Μπαλάντες της ήττας
Αν υπάρχει, σκέφτομαι, ένα κέντρο, κοινό, στους ανθρώπους, πρέπει να είναι η ροπή τους στο πένθος. Δεν εξηγείται αλλιώς. Πίνεις, ας πούμε, τον καφέ σου μέσα στη θολή αμεριμνησία του καλοκαιριάτικου πρωϊνού και, ξαφνικά, δέχεσαι κουβάδες παγωμένου νερού στην πλάτη. Μένεις κατόπιν εκεί, κόκκαλο από τη συγκίνηση.
Έχει νόημα να το περιγράψω; Έστω. Ακούγεται, που λες, μια κλασική κιθάρα στη σιωπή. Ο Φάμελλος ψιθυρίζει αργά αυτούς τους παλιούς, φθαρμένους στίχους του Κουγιουμτζή και- ω του θαύματος- από το πηγάδι βγαίνει ένα νέο τραγούδι, μια εντελώς νέα ευαισθησία. Μυστήριο.
Κάπου νυχτώνει, κι ο ήλιος παγώνει
Χάνεται ο δρόμος και πού να σταθώ
Κάπου βραδιάζει, μην κλαις, δεν πειράζει
Πες πως τελειώνει ο κόσμος εδώ.
*
Όλο και λιγότερα λόγια. Δύο σύντομες εμφανίσεις τον Ιούνιο. Η vita moderna, μέρα τη μέρα ξεκουρδίζεται. Όπως σε όλα τα παιχνίδια της δραχμής, το εσωτερικό της είναι κούφιο και πιέζοντας λίγο στο κέντρο, μπορείς πλέον να δεις τα ελατήρια, τον φτωχό της μηχανισμό.
Αέρας παίρνει απόψε τη ζωή μου
Κλείνω τα μάτια, που φεύγεις να μη δω.
*
Τι γίνεται και μ' αυτή τη ζωή μας. Από παντού, αέρας.