vita moderna

kisses, tears & psychodramas

16.7.04

Για την πάρτη μας

Επειδή με σταματάνε στο δρόμο άγνωστοι περαστικοί, εργάτες, αγρότες, νοικοκυρές και μου λένε «τι έπαθες ρε μεγάλε και μιλάς σα φλώρος», μετέφρασα κομμάτι κομμάτι το «υπέρ ημών»(βλέπε πιροηγούμενο)
 
Εμείς οι άνθρωποι όλο λάθη κάνουμε, όλο κάτι μας λείπει. Πώς είναι ο Θεός; Ε, εμείς καμία σχέση! 

Άμα κάτσεις και το σκεφτείς αυτό, κάποια στιγμή φλασάρεις. Δεν φτάνει που είσαι μικρός, μισός κι ανήμπορος, πεθαίνεις κι από πάνω. Τουλάχιστον πεθαίνουν κι οι άλλοι, οπότε παρηγοριέσαι κάπως, δένεσαι μαζί τους στο στρατόπεδο. Μόνο ο Λοχίας δεν πεθαίνει.

Οπότε, αφού ό,τι και να κάνουμε τελευταίος περνάει ο ψηλόλιγνος τύπος με τη λεπίδα, αξίζει να το φιλοσοφήσεις το πράμα. Ας τη βρει ο καθένας  όπως γουστάρει, μη του τα ζαλίζεις, μην τον κρίνεις, έτσι κι αλλιώς αύριο μεθαύριο αναχωρεί. Όπως όλοι. Ευτυχώς που γίνεται κανας σεισμός, κανα ναυάγιο και συνερχόμαστε.

Καλός άνθρωπος σήμερα είναι εκείνος που καταλαβαίνει τον άλλον. Έχεις ένα πουλί στο κλουβί; Ας’ το να πετάξει, μην του φέρεσαι καλά και ψήνεσαι ότι είσαι καλός άνθρωπος.

Θρησκείες, ιδεολογίες και παπάρες. Βράσε όρυζα. Μη τούτο, όχι εκείνο, δεν το κανες καλά, να κοιτάς τη συντρόφισσα στα μάτια- όχι πιο χαμηλά. Άσε με καημένε να κοιτάω όπου θέλω, άσε με να κάνω λάθος. 
 

Είχα ένα φίλο, ήξερε μπουζούκι. Κάθε φορά μου λεγε: θέλω να παίξω τόσα πράγματα, έχω μέσα μου πολύ πράμα. Αλλά άμα πιάνω το όργανο μου δένονται τα δάχτυλα.

Μ’ άρεσε έτσι που καθόταν, με κοίταζε και δεν ήξερε τι να παίξει

Για μένα το νόημα είναι ένα:  Άραξε κάτω απ΄το δέντρο και περίμενε. Καλά είσαι εδώ στη σκιά.

Άντε καλό καλοκαίρι, ρε παλιόπαιδα.

13.7.04

Υπέρ ημών.

Ουσία της ανθρώπινης κατάστασης είναι η ατέλεια, η ελλειμματικότητα.

Η ανάδυση αυτής της γνώσης στη συνείδηση (μέσα από την εντατική επεξεργασία της προσωπικού βιώματος) συσπειρώνει την ανθρώπινη κοινότητα γύρω από το βασικό της κέντρο, γύρω, δηλαδή, από την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τον μοναδικό της εχθρό: τον θάνατο.

Κατανοώντας το θάνατο ως το απόλυτο κακό, ως τη βασική απειλή του ανθρώπινου είδους, τότε η ανοχή στη διαφορετικότητα, η κατανόηση και η συγγνώμη παύουν να αποτελούν έξωθεν καταναγκασμούς και συμμορφώσεις προς ένα αόριστο δέον της νεωτερικότητας, και συγκροτούν τον τύπο, τα χαρακτηριστικά ενός νέου ανθρωπισμού, μιας ηθικής εκδοχής του ανθρώπου χωρίς άλλη προηγούμενη ηθική, θεολογική ή φιλοσοφική θεμελίωση. Κάτι σαν την αυτόματη συσπείρωση της κοινότητας μπροστά σε έναν καταστροφικό σεισμό: ενστικτώδης.

Ως ανθρωπισμός των νέων καιρών, θα μπορούσε να οριστεί το θερμό καλωσόρισμα κάθε ανθρώπινης ιδιαιτερότητας, η κατανόηση κάθε εκτροπής, η αυτόματη υιοθέτηση κάθε αιτήματος χειραφέτησης, πριν από οποιαδήποτε ηθική αξιολόγησή του. Με άλλα λόγια, η ελευθερία να προηγείται πάντα του καθήκοντος.

Ο ολιστικός τρόπος των θρησκειών, των μεγάλων ερμηνευτικών σχημάτων και των ιδεολογιών που δογματίζουν, ανήκει στο παρελθόν. Κυρίως επειδή δεν συγχωρούν, δεν αγαπούν την ανθρώπινη ατέλεια, έστω κι αν φωνάζουν για το αντίθετο. Ο σημερινός άνθρωπος αντίθετα, επείγεται να συναντήσει τον βαθύτερο εαυτό του, να απελευθερώσει επιθυμίες, να διατυπώσει κουτσά στραβά το προσωπικό του όραμα.

«Ιδωμένο απ’ έξω, τίποτα δεν έζησα. Αισθάνομαι όμως ότι η εσωτερική μου πείρα αξίζει τον κόπο να περιγραφεί» Μιλάει η Μπιμπή, ηρωΐδα του Κούντερα στο «βιβλίο του γέλιου και της λήθης», και συνεχίζει: « Έχω συχνά το αίσθημα πως όλο μου το σώμα ξεχειλίζει από πόθο να εκφραστεί, να μιλήσει. Να πει κάτι. Πότε πότε νομίζω πως θα εκραγώ έτσι που αισθάνομαι τόσο γεμάτη και θέλω να φωνάξω. Θα ’θελα να πω κάτι για τη ζωή μου, για τα αισθήματά μου, που είναι, το ξέρω αυτό, εντελώς ιδιότροπα, αλλά όταν καθίσω μπροστά στο λευκό χαρτί δεν ξέρω, ξαφνικά, για τι πράγμα να γράψω»

Αγαπάμε τον άνθρωπο γιατί μπροστά στο άδειο χαρτί δεν ξέρει τι να γράψει.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρατηρούμε, να πλαταίνουμε και να ανοιγόμαστε στο μέλλον με γενναιοδωρία.

Καλό καλοκαίρι, σύντροφοι.

5.7.04

η Πορτογάλα

Η vita moderna, αυτό το κόσμημα διεθνισμού, αντικειμενικότητας και ψύχραιμου βλέμματος (μέσα στο πέλαγος της εθνικής μεροληψίας), παραδιδόμενη σε ταπεινά πάθη και εντυπώσεις της νύχτας, άυπνη, βραχνιασμένη πλην πιστή στις πάγιες εμμονές της για διαρκή απελευθέρωση της καταπιεσμένης libido, αναπαράγει τυφλά το αυθόρμητο, σούρεαλ-σύνθημα:

Φερ' τε μπύ-ρες, φέρ' τε ού-ζα
Πορτογά- Πορτογάλες για παρτού-ζα!


Ζήτω η αδάμαστη ελληνική γραμματική. Ζήτω οι Ρεχάγγελοι. Ζήτω ο αιώνιος, ο μαλάκας ο Έλληνας του Γεωργίου, που για πρώτη φορά δεν νιώθει καθόλου μα καθόόόλου έτσι.

Ελ-λάς κλαπ κλαπ κλαπ, Ελ-λάς παμ παμ παμ, Ελ-λάς ντουπ ντουπ ντουπ.