vita moderna

kisses, tears & psychodramas

27.8.04

Ολυμπιακοί είναι, θα περάσουν!

Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι η εμπορική εκτέλεση μιας υπέροχης ιδέας: να συναντηθεί όλος ο πλανήτης μέσα σε ένα στάδιο. Κάτι σ’ αυτή τη συνάντηση μας συγκινεί βαθιά παρότι βλέπουμε ξεκάθαρα την εκμετάλλευσή της. Ως αναλογία, θυμίζει την εκμετάλλευση του πνεύματος της αγάπης από το καθίδρυμα της Εκκλησίας.

Η επίθεση καλού γούστου (από την τελετή έναρξης έως τα σήματα και τα πανώ των ολυμπιακών) μας προσφέρει μια εικόνα της Αθήνας (της Ελλάδας) εξαγνισμένης από το κιτς που τη συνόδευε χρόνια. Η (συμπαθής) Μελίνα προπαγάνδισε με τέτοια δραματικότητα μια εκδοχή της βουτηγμένη στο φολκλόρ ώστε κατέληξε να γίνει η δεύτερη φύση μας. Στην τελετή έναρξης ο Παπαϊωάννου συνομίλησε με όλο αυτό το παρελθόν αλλά άφησε πίσω του τις πλισέ φούστες με πτυχώσεις και τις καζαντζάκειες σχηματοποιήσεις.

Όσοι συνήθιζαν να ακολουθούν κάποιες στοιχειώδεις αρχές καλής γειτονίας με τους συμπολίτες μας (να σέβονται τη σηματοδότηση, να μην κλείνουν τις διασταυρώσεις κλπ) για πρώτη φορά αισθάνονται ανακούφιση. Το περίφημο ελληνικό ταμπεραμέντο που πρωταγωνιστεί, δηλ. ο τσαμπουκάς και η μαγκιά, εκφράζεται πάντα στην πλάτη των ευγενών. Την περίοδο των Ολυμπιακών, ο ελληναράς λούφαξε. Μακάρι να έπεσε σε βαρύ λήθαργο.

Τα έργα είναι εντυπωσιακά αλλά πάσχουν από γιγαντισμό. Στο σταθμό του μετρό Χαλανδρίου ο επιβάτης αισθάνεται ίλιγγο κοιτάζοντας προς τα πάνω. Γενικά το μετρό, παρόλο το πολύχρωμο πλήθος που κατέκλυζε τις αποβάθρες αυτές τις ημέρες, αδυνατεί να ζεσταθεί και ως έργο παραμένει κλινικό και άκαμπτο(πλην αποτελεσματικό).

Το πρόβλημα του ντόπινγκ δεν έχει εύκολη απάντηση. Όποια λογική και να προκρίνεις πέφτεις σε αδιέξοδα. Το ίδιο με τους εθελοντές και τους δεθελοντές. Ο δεθελοντής υποτίθεται πως εκκινεί από αυθεντικά, ανθρωπιστικά αισθήματα εξού και σαμποτάρει την εκμετάλλευση των λαών. Ο εθελοντής πάλι, την ίδια αφετηρία έχει, θέτοντας εμπράκτως εαυτόν στην υπηρεσία της πολιτείας. Το ερώτημα παραμένει άλυτο: ποιος εκ των δύο εκφράζει αυθεντικά την επιθυμία του λαού; Ε;

Δίνοντας μια πληροφορία σε κάποιον που σε σταμάτησε στο δρόμο, φεύγεις ελαφρύς γιατί φάνηκες χρήσιμος σε κάτι. Αν ο εθελοντής αισθάνεται έτσι επί χίλια, τότε ο αττικός ουρανός πρέπει να γέμισε αυτές τις ημέρες με ανθρωπάκια που πετάνε.

Η Ολυμπιάδα θα περάσει και θα μείνει το κέρδος και η ζημία. Είναι κρίμα όμως που εισπράττουμε τη θετική της εικόνα σχεδόν εκ των υστέρων. Προηγήθηκε υστερία και θα ακολουθήσει νέα. Υπήρξε μια παύση λίγων ημερών αλλά το έθνος δεν ξεχνάει εύκολα το βασικό πάθος του: τη γκρίνια. Καλομελέτα!

25.8.04

Η τυραννία του εγώ.

me
Πάντα το παθαίνω. Μετά από λίγες μέρες στο νησί αρχίζω να πιστεύω ότι κατοικούσα πάντοτε εδώ, πατρίδα μου είναι το πέλαγος και σκέπη μου οι θαλασσοσπηλιές. Καθώς μάλιστα είμαι φαντασιόπληκτος και ψευδο-ποιητής νομίζω ότι μυρίζω ολόκληρος θυμάρι και άγρια βουνίσια γιάμπολη. Το σούρουπο, βηματίζοντας στην έρημη παραλία, μέσα σε έκρηξη ναρκισσισμού φιλώ τον καρπό μου, βρίσκοντάς με αρμυρούτσικο και επιθυμητό. Περιμένω τότε να αναδυθεί το κορίτσι των κυμάτων και να με μεταφέρει στη χώρα που αξίζει σε μας τους ποιητές. (Έρθει-δεν έρθει πάντως, ευχαριστημένος μένω. Καθώς, αν έρθει, σημαίνει ότι υπάρχει θεός που συμπάσχει. Αν δεν έρθει πάλι, μου μένει η ποιητική στιγμή- δώρο.)

myself
Μετά είμαι στο εφηβικό δωμάτιο, πίσω στην Αθήνα. Ξυπόλητος αλλάζω δίσκους, νιώθω δεκαεπτά και οι δικοί μου λείπουν σε διακοπές. Στο διπλό τους κρεβάτι διαβάζω κόμικς μπρούμυτα, ύστερα ανοίγω μπύρες στην κουζίνα, τηγανίζω αυγά, ποτίζω τα φυτά. Φέρνω μαζί μου την αύρα των διακοπών. Υπόσχομαι ότι θα ζω για πάντα έτσι, απλά, αισθησιακά, γήινα. Στο τηλέφωνο απαντώ γουργουριστά. Δεν θέλω ν’ ακούσω λέξη για υπολογιστές. Η επικαιρότητα με καταθλίβει.

and I
Την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, πατάω το κουμπί. Με κατακλύζει το γνωστό ηλεκτρονικό τοπίο που σέρνει μαζί του πλήξη και δυσθυμία. Ο ήχος του πληκτρολογίου δίνει ένα ακαριαίο χτύπημα στο όνειρο και το μαγικό κλίμα σωριάζεται στο πάτωμα. Ο παλιός μου εαυτός αναδύεται ακέραιος, οι συνήθειες του χειμώνα μου κάνουν νοήματα μέσα απ’ την οθόνη. Ένας μήνας διακοπές, τόσα ξημερώματα, τόσα ούζα στη δύση, τόσες φαντασιώσεις ελευθερίας, τόσες υποσχέσεις αλλαγής διαλύονται αυτοστιγμεί. Σε μια δυο ώρες με έχει καταπιεί η ίδια, παλιά, αφόρητα γνωστή εικόνα μου. Ποιος είμαι και τι κάνω. Τι κωδικούς έχω και ποια password.

Μωρή τεχνολογία μνησίκακη, άι στο διάολο κι εσύ.