Γκαγκά ού λαλάα.
Αναβοσβήνουν καρδούλες στο μηχάνημα, παλμοί, λεπτά, δευτερόλεπτα, επίπεδα δυσκολίας. 144, 5,8, 3, ακατανόητα νούμερα- μετά από δύο μήνες ξέρω μόνο να πατάω το start. Λίγο πιο πάνω άλλη οθόνη, άλλα νούμερα, βουβά, απειλητικά: πάνω από χίλιες μονάδες τα spread, βουτιά στα χρηματιστήρια. Με έχει στοιχειώσει πια το ρεφρέν της- η lady Gaga πότισε και τους τοίχους σ’ αυτό το γυμναστήριο. Αναρωτιέμαι τι κάνω εδώ, τι κάνουμε όλοι γύρω μου, πώς είναι δυνατό να συνεχίζεται αυτή η κανονικότητα.
*
Πανελλήνιες, σχολή, ύστερα στρατός, επαγγέλματα διάφορα. Κουτσά-στραβά, κάποιες από τις βασικές αγωνίες της ζωής έχουν μείνει πίσω μου. Σκέφτομαι τι ακριβώς σημαίνει να είσαι νέος σήμερα, να έχεις μόλις τελειώσει το λύκειο ή ένα διδακτορικό (που σε ξετίναξε) και να ξυπνάς σε μια χώρα που της τελειώνει το οξυγόνο. Να έχεις επενδύσει πρόσφατα κάποια λεφτά στο μαγαζί σου, να ετοιμάζεις το γάμο σου ή να μπαίνεις στο νοσοκομείο για εξετάσεις- προσωπικές ιστορίες που εκτυλίσσονται παράλληλα μ’ αυτά τα εξουθενωτικά νούμερα, σε συνθήκες ελεγχόμενου ή και ανεξέλεγκτου πανικού. Σε ποια (χάι ντεφινίσιον, φορ σουρ) οθόνη να προβάλεις τώρα ένα μίνιμουμ προγραμματισμού ζωής. Τι να σκεφθείς, για να μην καταρρεύσεις.
(Να σηκώναμε τουλάχιστον τα μισά / Έπρεπε να έχουμε αγοράσει κάτι / Τα έβγαλαν έξω όσοι ήξεραν / Ρήμαξαν τη χώρα / Όλοι τη ρημάξαμε / Μας άξιζε / Δεν μας άξιζε / Να ζήσουμε τη φτώχια με αξιοπρέπεια/ Να γίνουμε άνθρωποι ξανά- ένα διαρκές εκκρεμές διαθέσεων και στάσεων απέναντι στο κακό.)
Κούκου! Η νέα φτώχεια.
Το πρόβλημα με τη φαντασίωση, έστω, μιας ζωής απαλλαγμένης από τα παράπλευρα δεινά που σώρευε η ευμάρεια είναι ότι δεν γίνεται να ενταχθεί σε ένα σκηνικό με άρωμα φίφτις ή σίξτις αθωότητας. Το χειρότερο είναι να ζήσεις τη νέα φτώχεια ταπεινωμένος, σε διαρκή αγωνία και επιπλέον να συνεχίσεις να βλέπεις τον λαρτζ Καρατζαφέρη (ρυθμιστής πια αυτός) και τον ήδη ξεπερασμένο Σαμαρά, τον νομάρχη και τη Μανωλίδου, τη Σάσα και τη Τζούλια, έναν ατέλειωτο χορό προσώπων βγαλμένων από τον εφιάλτη μιας σύγχρονης κιτς αμεριμνησίας (στην καλύτερη) να αλωνίζει ανενόχλητος. Προσωπικά δεν είδα καμιά κολώνα του συστήματος να πέφτει (ή έστω να σείεται).
*
Οι άλλοι, ενώ είχε ξεκινήσει η θύελλα, άρχισαν να συζητάνε ότι σκόπευαν, λέει, ότι είχαν στο μυαλό τους, ότι μπορεί και να ελέγξουν την ακίνητη περιουσία, τις καταθέσεις, να πιάσουν σκάφη και πισίνες…Και ενώ οι τράπεζες άδειαζαν καθημερινά, την ώρα που (πανάκριβα) ακίνητα στο Λονδίνο και αλλού περνούσαν εσπευσμένα σε πλούσια ελληνικά χέρια, εκείνοι ακόμα δήλωναν τη… βούλησή τους. Επί μήνες προανήγγειλαν, επί μήνες σχεδίαζαν. Πρέπει να είσαι φανατικός για να μη βλέπεις τον επικίνδυνο ερασιτεχνισμό, την ανεπάρκεια των χειρισμών σε συνθήκες τόσο ακραίες και περιστάσεις τόσο κρίσιμες. Κι ύστερα ο Γιώργος να κατεβαίνει το ποτάμι με τον πορτοκαλί του σκούφο, ο Γιώργος μπροστά από τα ήσυχα χαρτογραφημένα νερά της Ιθάκης του Καστελλόριζου. Με τα πιστόλια γεμάτα ή απασφαλισμένα- δεν θυμάμαι πια.
*
«... Τα επιτόκια αυτά, σύμφωνα με τους αναλυτές, δείχνουν ότι η Ελλάδα οδηγείται ή μάλλον σέρνεται δεμένη πισθάγκωνα στην αναδιάθρωση του χρέους της (η «κομψή» έκφραση για την χρεοκοπία).»
[σημερινή η είδηση στο in.gr-ας αφήσουμε την αμφιλεγόμενη και πολυδιαψευσμένη αναδιάρθωση και ας κρατήσουμε το "σέρνεται δεμένη πισθάγκωνα" ως κατάληξη μιας καλοσχεδιασμένης πολιτικής. Υπάρχει κανείς που έχει αντίρρηση για τη διατύπωση; Είσαι σε θέση σήμερα να διαπραγματευτείς οτιδήποτε; Μόνο ό,τι έχει προσυμφωνηθεί σαν δήθεν υποχώρησή τους, για τη δική μας, εγχώρια κατανάλωση.]
*
Έλεγχος βιβλιαρίων / Ώρες κοινού: 8:30-13:00 και από κάτω σημειωμένο με μαρκαδόρο: ΝΑ ΑΠΟΛΥΘΕΙΤΕ ΓΑΙΔΟΥΡΙΑ.
*
Μου άρεσε η εικόνα της κοινωνίας μας σε αλληλεγγύη. Συνειρμικά όμως θυμήθηκα ένα πρόσφατο περιστατικό:
Πώς μου ήρθε τις προάλλες να μαστορέψω, να αντικαταστήσω δηλαδή κάτι μεταλλικά πόδια ενός καναπέ, με ξύλινα. Βρήκα ένα δοκαράκι 8x8 εκ. και ζήτησα να μου το κόψουν στο κατάστημα αλλά η μηχανή τους αδυνατούσε. Μου εξήγησαν πού έπρεπε να πάω [ευτυχώς το συγκράτησα γιατί συνήθως χάνομαι στον ρυθμό των λέξεων, στις εκφράσεις και τη θεατρικότητα των οδηγιών. Μου εντυπώθηκαν όμως οι λέξεις παραλία, φανάρι, χωράφι με βάρκα, υπόγειο, κυρ- Θόδωρος.]
Ήταν κάτι τεράστιες εγκαταστάσεις εκεί, πολύς θόρυβος, πριονίδι σε λόφους κι ένα λυκόσκυλο (με έμφαση στο πρώτο συνθετικό του). Περιπλανήθηκα στους θηριώδεις χώρους και κάποτε εντόπισα τον κυρ Θόδωρο. «Τι πρόβλημα έχει αυτό;» είπε δείχνοντας το ξύλο.
Του πήρε λιγότερο από ένα λεπτό η διαδικασία- τέσσερις τομές, στην πριονοκορδέλα… κι ενώ αναρωτιόμουν αν πρέπει να τον ρωτήσω τι χρωστάω ή να του αφήσω τίποτα ψιλά, με πρόλαβε ο ίδιος: «Κανονικά η δουλειά κοστίζει είκοσι ευρώ – άσε μου δεκαπέντε.»
Δεδομένου ότι ολόκληρο το ξύλο κόστιζε μόλις 7 ευρώ, άκουσα τα λόγια του σαν πυροβολισμό. Με κατέλαβε οργή και απελπισία ταυτόχρονα. Και επειδή είμαι τύπος που συγχέει τη θεωρία με την πράξη, πρόλαβα να προβάλω πάνω σ’ αυτόν τον εξηνταπεντάρη όλη την κακοδαιμονία μας των τελευταίων ετών, όλη την ναυαγισμένη γιανναρική ρητορική που με γέμισε κάποτε ευγενείς ιδέες σχετικά με τη σπάνια ιδιοπροσωπεία ενός έθνους το οποίο ταξιδεύει ανάδελφο στους αιώνες. (χρειάστηκε τόσες σελίδες να περιγράψει εξαντλητικά τις διαφορές μας από την κακή ratio αλλά δεν κατάφερε να διερευνήσει το εύλογο, πώς και γιατί αφού ήμασταν τέτοιοι σούπερ τύποι παραδοθήκαμε έτσι αμαχητί στο δυτικό μοντέλο.)
Ξαφνικά ήθελα να αρπάξω αυτόν τον ανεκδιήγητο κυρ Θόδωρο, να τον τραντάξω φωνάζοντας γιατί, γιατί ρε άνθρωπε το κάνεις αυτό; Τελικά ψέλισα κάτι ακατάληπτα, έβγαλα ένα δεκάρικο που είχα και το έδωσα. [Φεύγοντας μου πέταξε το κερασάκι: και να ξέρεις, δεν θα σε εξυπηρετήσω άμα ξανάρθεις.]
Μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι οι άνθρωποι του μόχθου είναι πρόσωπα ιερά, εμείς, μια γενιά που δεν κουράστηκε το ίδιο για να τα καταφέρει στη ζωή. Παρά τις διαρκείς διαψεύσεις ήταν και παραμένει μέσα μας (ευτυχώς, νομίζω) μεγάλο ταμπού η αμφισβήτησή τους. Γιατί αν το κουκούτσι του τόπου αυτού, η σάρκα και το πνεύμα του, οι κυρ-Γιάννηδες και οι κυρα-Μαρίες του, πιστέψουμε πως παραδόθηκαν πρώτοι στην (άλλη) χρεοκοπία, μιλάμε για πραγματική ήττα της χώρας πολύ πριν από αυτή την τελευταία.
*
Με δυο λόγια δεν είμαι βέβαιος τι είδους κοινωνία συγκροτούμε, τι δεσμούς διατηρούμε ακόμα μέσα σ' αυτή την τεράστια νέα ασυναρτησία. Όσο για το εθνικό μας φαντασιακό, έχει δεχτεί πια τόσες διευρύνσεις για να απορροφήσει τις κατά καιρούς εκδοχές μας- εραστές, αδούλωτοι, ραγιάδες, επαναστάτες, πανέξυπνοι, εγωϊστές, φιλότιμοι, φιλόξενοι, αλληλέγγυοι, δημοκράτες, προδότες, αλληλοσπαραγμένοι, ικανοί για Παρθενώνες, για νέες Ολυμπιάδες, τριτοκοσμικοί, καταφερτζήδες, κλέφτες, λαμόγια. Τώρα πλέον και παντελώς άχρηστοι, αποτυχημένοι, νεόπτωχοι.
*
[Όμως, θενκ γκαντ, να και μια χαρμόσυνη είδηση: ο Πατριάρχης ευλόγησε τον Αλκαίο και το opa του. Όλα καλά θα πάνε, μωρέ. Ισπανοί, Γάλλοι, Πορτογάλοι, αυτοί να δούμε τώρα.]
Stylish new fighters facing the crisis. Blessed.