Για την Αμαλία κι εγώ.
Έγραφα σήμερα ένα ποστάκι από τα συνήθη τελευταία μου, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τρία παιδιά βολιώτικα. Ταυτόχρονα διάβαζα για την Αμαλία– το ζήτημα που κυριαρχεί στα μπλογκ και επιβάλλεται με την τραγικότητά του. Στο τέλος σταμάτησα να γράφω τα δικά μου γιατί επιτέλους κατάλαβα: ήμουν εκτός θέματος.
Ένα πρώτο συμπέρασμα: Η διασκορπισμένη κοινότητα των μπλόγκερς-γραφέων, αυτό το αμφισβητούμενο θολό τοπίο των παράλληλων μονολόγων, αρχίζει να καθαρίζει κάπως όταν αναδύεται ένα ζήτημα ανθρώπινο, χειροπιαστό. Η άδικη δίωξη ενός προσώπου πρώτα, ο θάνατος ενός άλλου τώρα, συσπειρώνει την ενέργεια όλων γύρω από ένα κέντρο που σχετίζεται πάντα με τον συνάνθρωπο. Ξαφνικά διαφαίνεται μια κοινή συνείδηση! Οι συνήθεις ακκισμοί μας, οι χαριτωμενιές ακόμα και η «σοβαρή» αρθρογραφία μας συγκρινόμενη με τον αφόρητο πόνο και τελικά τον ίδιο το θάνατο, φαντάζει επιεικώς λίγη. Και αλλού ξημερωμένη.
Γράφουμε γιατί ζούμε καλά. Γιατί έχουμε την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου μιας ζωής που δεν περνάει των παθών της τον τάραχο. Αλλά ευτυχώς από κάτω το σύστημα δουλεύει ώστε να έχουμε πότε πότε συνείδηση του αστείου της υπόθεσης, της περιόδου χάριτος που διανύουμε. Δεν κάνουμε δα και καμιά βαριά δουλειά.
Η Αμαλία, αντίθετα από μας, έγραφε γιατί δεν ήταν καλά. Κι αυτό δεν αφορούσε ένα ζήτημα έκφρασης αλλά ένα πρόβλημα επιβίωσης. Όσο ζούσε, το μπλογκ της ήταν χαμένο στον ωκεανό της φλυαρίας μας – τα αναπόφευκτα της ιντερνετικής δημοκρατίας. Με το θάνατό της τα κείμενα φωτίζονται αλλιώς. Δεν διαβάζει πλέον κανείς σημειώσεις επί χάρτου αλλά το χειρόγραφο μιας μελλοθάνατης. Τα σχόλιά της διακόπτονται ξαφνικά και αυτό αρκεί για να παγώσει το αίμα στις φλέβες σου. Ψάχνεις πίσω από τις γραμμές να δεις το πρόσωπο.
Θα μου πεις, η ζωή συνεχίζεται και μετά το θάνατο της κοπέλας. Πώς αλλιώς.
Ε, λοιπόν, όχι. Βασανίζοντας λιγάκι το αυτονόητο κλισέ, η ζωή δεν συνεχίζεται επ’ άπειρον, τουλάχιστον όχι για όλους και κυρίως για όσους δικούς της μένουν πίσω, χτυπημένοι από τον κεραυνό. Ο καθένας ξέρει ότι θα μπορούσε να είναι εκεί, στη θέση του άλλου, γι’ αυτό και οι κουβέντες μας βγαίνουν δειλές ή συγκινημένες. Μπορεί ακόμα άτσαλες, μελό, ίσως και αφελείς, κατά το ύφος του ο καθένας, πάντως αυθόρμητες και ειλικρινείς. Λιγότερο εκβιασμένες από άλλες.
Κοινοτοπίες; Κάτσε, γιατί μπορεί να πω κι άλλες. Όχι καθόλου για να συγκινήσω με τα φτηνά λογάκια μου, ούτε για να ψαρέψω ευαισθησία στα ρηχά του συναισθήματος. Κι αν με ρωτάς, προτιμώ ειλικρινά την καίρια συζήτηση που άνοιξε στου kuk, με τρομερό επίπεδο σχολιασμού όλων, από το δικό μου συνοθύλευμα εντυπώσεων (δεδομένου ότι τέτοιες καταθέσεις γνώμης σαν τη δική μου θα υπάρξουν δεκάδες).
Αυτό που προσπαθώ κάπως να πω και το στριφογυρίζω γιατί δεν είναι ξεκάθαρο μέσα μου είναι ότι: ο θάνατος του άλλου είναι ένα γεγονός που κρίνει τη δική μας ζωή, θυμίζοντάς μας ότι ζούμε πάνω σε έδαφος σαθρό, οριστικά υπονομευμένο. Ότι η συγκίνησή μας για τον πόνο του διπλανού δεν μπορεί να φιλτράρεται διαρκώς για λόγους αισθητικούς, αφού κάτω από τους τόνους πολιτισμένης συμπεριφοράς, πίσω από την ευφυή μας σκηνοθεσία ή την απώθηση, βρίσκεται ο ίδιος φοβισμένος πυρήνας, η ίδια αγωνία απέναντι στην αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο.
Το μπλογκ της Αμαλίας είναι ένα μικρό παράθυρο να δεις όψεις του ζοφερού τοπίου. Να θυμηθείς ότι η ζωή μπορεί να γίνει εφιάλτης, ένας μηχανισμός ασυνάρτητος και εχθρικός. Και φυσικά κάθε στάση, το βίαιο κλείσιμο του παραθύρου ή η καθήλωση και η ανάλυση σε δάκρυα, είναι κατανοητή και ανθρώπινη. Υπάρχουν μηχανισμοί αυτοάμυνας που λειτουργούν διαφορετικά στον καθένα.
Στις πάλαι ποτέ θεολογικές μου συζητήσεις, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά γιατί υπάρχει τόση αδικία στον κόσμο, δυστυχήματα και πόνος, οι απαντήσεις που έπαιρνα ήταν φειδωλές: δεν ξέρουμε τα του Θεού, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις θείες ενέργειες, ο διάβολος είναι ο άρχων του κόσμου τούτου, όσους αγαπάει ο Κύριος παιδεύει. Αν ξεχνάω μερικές ή αν κινούμαι στην περιφέρεια του ζητήματος ας με διορθώσει κάποιος.
Προς το παρόν κρατάω αυτό που μου φαίνεται τιμιότερο: δεν έχουμε ιδέα, δεν ξέρουμε τι μας γίνεται.
Για τα άλλα που ξέρουμε, μίλησε η Αμαλία με το βίωμά της. Και θύμισε την αθλιότητα του συστήματος, την ταλαιπωρία και τις ταπεινώσεις που έχουν υποστεί όλοι, όσοι ζωντανοί και όσοι νεκροί πλέον αναγκάστηκαν να περάσουν από τη βαριά βιομηχανία της υγείας. Τα ονόματα αυτών που ισχυρίζεται ότι συνειδητά ή ασυνείδητα την εμπόδισαν, αλλά κυρίως όσων την βοήθησαν στη ζωή, στέκονται εκεί με μια παράξενη, δυνατή ενέργεια που μαγνητίζει. Κάθε φορά που διαβάζω τα αναλυτικά ευχαριστήρια σημειώματά της ΥΠΑΡΧΕΙ Ο … ΥΠΑΡΧΕΙ Η… παγώνω από μια συγκίνηση άλλης τάξης: τι τιμή να είσαι ανάμεσα σ’ εκείνους.
Δεν έχω ιδέα αν η συσπείρωση τόσου κόσμου είναι ικανή να φέρει αλλαγές. Και είναι φυσικό κάθε συσπείρωση να δημιουργήσει αντισυσπειρώσεις. Αλλά αυτά αναλύονται ήδη αλλού και κυρίως στο δικό της το μπλογκ.
Και όσα είπα εγώ πολλά ήταν και ήδη γνωστά.