Ό,τι "λαχταρώ"!
Τις προάλλες η Α., η Δ κι εγώ, βαδίζαμε αγχωμένοι στη Δροσοπούλου γιατί -ως συνήθως- είχαμε καθυστερήσει στο ραντεβού μας (με τον Γ. αυτή τη φορά), στο θέατρο της οδού Κυκλάδων. Τελευταίες παραστάσεις του «Λαχταρώ» της Σάρας Κέην και ο Βογιατζής απέσπασε για άλλη μια φορά τους επαίνους της κριτικής ως μια από τις «σπουδαιότερες παραστάσεις της χρονιάς».
Παρεμπιπτόντως να πω εδώ πως ο πληθωρισμός αυτών των εκφράσεων, είτε μιλάμε για σάλτσες σε μακαρόνια (απογειωμένο πιάτο, ό,τι καλύτερο δημιούργησε φέτος ο Ερβέ Προνζάτο μετά τον κομψό πουρέ σύκου…) είτε για μουσική (πρόκειται αναμφίβολα για τον δίσκο της δεκαετίας), για ηθοποιούς (συγκλονιστική ερμηνεία-ρεσιτάλ ηθοποιίας), για ταινίες (αξεπέραστη ταινία-σταθμός στην πρόσφατη ιστορία του σινεμά), για βιβλία (η ωριμότερη στιγμή του συγγραφέα-τομή στα νεολληνικά γράμματα) για οθόνες τηλεόρασης (κορυφαία επίδοση στην κατηγορία της-άριστη γεωμετρία) ή και πλαστικά μανταλάκια (διάκριση στο «σαλόνι συνάντησης ευρωπαικού μανταλακίου»-που λέει ο λόγος), στην πράξη, αυτή η αμετροέπεια των εκφράσεων αφιονίζει το κοινό-εμάς - για όλο και περισσότερα αστεράκια, μετατρέποντας ένα καλλιτεχνικό γεγονός σε προϊόν της αγοράς απολύτως μετρήσιμο, όπου, είτε τα εισιτήρια των θεατών (Πολίτικη κουζίνα) είτε η ομόφωνη γνώμη των κριτικών (Dogville) αποτελούν, κατά περίπτωση, και κριτήριο της αξίας τους.
Τρέχαμε λοιπόν να προλάβουμε τη σπουδαία παράσταση, τυλιγμένοι στα μαύρα μας παλτό, με τα σκουφάκια μας και τα ωραία μας γάντια. Κομψοί, μοντέρνοι και φιλότεχνοι.
Στο στενό πεζοδρόμιο , συναντηθήκαμε ξαφνικά με ένα ζευγάρι μαύρων που βάδιζαν αντίθετα, και οι ματιές μας διασταυρώθηκαν σε απόσταση αναπνοής. Σ’ αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα πρόλαβα να σκεφτώ, να υποθέσω, τι είναι αυτό που βλέπουν εκείνοι, πάνω μας . Νομίζω, κρίνοντας και από το ντύσιμό τους, ότι αναγνώριζαν, πρόχειρα, την «ευζωία».
Για σκέψου. Να βρίσκεσαι στην ξένη χώρα. Να έχεις καταφέρει με κόπους και βάσανα να νοικιάσεις ένα υπόγειο στην Κυψέλη. Να αγοράζεις μπουφάν και ραδιοκασσετόφωνο από καλάθι στην Ομόνοια, να τρως πάντα για βραδινό ένα κεμπάπ από τον Αιγύπτιο δίπλα. Και να διασταυρώνεσαι με Νεοσμυρνιώτες και Χαλανδριώτες βέρους, περήφανους για την καταγωγή τους, που τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο έργο-πριν αυτοκτονήσει-της Σάρας Κέην, μιας σύγχρονης απελπισμένης Αγγλίδας, στην 45λεπτη εκδοχή του Βογιατζή.
Μιλάμε για τη διασταύρωση άλλων κόσμων, άλλων ηπείρων, σε ένα στενό πεζοδρόμιο.
Στην ουρά μπροστά μας, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Μένης Κουμανταρέας, διάφοροι ηθοποιοί .Το κρατημένο εισιτήριο, είκοσι ευρώ. Η αίγλη μιας κοινωνίας που τρέφεται με πνεύμα. Ωραίες γυναίκες, το στυλ και η πόζα τους διακριτικά.
Καλώς, λοιπόν, αγαπητέ Λ. Βογιατζή, hit us. Στάξε πάνω μας λεπτό λεπτό ( που είναι και πανάκριβο) τον επεξεργασμένο λόγο σου, στήσε μπροστά μας τον εφιάλτη της γυναίκας που «λαχταρούσε» και τελικά την κατάπιαν οι λαχτάρες της.
Μαλακίες. Πίσω από το θόρυβο των λέξεων και της δήθεν λαχανιαστής εκφοράς τους, προσπαθούσες να αποσπάσεις τυχαία ψήγματα της λυρικής πυκνότητας του κειμένου. Απ’όσο μπορούσες να ακούσεις, όταν δεν μιλούσαν όλοι μαζί υπηρετώντας την ιδέα των παράλληλων μονολόγων των κατάμονων εαυτών, υπήρχαν και κάποιες στιγμές συγκίνησης στο κείμενο. Πιθανότατα να ευθύνεται και η καλή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Όμως γιατί θέατρο; Γιατί πρέπει οι λέξεις-σπαράγματα (και όχι θεατρικό κείμενο) της Κέην να κρεμαστούν σε στόματα ηθοποιών (μιας καλής και τριών άλλων μέτριων)και από εκεί, ο πάσχων θεατής να τις ξεκρεμάσει στο σκοτάδι; Δυστυχώς το πρόβλημα δεν ανήκει σε εκείνους που αποφασίζουν ότι κάτι τέτοιο έχει και παραέχει νόημα, όσο σε κάτι τύπους σαν εμένα που ενώ, ασυνείδητα γνωρίζουν ότι η Σάρα Κέην δεν τους «αφορά» ως συγγραφέας, συνεχίζουν να τρέχουν στις παραστάσεις. Για την ακρίβεια, δεν "προλαβαίνω" να με αφορά και η Σάρα Κέην.
Και οδηγούμαστε αισίως σ’ αυτό που θέλω να πω από την αρχή. Αναρωτιέμαι δηλαδή πώς φτάσαμε στο σημείο να έχω δει τέσσερα έργα της Σάρας Κέην, ενώ θα ήθελα τόσο πολύ να δω δεκάδες άλλα θεατρικά… Γιατί ταλαιπωρώ τον εαυτό μου όταν ξέρω ότι πιθανόν και ο Τσάρλς Ντίκενς, για να αναφέρω έναν συμπατριώτη της, θα μου προσέφερε περισσότερα, διαβάζοντάς τον ακόμα και πάνω στα ερείπια του μεταμοντέρνου κόσμου μας! Δεν υπαινίσσομαι καθόλου ότι οι στέρεες δομές κλασικών αναγνωσμάτων του παρελθόντος είναι τα αντιβιοτικά στην ασθένεια των καιρών μας. Λέω ξεκάθαρα ότι ως ψυχισμός, ως καλλιέργεια, εγώ, έχω ανάγκη ακόμα να «γεμίσω», προτού αρχίσω, μπουχτισμένος από την ανθρώπινη φλυαρία, την αποκαθήλωση. Δεν συναντιέμαι με τη Σάρα Κέην, όχι γιατί η ζωή δεν είναι θρήνος ή χειρουργείο (που είναι), αλλά γιατί αντέχω ακόμα να συγκινούμαι ή και να εξ-ίσταμαι με πολλές από τις συμβάσεις , τη μέθοδο και τη θεματολογία της τέχνης του παλαιού μας κόσμου. Τέχνη που φυσικά είναι αφόρητη όταν δεν υπάρχει ένα ταλέντο πίσω της να τη στηρίζει.
Υπάρχει μεγάλη συγκίνηση στην πρωτοπορία γιατί τα εδάφη που κινείται είναι ακόμα ανεξερεύνητα. Υπάρχει μεγάλη συγκίνηση σε μια τέχνη κουρδισμένη στο σήμερα που πάλλεται ζωντανό δίπλα σου. Καμιά αμφιβολία. Υπάρχει όμως και μια ζωή να ζήσουμε, εμείς οι ίδιοι. Η δική μας ζωή. Και αναπόφευκτα με «κάποιους θα πάμε και κάποιους θα αφήσουμε». Θα ’θελα τουλάχιστον να με συντροφεύουν φωνές που τις επέλεξα εγώ για την θετική τους επενέργεια πάνω μου και όχι φωνές που επέλεξαν για μένα ως must η αθηναϊκή δημοσιογραφία και τα έντυπά της.
Επιστρέφοντας τέλος σε εκείνο το έρμο ζευγάρι της Κυψέλης, αλλά και στους δεκάδες πρόσφυγες-μετανάστες που μας κάνουν να ξαναβλέπουμε τον εαυτό μας δανειζόμενοι το βλέμμα τους, ξανασκέφτομαι την παλιά, αριστερή, ξύλινη έκφραση «προβλήματα πολυτελείας» για τα προβλήματα της τέχνης. Αισθάνομαι βαθιά απέχθεια για τη διατύπωση και το πνεύμα που τη γέννησε, όμως τώρα συζητώ μια άλλη εκδοχή της: Να θεωρώ εγώ, για τη ζωή μου εις το εξής, πρόβλημα πολυτελείας , κάθε τι που στο όνομα της εμβάθυνσης κατασπαταλά την ενέργειά μου χωρίς να μετακινεί στο ελάχιστο αυτό το κατά βάση αδρανές, βαρύ υλικό που έχω ως πυρήνα.