Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, μια σειρά από ακραία καιρικά φαινόμενα με οδήγησε σε πολλούς μπελάδες. Σκέφτομαι τώρα πώς ξεκίνησαν όλα.
Είχα και παλαιότερα παρατηρήσει ότι κάθε φορά που σαπουνίζομαι βιαστικά στην μπανιέρα, ένα μικρό ρυάκι νερού, επί του οποίου σβήνουν συνήθως και οι τελευταίες φουσκάλες αφρού, έχει την τάση να γλιστρά κάτω από την πόρτα του μπάνιου, σταματώντας στο μέσον περίπου του διαδρόμου που ενώνει το υπνοδωμάτιο με την κουζίνα. Δεν έχω μελετήσει τις αιτίες του φαινομένου διεξοδικά, καθώς οι μέριμνες του βίου και οι ποικίλες ενασχολήσεις στρέφουν αλλού την προσοχή μου-κυρίως σε ζητήματα ερωτικών σχέσων . Φαίνεται λοιπόν πως η λεπτή γραμμή νερού που άρχισε να κυλάει το απόγευμα της Παρασκευής από το σιφόνι του νιπτήρα, οδηγήθηκε αναπόφευκτα στο αυλάκι που δημιουργούν τα πλακάκια του δαπέδου καθώς συμβάλλουν κατά τον κάθετο άξονά τους κι από εκεί, στον διάδρομο.
Όταν το πρωί προσπάθησα να προσεγγίσω την κουζίνα, διαπίστωσα με έκπληξη ότι ένα λεπτό στρώμα πάγου είχε καλύψει ολόκληρο το διάδρομο. Ψάχνοντας ωστόσο στο κάτω μέρος της ντουλάπας ανέσυρα περιχαρής τα παγοπέδιλα που είχε φέρει η θεία Καίτη από την Αμερική, κατά τη διάρκεια των επισκέψεών της εκεί, στην ταραγμένη δεκαετία του εξήντα. Κανείς ποτέ δεν ξέρει πότε θα χρειαστεί κάτι.
Γλιστρώντας με κάποια ταχύτητα, αν και αδέξια, πάνω στην παγωμένη επιφάνεια, αναγκάστηκα να φρενάρω απότομα, περνώντας μπροστά από την πόρτα του σαλονιού. Εκεί, μπροστά μου, εκτυλισσόταν το ποιητικότερο θέαμα που έχουν αντικρύσει έως τώρα τα μάτια μου: χιόνιζε στο σαλόνι μου!
Ο καναπές, η τηλεόραση, το παλιό πικάπ, ο δίσκος της Δαλιδά είχαν θαφτεί κάτω από πυκνό χιόνι. Κοιτάζοντας έκπληκτος ψηλά, διαπίστωσα πως οι όροφοι προς τα πάνω είχαν ως δια μαγείας εξαφανιστεί κι εγώ βρισκόμουν στον πάτο ενός χιονισμένου πηγαδιού. Ενός τετράγωνου πηγαδιού, διαστάσεων 4Χ3, όσο ακριβώς η διάσταση του σαλονιού μου. Ψηλά στο χείλος του πηγαδιού, εκεί δηλαδή που παλιά βρισκόταν η ταράτσα, διέκρινα το κεφάλι του διαχειριστή που φωνασκούσε:
-Ξυπνήσατε επιτέλους; Σας ψάχνουμε όλη τη νύχτα! Θα σας καλύψει και σας το χιόνι!
Δυστυχώς μου είναι αδύνατον ακόμη και να πανικοβληθώ αν προηγουμένως δεν έχω πιει έναν διπλό εσπρέσσο μακιάτο, συνήθεια που παρέμεινε ζωηρή από την εποχή των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του 80.
Δίχως να απαντήσω έκανα μεταβολή και οδηγήθηκα στην κουζίνα για τα περαιτέρω. Ευτυχώς εκεί η τάξις των αντικειμένων δεν είχε διασαλευτεί. Τα δεκάδες κρεμασμένα κατσαρολικά -είμαι φανατικός μάγειρας κατά τις ατέλειωτες ώρες του μονήρη βίου μου- έλαμπαν έτι περισσότερο, καθώς το προηγούμενο βράδυ είχα επιμεληθεί τη στίλβη των.
Στεκόμενος με αμηχανία μπροστά στην κάνουλα της βρύσης η οποία ηρνείτο να μου προσφέρει έστω μισό φλυτζάνι τρεχούμενου νερού, μια ξαφνική λάμψη διαπέρασε τα νυσταγμένα μάτια μου. Δεν άργησα να ανακαλύψω, ευτυχώς, την αιτία της: η οπισθία κυρτή όψη του κουταλιού που κρατούσα για την παρασκευή του καφέ, λειτουργούσα ως καθρέπτης, αντανακλούσε το παραμορφωμένο, άρτι χιονισμένο είδωλό μου όπως ακριβώς εκείνο εμφανιζόταν στη στίλβουσα επιφάνεια των κατσαρολικών. Πλησιάζοντας περισσότερο το αριστερό μάτι στην επιφάνεια του κουταλιού διαπίστωσα ότι εκεί που πριν εντοπιζόταν η συνήθης αραίωση του τριχωτού της κεφαλής υπήρχε τώρα μόνο το άσπιλο χιόνι.
Ανακουφισμένος και χαρούμενος από την αλλαγή της εικόνας μου προς το ποιητικότερο, άρπαξα μια χούφτα χιόνι από τους ώμους μου και το παράχωσα στη μηχανή του εσπρέσσο. Ο πρώτος ουρανόθεν σταλμένος καφές άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.
Συνεχίζεται...
18-02-2004. Η συνέχεια.
Πίνοντας το χιονοζούμι, αισθάνθηκα αμέσως καλύτερα. Τώρα μπορούσα να τρομοκρατηθώ ελεύθερα και αυτό ακριβώς έκανα. Επιστρέφοντας πανικόβλητος στο σαλόνι, ενεργοποίησα όσα μικροαστικά, γλωσσικά αντανακλαστικά είχα μέσα μου φωνάζοντας προς τα πάνω:
-Για όνομα του Θεού! Πετάξτε μου ένα φτυάρι. Θα θαφτώ ζωντανός εδώ κάτω.
Αντί άλλης απαντήσεως έλαβα αμέσως τρία, τέσσερα φτυάρια που προσγειώθηκαν με δύναμη μπροστά μου.
-Φτάνει, ούρλιαξα. Θα με σκοτώσετε!
Άρχισα να φτυαρίζω το χιόνι δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να ανοίξω έναν διάδρομο μέχρι την πόρτα της εξόδου αλλά το νέο χιόνι που έπεφτε πυκνό δεν μου επέτρεπε να μετακινούμαι παρά ελάχιστα. Ακολουθώντας μια σειρά πολύπλοκων μαθηματικών υπολογισμών, βοηθούντος και του γεγονότος ότι οι σπουδές μου ήταν ακριβώς πάνω στην άλγεβρα Bool και τους μιγαδικούς αριθμούς, το δε μεταπτυχιακό μου διερεύνησε επιτυχώς το παράδοξο του Ζήνωνος, κατέληξα ότι για να προσεγγίσω την πόρτα-εάν φυσικά η πυκνότητα της πτώσης του χιονιού ανά κυβικό μέτρο παρέμενε σταθερή-χρειαζόμουν εκατόν δεκαεπτά ημέρες, ήτοι τέσσερις περίπου μήνες.
Πολλές φορές η γνώση δεν ωφελεί. Έτσι, σε πείσμα όσων ο ίδιος είχα διαπιστώσει, συνέχισα να φτυαρίζω με μανία, επιχειρώντας το ακατόρθωτο. Τα χέρια μου δούλευαν πυρετωδώς και το μυαλό μου χόρευε στο ρυθμό της εκσκαφής, παραλλάσσοντας συνεχώς τις παραμέτρους του προβλήματος. Δυστυχώς, η καλύτερη δυνατή τιμή, κάτω από την οποία δεν γινόταν να πέσω περισσότερο, ήταν οι εξηνταεπτά ημέρες, υπολογίζοντας τρεις δυνατές φτυαριές το δευτερόλεπτο ή τέσσερις επιπόλαιες· αυτά, δουλεύοντας καθημερινά δεκαοκτάωρο, με εξάωρη ανάπαυση.
Μερικές φορές η ακριβής γνώση αποδεικνύεται απολύτως περιττή.
Αφέθηκα να καταρρεύσω εκεί που υπέθετα ότι βρισκόταν ο καναπές μου.
Βυθισμένος τώρα στο χιόνι και απελπισμένος από την τροπή των γεγονότων, άρχισα να μπουσουλάω στα τέσσερα, ψάχνοντας το μπουκάλι με την τεκίλα που είχα παρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Η στάθμη του χιονιού ανέβαινε επικίνδυνα. Ανέσυρα διαδοχικά μια κασέτα με προπολεμικά ρεμπέτικα του Γιοβάν Τσαούς, το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης, ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο εκλαϊκευμένης ψυχιατρικής με τίτλο «το δοσίληθον πέος» ( απομεινάρι των αγωνιωδών διαβασμάτων μου κατά την ταραγμένη δεκαετία του εβδομήντα), μισό πορτοκάλι (συνοδευτικό του ποτού της χθεσινής βραδιάς) και μερικά θεόκλειστα φυστίκια Αιγίνης. Όταν επιτέλους εντόπισα την τεκίλα και ανασηκώθηκα, διαπίστωσα ότι το χιόνι έφθανε πλέον μέχρι το στήθος μου. Άρχισα να πίνω ασταμάτητα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εξισορροπήσω την εξωτερική θερμοκρασία με την εσωτερική. Πότε πότε δάγκωνα και μια φέτα πορτοκαλιού, πείθοντας τον εαυτό μου ότι το τέλος μου, που κατέφθανε πλέον με βεβαιότητα, διέσωζε κάτι ηρωικό, μεγαλοπρεπές και αξιοζήλευτο: δεν θα επέβαλε ο θάνατος τους όρους του πάνω μου. Θα αναχωρούσα από τον μάταιο τούτο κόσμο απολαμβάνοντας ιδανικά και ηδονικά το τελευταίο μου ποτό-σπονδή στα ατελείωτα, οργιαστικά μεθύσια και τις ολονύκτιες αντιπαραθέσεις γευσιγνωσίας με εκλεκτούς φίλους, κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας του ενενήντα.
Θαμμένος σχεδόν ολοκληρωτικά, ως ομιλούσα κεφαλή πλέον, άρχισα να τραγουδάω το αργόσυρτο this is the end –beautiful friend, the end… μην πιστεύοντας πλέον παρά στο θαύμα. Για την ακρίβεια ήλπιζα να ξυπνήσω ξαφνικά στο ζεστό κρεβάτι και να τινάξω από πάνω μου το φανταστικό χιόνι του εφιάλτη μου. Όμως η ζωή σπάνια ακολουθεί τις τεχνικές του μυθιστορήματος -συνήθως αποτελεί ένα κοινότοπο, άνοστο αφήγημα.
Με αυτή την τελική γνώση κατά νου συνέχισα να τραγουδώ, τύφλα στο μεθύσι. Όμως το τραγούδι μου συνόδευε τώρα ένας επίμονος ήχος ελικοπτέρου, ακριβώς όπως στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας «Αποκάλυψη τώρα». Σκέφτηκα ότι προφανώς ξαναζώ σημαντικές στιγμές της ζωής μου και ότι το σύστημα αυτόματης επαναφοράς μνήμης, η λεγομένη random auto-memory search before death, πιθανώς και εξαιτίας του ποτού, μπέρδευε την αυθεντική μουσική των Doors με την εκδοχή του soundrack της ταινίας στην οποία είχε προστεθεί ήχος ελικοπτέρου. Τέτοιες λεπτομέρειες ήταν σημαντικές για μένα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου και δεν σκόπευα να τις εγκαταλείψω ξαφνικά επειδή τύχαινε τώρα να πεθαίνω.
Λίγο πριν κλείσω τα μάτια και παραδώσω το πνεύμα, είδα το ελικόπτερο!
Κατέβαινε αργά στον στενό σωλήνα, σπαθίζοντας με δύναμη τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν ασταμάτητα. Κρεμασμένος στην πόρτα του ελικοπτέρου, καταχιονισμένος, ο Γιώργος Π., χειρονομούσε καθησυχαστικά, φωνάζοντας:
-Κουράγιο καλέ μου πολίτη. Ερχόμαστε.
Ταυτόχρονα, τρεις ανεμόσκαλες ρίχνονταν στο σαλόνι μου, με γατζωμένους πάνω τους κάμεραμεν της ελληνικής τηλεόρασης. Πρόλαβα να διακρίνω τη ΝΕΤ και το MEGA να με σκοπεύουν.
Ενθαρρυμένος από την απρόσμενη εξέλιξη των πραγμάτων φώναξα:
-Πρόεδρε, εσείς εδώ; Στο μάτι του κυκλώνα; Στο σαλόνι μου; Παντού;
Θυμάμαι το άγγιγμα της ζωής λίγο πριν λιποθυμήσω. Το γυμνασμένο χέρι του με αποσπούσε αποφασιστικά από τον λασπώδη τάφο του χιονιού καθώς οι κάμερες χόρευαν γύρω μου ασταμάτητα. Κι έπειτα ανεβαίναμε, συνεχώς ανεβαίναμε μέσα στο απόλυτο λευκό, το σχεδόν μαύρο!
Fin
Y.Γ. Ακολουθούν τα σχέδια της διάσωσής μου που βρέθηκαν αργότερα από τους γείτονες, οι οποίοι και μου τα παρέδωσαν. Τους ευχαριστώ πολύ.