τα αθώα παιδιά. Πάντα πρόθυμα να οδηγηθούν, να παρασυρθούν από έναν φανατισμένο άνθρωπο ή μια απόλυτη ιδέα, να παραδοθούν σε όποιο συναίσθημα υποδαυλίζεται επισήμως από την πολιτεία (την κυρίαρχη ιδεολογία, ντε), να εγκολπωθούν όποια εκδοχή ιστορίας προκρίνεται κατά περίπτωση ως στρατηγικά χρήσιμη ή ωφέλιμη για τον τόπο. Θέλω να δω πώς θα εφεύρουμε τώρα τη νέα μας περηφάνεια: αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα.
Εντάξει. Καμιά φορά, βολεύονται. Αλλά για λίγο- ίσα να εκταμιευτεί η έκτη δόση. Άντε και η έβδομη που είναι η σημαντικότερη, πώς κάνετε έτσι μωρέ.
*
Η αποσκιούρα ανέσυρε εικόνες απ’ το χωριό του πατέρα μου, κάτι σκαμμένα πρόσωπα της επαρχίας Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, χειρονομίες, εκφράσεις και κουβέντες του καφενείου (ο ανεξάντλητος γλωσσικός πλούτος της προφορικότητας), μυρωδιές και ήχους (τα κλαρίνα από το πανηγύρι, τη νύχτα, πίσω απ’ τον λόφο) εντυπώσεις συνειδητά ή ασυνείδητα απωθημένες, πράγματα ενταφιασμένα ή ανενεργά. Καθότι, βεβαίως, θα μιλήσουμε για όλα τα υπόλοιπα, θα αξιοποιήσουμε χιλιάδες λέξεις ώστε να κατατροπωθεί ο εχθρός αλλά για τα προσωπικά μας ζητήματα, γι’ αυτά που καίνε, θα πούμε ελάχιστα ή τίποτα– αν υποθέσουμε ότι τα έχουμε πει ποτέ ανοιχτά με τον εαυτό μας.
Τελικά έφτασα σ’ εκείνον. Παρόμοιες λέξεις θυμάμαι κι από το στόμα του πατέρα μου, ειπωμένες με τρόπο ιδιαίτερο, πλάγιο (εμπνεόταν απ’ αυτές και τις έκρινε ταυτόχρονα), σαν να κοίταζε λοξά το δικό του παρόν- σαν κάποιος που πενθεί ήδη τον έρωτα την ώρα που τον ζει. Λάτρευε την ποίηση και τα δημοτικά τραγούδια κι ενώ ο ίδιος αποτελούσε οργανικό στοιχείο της ζωής του βουνού και τη στάνης, περισσότερο ονειρευόταν ή θαύμαζε αυτή τη ζωή παρά τη ζούσε, σαν αστός γοητευμένος από τον εξωτισμό της αμόλυντης παρθένας φύσης, δέσμιος, πάντα, της εμμεσότητας, της ποιητικής διαμεσολάβησης. Και όταν απήγγειλλε τα ποιήματα στην τάξη, ακόμα κι όταν έπαιζε χαρτιά στο καφενείο με ανθρώπους που αναγνώριζε αυθεντικούς, λάτρης της ατμόσφαιρας παρέμενε· έψαχνε τρόπους να αποδράσει από την εγκεφαλικότητα ή από έναν μελαγχολικό, ανικανοποίητο εαυτό που δεν έβρισκε νόημα στην τυπική κοινωνική συνθήκη. Αλλά χρειάζεται να μεγαλώσεις κι εσύ αρκετά ώστε να αναγνωρίσεις το πρόσωπο πίσω από τον στερεωμένο ρόλο, κατειλημμένος καθώς είσαι διαρκώς από το δικό σου αίτημα, το δικό σου παράπονο ζωής.
*
(Ήταν το τέλος του καλοκαιριού και επιστρέφαμε στο χωριό- ο δρόμος ανέβαινε φιδωτός μέσα στα πεύκα. Προπορευόταν το αυτοκίνητο με το φέρετρο κι εγώ οδηγούσα από πίσω με ανοιχτό παράθυρο- άκουγα τα τζιτζίκια στο λαμπρό μεσημέρι και σκεφτόμουν τη διαδρομή, τα δέντρα, τα πουλιά, όσα αγάπησε σαν παιδί κι όσα τον διαμόρφωσαν, να περνάνε για τελευταία φορά μπροστά από τα νεκρά μάτια του.)