vita moderna

kisses, tears & psychodramas

29.1.04

Ό,τι "λαχταρώ"!

Τις προάλλες η Α., η Δ κι εγώ, βαδίζαμε αγχωμένοι στη Δροσοπούλου γιατί -ως συνήθως- είχαμε καθυστερήσει στο ραντεβού μας (με τον Γ. αυτή τη φορά), στο θέατρο της οδού Κυκλάδων. Τελευταίες παραστάσεις του «Λαχταρώ» της Σάρας Κέην και ο Βογιατζής απέσπασε για άλλη μια φορά τους επαίνους της κριτικής ως μια από τις «σπουδαιότερες παραστάσεις της χρονιάς».

Παρεμπιπτόντως να πω εδώ πως ο πληθωρισμός αυτών των εκφράσεων, είτε μιλάμε για σάλτσες σε μακαρόνια (απογειωμένο πιάτο, ό,τι καλύτερο δημιούργησε φέτος ο Ερβέ Προνζάτο μετά τον κομψό πουρέ σύκου…) είτε για μουσική (πρόκειται αναμφίβολα για τον δίσκο της δεκαετίας), για ηθοποιούς (συγκλονιστική ερμηνεία-ρεσιτάλ ηθοποιίας), για ταινίες (αξεπέραστη ταινία-σταθμός στην πρόσφατη ιστορία του σινεμά), για βιβλία (η ωριμότερη στιγμή του συγγραφέα-τομή στα νεολληνικά γράμματα) για οθόνες τηλεόρασης (κορυφαία επίδοση στην κατηγορία της-άριστη γεωμετρία) ή και πλαστικά μανταλάκια (διάκριση στο «σαλόνι συνάντησης ευρωπαικού μανταλακίου»-που λέει ο λόγος), στην πράξη, αυτή η αμετροέπεια των εκφράσεων αφιονίζει το κοινό-εμάς - για όλο και περισσότερα αστεράκια, μετατρέποντας ένα καλλιτεχνικό γεγονός σε προϊόν της αγοράς απολύτως μετρήσιμο, όπου, είτε τα εισιτήρια των θεατών (Πολίτικη κουζίνα) είτε η ομόφωνη γνώμη των κριτικών (Dogville) αποτελούν, κατά περίπτωση, και κριτήριο της αξίας τους.


Τρέχαμε λοιπόν να προλάβουμε τη σπουδαία παράσταση, τυλιγμένοι στα μαύρα μας παλτό, με τα σκουφάκια μας και τα ωραία μας γάντια. Κομψοί, μοντέρνοι και φιλότεχνοι.
Στο στενό πεζοδρόμιο , συναντηθήκαμε ξαφνικά με ένα ζευγάρι μαύρων που βάδιζαν αντίθετα, και οι ματιές μας διασταυρώθηκαν σε απόσταση αναπνοής. Σ’ αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα πρόλαβα να σκεφτώ, να υποθέσω, τι είναι αυτό που βλέπουν εκείνοι, πάνω μας . Νομίζω, κρίνοντας και από το ντύσιμό τους, ότι αναγνώριζαν, πρόχειρα, την «ευζωία».

Για σκέψου. Να βρίσκεσαι στην ξένη χώρα. Να έχεις καταφέρει με κόπους και βάσανα να νοικιάσεις ένα υπόγειο στην Κυψέλη. Να αγοράζεις μπουφάν και ραδιοκασσετόφωνο από καλάθι στην Ομόνοια, να τρως πάντα για βραδινό ένα κεμπάπ από τον Αιγύπτιο δίπλα. Και να διασταυρώνεσαι με Νεοσμυρνιώτες και Χαλανδριώτες βέρους, περήφανους για την καταγωγή τους, που τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο έργο-πριν αυτοκτονήσει-της Σάρας Κέην, μιας σύγχρονης απελπισμένης Αγγλίδας, στην 45λεπτη εκδοχή του Βογιατζή.
Μιλάμε για τη διασταύρωση άλλων κόσμων, άλλων ηπείρων, σε ένα στενό πεζοδρόμιο.

Στην ουρά μπροστά μας, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Μένης Κουμανταρέας, διάφοροι ηθοποιοί .Το κρατημένο εισιτήριο, είκοσι ευρώ. Η αίγλη μιας κοινωνίας που τρέφεται με πνεύμα. Ωραίες γυναίκες, το στυλ και η πόζα τους διακριτικά.

Καλώς, λοιπόν, αγαπητέ Λ. Βογιατζή, hit us. Στάξε πάνω μας λεπτό λεπτό ( που είναι και πανάκριβο) τον επεξεργασμένο λόγο σου, στήσε μπροστά μας τον εφιάλτη της γυναίκας που «λαχταρούσε» και τελικά την κατάπιαν οι λαχτάρες της.

Μαλακίες. Πίσω από το θόρυβο των λέξεων και της δήθεν λαχανιαστής εκφοράς τους, προσπαθούσες να αποσπάσεις τυχαία ψήγματα της λυρικής πυκνότητας του κειμένου. Απ’όσο μπορούσες να ακούσεις, όταν δεν μιλούσαν όλοι μαζί υπηρετώντας την ιδέα των παράλληλων μονολόγων των κατάμονων εαυτών, υπήρχαν και κάποιες στιγμές συγκίνησης στο κείμενο. Πιθανότατα να ευθύνεται και η καλή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.


Όμως γιατί θέατρο; Γιατί πρέπει οι λέξεις-σπαράγματα (και όχι θεατρικό κείμενο) της Κέην να κρεμαστούν σε στόματα ηθοποιών (μιας καλής και τριών άλλων μέτριων)και από εκεί, ο πάσχων θεατής να τις ξεκρεμάσει στο σκοτάδι; Δυστυχώς το πρόβλημα δεν ανήκει σε εκείνους που αποφασίζουν ότι κάτι τέτοιο έχει και παραέχει νόημα, όσο σε κάτι τύπους σαν εμένα που ενώ, ασυνείδητα γνωρίζουν ότι η Σάρα Κέην δεν τους «αφορά» ως συγγραφέας, συνεχίζουν να τρέχουν στις παραστάσεις. Για την ακρίβεια, δεν "προλαβαίνω" να με αφορά και η Σάρα Κέην.

Και οδηγούμαστε αισίως σ’ αυτό που θέλω να πω από την αρχή. Αναρωτιέμαι δηλαδή πώς φτάσαμε στο σημείο να έχω δει τέσσερα έργα της Σάρας Κέην, ενώ θα ήθελα τόσο πολύ να δω δεκάδες άλλα θεατρικά… Γιατί ταλαιπωρώ τον εαυτό μου όταν ξέρω ότι πιθανόν και ο Τσάρλς Ντίκενς, για να αναφέρω έναν συμπατριώτη της, θα μου προσέφερε περισσότερα, διαβάζοντάς τον ακόμα και πάνω στα ερείπια του μεταμοντέρνου κόσμου μας! Δεν υπαινίσσομαι καθόλου ότι οι στέρεες δομές κλασικών αναγνωσμάτων του παρελθόντος είναι τα αντιβιοτικά στην ασθένεια των καιρών μας. Λέω ξεκάθαρα ότι ως ψυχισμός, ως καλλιέργεια, εγώ, έχω ανάγκη ακόμα να «γεμίσω», προτού αρχίσω, μπουχτισμένος από την ανθρώπινη φλυαρία, την αποκαθήλωση. Δεν συναντιέμαι με τη Σάρα Κέην, όχι γιατί η ζωή δεν είναι θρήνος ή χειρουργείο (που είναι), αλλά γιατί αντέχω ακόμα να συγκινούμαι ή και να εξ-ίσταμαι με πολλές από τις συμβάσεις , τη μέθοδο και τη θεματολογία της τέχνης του παλαιού μας κόσμου. Τέχνη που φυσικά είναι αφόρητη όταν δεν υπάρχει ένα ταλέντο πίσω της να τη στηρίζει.



Υπάρχει μεγάλη συγκίνηση στην πρωτοπορία γιατί τα εδάφη που κινείται είναι ακόμα ανεξερεύνητα. Υπάρχει μεγάλη συγκίνηση σε μια τέχνη κουρδισμένη στο σήμερα που πάλλεται ζωντανό δίπλα σου. Καμιά αμφιβολία. Υπάρχει όμως και μια ζωή να ζήσουμε, εμείς οι ίδιοι. Η δική μας ζωή. Και αναπόφευκτα με «κάποιους θα πάμε και κάποιους θα αφήσουμε». Θα ’θελα τουλάχιστον να με συντροφεύουν φωνές που τις επέλεξα εγώ για την θετική τους επενέργεια πάνω μου και όχι φωνές που επέλεξαν για μένα ως must η αθηναϊκή δημοσιογραφία και τα έντυπά της.

Επιστρέφοντας τέλος σε εκείνο το έρμο ζευγάρι της Κυψέλης, αλλά και στους δεκάδες πρόσφυγες-μετανάστες που μας κάνουν να ξαναβλέπουμε τον εαυτό μας δανειζόμενοι το βλέμμα τους, ξανασκέφτομαι την παλιά, αριστερή, ξύλινη έκφραση «προβλήματα πολυτελείας» για τα προβλήματα της τέχνης. Αισθάνομαι βαθιά απέχθεια για τη διατύπωση και το πνεύμα που τη γέννησε, όμως τώρα συζητώ μια άλλη εκδοχή της: Να θεωρώ εγώ, για τη ζωή μου εις το εξής, πρόβλημα πολυτελείας , κάθε τι που στο όνομα της εμβάθυνσης κατασπαταλά την ενέργειά μου χωρίς να μετακινεί στο ελάχιστο αυτό το κατά βάση αδρανές, βαρύ υλικό που έχω ως πυρήνα.

23.1.04

Ανθυγιεινά και σωτήρια

Φαΐ

Έβλεπα μια σκηνή στην τηλεόραση όπου ο Μπρους Γουίλις ζητάει σε αμερικάνικο φαστ φουντ, κάτι σχετικά υγιεινό. Η ευτραφής, στρογγυλοπρόσωπη, ροζ κοπέλα που τον εξυπηρετεί, απαντά:
«Α, εδώ έχουμε τροφές με λιπαρά, που είναι πολύ παρηγορητικά

Δεν το είχα σκεφτεί έτσι και είναι εξαίρετη διατύπωση. Τι παρηγοριά να βρεις σε ένα γεύμα με τρία καρότα, ένα ανάλατο μπρόκολο συν μια βραστή πατάτα, που προτείνει το vita; Πόσες ματαιώσεις να σωρεύσεις;

Ποτό

«Το ποτό είναι κάτι που με βοηθάει πάρα πολύ. Θα πρέπει όμως κανείς να το καταναλώνει με μέτρο, έτσι ώστε αφενός να μη μεθάει και αφετέρου να μην παραγίνεται σοφός» Οτάρ Ιοσελιάνι, συνέντευξη στον Θ.Λάλα

Συνεπώς ο καλύτερος τρόπος ώστε να κόψεις δρόμο για τη σοφία περνάει από το κοντινότερο μπαρ. Όλοι εμείς που κάνουμε μάλιστα εντατικά μαθήματα εκεί μέσα, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την άποψη ότι πίνουμε επειδή θέλουμε να εμβαθύνουμε στη ζωή και όσες φορές τυχαίνει να το παρακάνουμε είναι επειδή το πάθος μας για την Αλήθεια γίνεται ανεξέλεγκτο.

Τσιγάρο

Για το τσιγάρο θα καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία.
Μετά από ένα χρόνο διακοπής, έχω αποκτήσει διάφορα κουσούρια. Πήρα επιπλέον δέκα κιλά και οι γυναίκες με κοιτάνε με μισό μάτι, απέκτησα οισοφαγίτιδα και κοιμάμαι με τρία μαξιλάρια-γεγονός που αυξάνει την αυτολύπηση. Επιπροσθέτως πίνω περισσότερο ως αναπλήρωση.
Το πρόβλημα όμως είναι αλλού. Απ’ όσο θυμάμαι, στα χρόνια του σχολείου και αργότερα, οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι ήταν καπνιστές. Δεν σχετίστηκα ποτέ με κανέναν υγιεινιστή και σνόμπαρα επιδεικτικά τη γυμναστική, τον αερισμό των δωματίων και τις εκδρομές στο βουνό. Επειδή πιστεύω ότι τσιγάρο καπνίζουν γενικά οι έξυπνοι άνθρωποι ή έστω ότι ο καπνός σε μαθαίνει να επεξεργάζεσαι την εμπειρία, οδηγούμαι αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι οι φίλοι μου όλοι καθημερινά βελτιώνονται ενώ εγώ καθημερινά χαζεύω. Μόνη μου ελπίδα το ότι αναπνέω συνεχώς τον καπνό τους.

Υ.Γ. Δώρο στη γιορτή μου: Ο ύπνος του καπνιστή, του Μιχάλη Γκανά. Πολύ ωραίο. Τυχαίο είναι;

21.1.04

Εκδοχές της προσευχής.

κλικ στην εικόνα

πινγκ-πονγκ

Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση, με δυνατότητα αλλαγής φόντου. Τραγικό, αλλά μετά από ώρες μπροστά στη σελίδα, αυτό κατάφερα να φτιάξω. Είμαι πάντως έτοιμος να "ξαπλώσω" και να τα πω όλα: είμαι, που λες γιατρέ μου, ένα μπαλάκι που κάνει πινγκ, που κάνει πονγκ...

Γιατρός (σκεφτικός): που κάνει πινγκ που κάνει πονγκ...
Εγώ: που όλο όλο τρέ-χει και πού-θα-στα-μα-τή-σει;
Γιατρός: πού;
Εγώ: και τι χρώμα θα ζη-τή-σει;
Γιατρός (αφηρημένος): τι;
Eγώ: Βγαί-νω-και-τα-φυ-λας Ε-σύ!
Γιατρός: Εγώ;
Εγώ: Ναί. Σήκω.

Εδώ σηκώνεται ο Γιατρός και αλλάζουμε θέση.
Εγώ-Γιατρός

Πριν όμως καθήσουμε καλά καλά, πεταγόμαστε ξανά. Οπότε:
Γιατρός-Εγώ

Τώρα έχω δύο επιλογές:
1η. Να πέφτει αυλαία -μια λευκή γάζα που κατεβαίνει από ψηλά- ενώ τα δύο πρόσωπα αλλάζουν συνεχώς θέσεις. Ακούγεται σε λούπα το "υσές αλύφ ατιάκ ωναίγβ". (Το βρίσκω κάπως φτηνό.)

2η. Να ξανακάνουμε τον διάλογο. Και πάλι να πέφτει η αυλαία. (Αυτό το βρίσκω προβλέψιμο.)

Οπότε, πάω για ύπνο και λύεται το αδιέξοδο. Θα κλείσω με τα ωραία δίπολα:
Ύπνος-Εγρήγορση
Λαός-Κολωνάκι
Κρέμα-Κακάο

Καληνύχτα. ή Καλημέρα...




14.1.04

Sweet sixteen.

Με αφορμή το αξεπέραστο αυτό τραγούδι των Beatles που σύρεται παραπλεύρως, σκεφτόμουνα ότι, όπως- υποτίθεται- όλη η δυτική φιλοσοφία δεν είναι παρά ένας υποτιτλισμός στο έργο του Πλάτωνα, έτσι- κατ’ αναλογίαν- και όλη μας η ζωή δεν είναι παρά ένας σχολιασμός της ηλικίας μας των δεκάξι.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάπως συμπαγή, εκεί δηλαδή στα δεκαπέντε με δεκάξι, δεν νομίζω πως έχω μετακινηθεί καθόλου σε ό,τι αφορά όνειρα και ανάγκες. Σ’ εκείνη την ηλικία, που έχει ωριμάσει πια η ερωτική επιθυμία και το σώμα ανατριχιάζει από κορυφής μέχρις ονύχων ακόμα και στην ιδέα Της, τα τραγούδια διαπερνούν την ψυχή και στρογγυλοκάθονται εκεί για πάντα .Νιώθω δε τόσο ευγνώμων για όλα εκείνα τα γιορταστικά, ανέφελα, αιώνια καλοκαίρια στις Κυκλάδες, όπου τα βράδια μπορούσες να δεις τον Γαλαξία να κρέμεται πάνω από τη φωτιά της παραλίας. Όσο μάλιστα πιο ταπεινά, δειλά και με ανασφάλεια παίζει κάποιος στην κιθάρα μια μπαλάντα σαν το and I love her τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η λυρική ουσία του κομματιού, τόσο πιο οριστικά σε κλείνει στον κόσμο του. Ίσως γι’ αυτήν την επιστροφή να συγκινεί έτσι ένα απλό MIDI file.
Κλικ στo δισκάκι των Beatles, δεξιά.

10.1.04

*

6.1.04

Καβάφης και τριαντάφυλλα!

Το «Δίφωνο» Ιανουαρίου, θέτει σε 24τραγουδοποιούς (20 εγχώριους, 4 αλλοδαπούς) το ερωτηματολόγιο του Proust.

Τα αποτελέσματα έχουν μια εντυπωσιακή ομοιογένεια, πλην εξαιρέσεων, που επιβεβαιώνει ότι εμείς οι Ελληναράδες αναπτύσσουμε μια κοινή επιφάνεια καλλιέργειας που επιχειρεί να καλύψει την έλλειψη φαντασίας και την κουτσή παιδεία μας που παρέμεινε στην ύλη της Β Λυκείου.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές;
Ο Καβάφης, σε πάνω από τους μισούς.(Όταν κάποιος απαντάει έτσι, έχω την υποψία ότι ιδρώνει μήπως του ζητήσουν να πει και δεύτερον.) Και φυσικά ακολουθούν οι ογκόλιθοι Σεφέρης, Ελύτης κλπ.
(Υπενθυμίζω όμως εδώ, ότι αγαπημένος ποιητής της Άντζελας ήταν ο Δροσίνης!)
Αντίθετα ,ο Blaine Reininger συμπεριλαμβάνει και τους Captain Beefheart, Iggy Pop. Πφ! Ποιητής ο Ίγγυ!

Κατόπιν στους πεζογράφους, έρχεται αυτό που υποψιαζόμαστε όλοι, δηλαδή: Καζαντζάκης, Ντοστογιέφσκι, Κούντερα, Παπαδιαμάντης κλπ.
(υπάρχει μια ροπή προς το μνημειακό ως σίγουρη επιλογή. Οι καλλιτέχνες μας, νομίζουν ότι δίνουν πανελλήνιες και πρέπει να απαντήσουν κάτι polliticaly correct)

Από ιστορικά πρόσωπα, απεχθάνονται τον Χίτλερ! (χε χε)

Στην ερώτηση «Ποιο είναι το αγαπημένο σας λουλούδι», πολλά είναι τα τριαντάφυλλα, γιασεμιά κι αγριολούλουδα.
Μόνο ο Blaine Reininger απαντάει: Τα άνθη του κακού.

Πώς ορίζετε την ευτυχία;.
Να γεύεσαι τη ζωή, να δίνεις αγάπη χωρίς επιστροφή, να έχεις υγεία και φίλους, κάποιες ιδιαίτερες στιγμές και συναισθήματα (αρχίζω να νυστάζω), να πιάνουν οι προσπάθειές σου τόπο(!!), να αγαπάς αυτό που είσαι και κάνεις(zzzzzzzzzzz)
Ο Reininger απαντάει: Ονειρεύομαι πως μια μέρα το κομπιούτερ μου θα μπορέσει να μου ανταποδώσει την αγάπη.

Θαυμάζουν τον Κολοκοτρώνη, τον Σωκράτη, τον Βελουχιώτη, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Ναπολέοντα! (λες και έχουν δανειστεί σκονάκια καλλιστείων)

Οι περισσότεροι βέβαια δεν θα άλλαζαν την πατρίδα τους. Εδώ θα θελαν να ζουν!

Στο τι θεωρείτε «έσχατο βαθμό δυστυχίας», ο Λιδάκης απαντά: να μισώ κάποιον!
Η Πένυ Ραμαντάνη(ΟΝΑΡ): την απογοήτευση!(τι σημαίνει τούτο τώρα;) και ο Γιάννης Σπάθας: την ανεργία!!! (αυτός έχει Καβάφη – Καζαντζάκη στις επιλογές συγγραφέων, με αγαπημένο ιστορικό πρόσωπο τον Χριστό!!)

Ωρέ λαλούουουνουν αηδόνια και πουλιά μωρρρ βλάαααχαα...

Η δική μου αίσθηση είναι-αν μου επιτρέπεται να πω- ότι η Ελλάδα είναι μια μεγάλη γειτονίτσα, όπου όλοι πάνω κάτω τρώμε τα ίδια (πολίτικη κουζίνα), βλέπουμε τα ίδια (πολίτικη κουζίνα), πίνουμε τα ίδια (ουίσκυ), φοράμε τα ίδια (τιμημένο μπλου τζην από 6 μέχρι 96 χρονών), και τελικά έχουμε και ίδιους αγαπημένους λογοτέχνες (ανάθεμα αν έχει διαβάσει κανείς μας πάνω από μισό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Ο Αργύρης Ζήλος, σε άλλο άρθρο, στο ίδιο τεύχος, για άλλο θέμα, τα λέει μεστά:

"Θα έλεγα ότι η ελληνική κοινωνία είναι σε βαθμό κατατονίας παθητική. Όχι απλώς τεμπέλα, μα αδιάφορη, αρνητική στην προοπτική της εξέλιξης. Με μια λέξη: αντιδραστική. Και, νομίζω, η παθητικότητα στις κοινωνίες τρέφεται σε μεγάλο βαθμό από μια βαθύτερα ριζωμένη και πολύ δυσκολότερα ανασκευαζόμενη ιδιότητά τους: τον συντηρητισμό τους.

Τα’ χουμε ξαναπεί για το συντηρητισμό μας. Πιστεύω ότι είναι το μονιμότερο κι ισχυρότερο χαρακτηριστικό του Έλληνα-πλανάσθε πλάνην οικτράν αν νομίζετε ότι από τα μεταμεσονύχτια ξεσαλώματά του κι όχι από τις καθημερινές εργασιακές κι επικοινωνιακές του συνθήκες συνάγεται το ταπεραμέντο ενός λαού, πόσο μάλλον το βιοτικό του επίπεδο. Πού οφείλεται όμως αυτός ο συντηρητισμός; Γιατί αν θέσουμε ως κριτήριο την αβανταδόρικη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας ως διεθνές σταυροδρόμι φυλών, πολιτισμών και πάσης φύσεως αγαθών και πληροφοριών, το αντίθετο ακριβώς θα πρεπε να μας χαρακτηρίζει: μια ανησυχία, μια προοδευτική σκέψη, μια δεκτικότητα στο νέο και στο διαφορετικό

Αίφνης μια καλή φίλη και παλιά συνεργάτις μου έδωσε μια βάση σκέψης: όλοι οι λαοί με αρχαία ιστορία είναι συντηρητικοί: Ινδοί, Κινέζοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι….σωστό ακούγεται.. όμως τι έχουμε να πούμε για την υψηλή τεχνολογία και την προωθημένη τέχνη της Ιαπωνίας;

(το άρθρο λέει πολλά και δεν μπορώ να το αντιγράψω όλο…τελειώνει κάπως έτσι:)
Ας το πάρουμε απόφαση: με κανέναν τρόπο δεν συναρτάται η αίγλη των αρχαίων ημών προγόνων με τον σημερινό νεολληνικό πολιτισμό και δεν συνεπάγεται τίποτα για την τωρινή ποιότητά του."

Ελπίζω να μην ξυπνήσει το ζώο μέσα σας και με κατακεραυνώσετε με σχόλια! Συντηρητικούρες!








1.1.04

A (new) number in the (old) life!

2004
2004