Περιπλανιόμουν χθες στο κέντρο της Αθήνας. Κι ύστερα, Μοναστηράκι. Αέρας, ήλιος, οι πρώτοι τουρίστες με φανελάκια. Ο καλός θεός με έσπρωξε τελικά στην Ηφαίστου, οδηγώντας τα βήματά μου σε αυτά τα μαγαζιά-ναούς της νοσταλγίας που αποφεύγω να επισκέπτομαι (ίσως εξαιτίας της ασυνείδητης επιθυμίας να μην ταυτιστώ, εξωτερικά τουλάχιστον, με τίποτα αφελείς παρελθοντολόγους -ενώ είναι φανερό ότι κι εγώ είμαι βουτηγμένος, αν όχι
πνιγμένος στη νοσταλγία).
Ιδού λοιπόν: Μεταχειρισμένοι δίσκοι. Βινύλια. Το βασίλειό μου, κάποτε. Ημερομηνίες της ζωής μου, μικρά περιστατικά και ιστορίες της εφηβείας, καθρεφτισμένα σ’ αυτά τα φθαρμένα εξώφυλλα.
Πέραν τούτου όμως, το πλέον αναπάντεχο γεγονός: οι τιμές. Οι αυθεντικές πρώτες εκδόσεις, βινύλιο 180γραμ., ελαφρά μεταχειρισμένο (το βαρύ υλικό δεν χαράζει με τίποτα), διπλά εξώφυλλα κλπ. στα
3(!!!) ευρώ. Το βρήκα σχεδόν σκάνδαλο. Πήρα τρεις Dylan που μου λείπανε, δύο Mama’s and Papa’s, έναν διπλό Quicksilver Messenger Service, τους αξεπέραστους 13th floor elevators. Έδωσα είκοσι πέντε ευρώ, φορτώθηκα τρία κιλά βινύλιο και αποχώρησα απορημένος.
Φθάνοντας σπίτι ίδρωνα από την έξαψη· ανησυχούσα κιόλας μήπως αποδειχθεί ότι υπήρχε κρυφός λάκκος στη φάβα. Αντιθέτως!
Μια βόμβα από ροδοπέταλα έσκασε στο φτωχικό μου. Μύρισαν τα λουλούδια του αγρού. Ήταν χειμώνας κι ήλθε η άνοιξη, κελαηδήσαν τα πουλιά. Τα γυναικεία φωνητικά τυλίχτηκαν γύρω μου, οι κιθάρες με ξεκόλλησαν από το παρκέ, ο γλυκός ήχος του Hammond με στριφογύρισε και με ακούμπησε εν τέλει, στην (αμερικάνικη) χλόη την ώρα που τη χαϊδεύει ο πρωϊνός, ξανθός ήλιος. Με πλημμύρισε η ανάγκη μιας ερωτικής εξομολόγησης . Υπερβάλλω; Καλύτερα δείτε τα οπισθόφυλλα των δίσκων, το γλυκό της βλέμμα που σε μαγνητίζει κι ύστερα να μου πείτε.
Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά. Πεντέμιση το πρωΐ άνοιγα τον υπολογιστή. Βρήκα
αυτή τη διεύθυνση στο google και μελέτησα το (ξαναδουλεμένο) υλικό μου. Επτά και τέταρτο είχα μια λίστα με τους πεντήντα απαραίτητους ψυχεδελικούς δίσκους του τέλους των σίξτις. Αρκετούς έχω. Μου λείπουν όμως πολλοί.
Ο διάλογος που ακολούθησε αργότερα, στο δισκάδικο, ενδεικτικός:
-
Πέρασα κι εχθές, ψάχνω κάποια δισκάκια.
Μετά το λοξό βλέμμα η εμπεριστατωμένη ανάγνωση . Είπε:
-
Φίλε, όποιος έχει φτιάξει αυτόν τον κατάλογο, κατέχει όλη την ψυχεδέλεια. Εδώ υπάρχουν αριστουργήματα.
Ανέβηκα. Χάρηκα. Συζητήσαμε ώρα πολλή. Ακούσαμε δίσκους, όπως γινόταν παλιά. Γέμισε ο κόσμος μου με μυθικά, άγνωστα ονόματα. Και όλα αυτά τα κορίτσια στα εσώφυλλα, να τραγουδάνε ως εκπεσόντες άγγελοι. (The Fallen Angels: να άλλη μια γκρουπάρα). Τόση χάρη, καλό γούστο, έμπνευση. Γέμισα.
Παρότι μου έκανε γερές εκπτώσεις, πλήρωσα κάτι παραπάνω για τη σπανιότητα. Δεν βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς, κάθε δίσκος-εμπειρία απ’ αυτούς, παραμένει κάτω από την τιμή ενός ευτελούς cd. Πρόσθεσα κι άλλους των τριών ευρώ για να ισοφαρίσω τους ακριβότερους. Ζω στον δικό μου κόσμο, μη με παρεξηγείτε.
Για την ακρίβεια νιώθω μαγεμένος. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, ίσως να φταίει όλη αυτή η παγωμένη electronica, το φλύαρο funk, το βαρύ trip hop, το ανελέητο dance των τελευταίων χρόνων που μας απομακρύνει από τις πηγές της ζωής! Γράφω υπό την επήρρεια των αναθυμιάσεων ενός θερμού, νωχελικού κύματος φωνών και οργάνων (ως ηφαιστεικό υλικό) που διακόπτουν τη σιωπή επειδή έχουν κάτι να προσθέσουν στην Aπολογητική της αγάπης! Αφέλεια; Ούτε να το συζητάς. Αφελές το κέντρο της ζωής;
Σκέφτομαι ότι αυτό που κάνει συναρπαστική την ψυχεδέλεια εκτός των άλλων, είναι ότι εντός της συναιρούνται τα μεγαλύτερα μουσικά πειράματα της δεκαετίας του ’60 και ταυτοχρόνως αναδύεται ανάγλυφα το όραμά της: ο άνθρωπος ως ένα πεδίο
διαρκούς διεύρυνσης. Είμαστε εδώ για να διαστελλόμαστε καθημερινά (μαζί με το σύμπαν), αλληλέγγυοι, δοτικοί, γενναιόδωροι. Οι αισθήσεις μας (που κοιμούνται) οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν σ’ αυτή τη διαδικασία αέναης μεταμόρφωσης. Προσφέρουμε ελεύθερα τον εαυτό μας για να τον εισπράξουμε κατόπιν πολλαπλασιασμένο, εμπλουτισμένο, ξαναγεννημένο.
Η περίφημη ελευθεριάζουσα αντίληψη για τις ερωτικές σχέσεις, ό,τι πρόχειρα ονομάσαμε σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 60, δεν ήταν παρά μια πράξη αυτοπαραίτησης απ’ τις κατακτητικές τάσεις του εγώ, μια διάρρηξη του κελύφους, μια βαθιά ηθική συμπεριφορά, μια ρομαντική στάση. Εξ’ ου και τη σάρωσε ο
πραγματισμός που επιβλήθηκε αργότερα ως η ενδεδειγμένη πρακτική φιλοσοφία ζωής.( Ήτοι, το άλλο όνομα του φόβου απέναντι στην ελευθερία διαχείρισης της επιθυμίας.) Εξ ου, (επίσης) και μια εποχή σαν τη σημερινή, η οποία θεωρητικώς μπορεί να ανέχεται τις σεξουαλικές επιλογές του καθενός, δεν τις αντιλαμβάνεται όμως καθόλου ως μεταμορφωτικές της ζωής δυνάμεις, αλλά ως απλή, μηχανική στρόφιγγα εκτόνωσης του καταπιεσμένου ενστίκτου. Ποτέ ως όχημα μετάβασης σε άλλους γαλαξίες, ποτέ ως αίτημα συνάντησής μας στον κοινό χώρο της ερωτικής επιθυμίας. Γνωστά πράγματα, θα μου πεις .
Αλλά, πόση απόσταση μας χωρίζει πια, απ’ αυτήν την ευλογημένη (και καταραμένη) δεκαετία όπου συνέβησαν
όλα. Ιδίως ανάμεσα στα 1965 και 70, σ’ αυτά τα πέντε χρονάκια που περιέχουν τον εμβληματικό Μάη του ’68 από τη μια πλευρά και την απάντηση του Woodstock (κυρίως ως εξαπλωμένο πλέον τρόπο του ζην) από την άλλη.
Πόσο έχει αλλάξει το βλέμμα όλων μας, μικρών και μεγάλων, καθώς ταξιδεύουμε συμπιεσμένοι σε μια καθημερινότητα χωρίς όνειρο. Πόση σημασία μπορεί να έχει πλέον η ατομική εξασφάλιση σ’ ένα περιβάλλον χωρίς υποψία μεταμορφωτικής δυναμικής, σ’ έναν κόσμο απομαγεμένο, με ένα άνθρωπο αποσυνάγωγο, όπου -καθώς λένε κι οι επιστήμονες- όλες οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν αφηγηθεί;
All the leaves are brown and the sky is gray/ I've been for a walk on a winter's day/
I'd be safe and warm if I was in L.A./California dreamin' on such a winter's day...Κάτσε εσύ μετά και άλλαζε κινητό κάθε χρόνο. Και κάμερα να έχει πάνω του, τι κόσμο θα απαθανατίζει, βρε;