Για την πάρτη μας
Επειδή με σταματάνε στο δρόμο άγνωστοι περαστικοί, εργάτες, αγρότες, νοικοκυρές και μου λένε «τι έπαθες ρε μεγάλε και μιλάς σα φλώρος», μετέφρασα κομμάτι κομμάτι το «υπέρ ημών»(βλέπε πιροηγούμενο)
Εμείς οι άνθρωποι όλο λάθη κάνουμε, όλο κάτι μας λείπει. Πώς είναι ο Θεός; Ε, εμείς καμία σχέση!
Άμα κάτσεις και το σκεφτείς αυτό, κάποια στιγμή φλασάρεις. Δεν φτάνει που είσαι μικρός, μισός κι ανήμπορος, πεθαίνεις κι από πάνω. Τουλάχιστον πεθαίνουν κι οι άλλοι, οπότε παρηγοριέσαι κάπως, δένεσαι μαζί τους στο στρατόπεδο. Μόνο ο Λοχίας δεν πεθαίνει.
Οπότε, αφού ό,τι και να κάνουμε τελευταίος περνάει ο ψηλόλιγνος τύπος με τη λεπίδα, αξίζει να το φιλοσοφήσεις το πράμα. Ας τη βρει ο καθένας όπως γουστάρει, μη του τα ζαλίζεις, μην τον κρίνεις, έτσι κι αλλιώς αύριο μεθαύριο αναχωρεί. Όπως όλοι. Ευτυχώς που γίνεται κανας σεισμός, κανα ναυάγιο και συνερχόμαστε.
Καλός άνθρωπος σήμερα είναι εκείνος που καταλαβαίνει τον άλλον. Έχεις ένα πουλί στο κλουβί; Ας’ το να πετάξει, μην του φέρεσαι καλά και ψήνεσαι ότι είσαι καλός άνθρωπος.
Θρησκείες, ιδεολογίες και παπάρες. Βράσε όρυζα. Μη τούτο, όχι εκείνο, δεν το κανες καλά, να κοιτάς τη συντρόφισσα στα μάτια- όχι πιο χαμηλά. Άσε με καημένε να κοιτάω όπου θέλω, άσε με να κάνω λάθος.
Είχα ένα φίλο, ήξερε μπουζούκι. Κάθε φορά μου λεγε: θέλω να παίξω τόσα πράγματα, έχω μέσα μου πολύ πράμα. Αλλά άμα πιάνω το όργανο μου δένονται τα δάχτυλα.
Μ’ άρεσε έτσι που καθόταν, με κοίταζε και δεν ήξερε τι να παίξει
Για μένα το νόημα είναι ένα: Άραξε κάτω απ΄το δέντρο και περίμενε. Καλά είσαι εδώ στη σκιά.
Άντε καλό καλοκαίρι, ρε παλιόπαιδα.