Καμιά φορά τα βράδυα, επιστρέφοντας από τις νυχτερινές εξόδους της αφασίας (ανεξέλεγκτο αλκοόλ, αποσπασματικές εντυπώσεις, εκνευρισμοί και σπασίματα) ψάχνω καταφύγιο στην ανάγνωση. Είναι φυσικό τις μικρές ώρες να ζητάς από το βιβλίο να λειτουργήσει περισσότερο σαν χάδι στις ταλαιπωρημένες σου αισθήσεις, ένα ανάγνωσμα κάπως ποιητικό και παρηγορητικό, με όσο γίνεται λιγότερη σκηνοθεσία και χαλαρότερη ύφανση. Τι είναι η χαλαρή ύφανση; Ας πούμε κάτι που σου επιτρέπει να σκέφτεσαι ανάμεσα στις γραμμές, να εγκαταλείπεις και να ξαναπιάνεις την ιστορία χωρίς απώλειες• έχω στο μυαλό μου τώρα άλλες τέχνες και αναρωτιέμαι για το λογοτεχνικό ανάλογο της ταινίας «χαμένοι στη μετάφραση» (όχι το σενάριο αλλά το feeling της) ή του ψαλτικού μουρμουρητού του Δ. Φιρφιρή. Ο Φιρφιρής, μοναχός μεγαλωμένος στο Όρος από μικρό παιδί, κατέκτησε με τα χρόνια μια προσωπική τέχνη σπουδαία, μια αργόσυρτη μελισματική ψαλμωδία στην οποία δύσκολα ξεχωρίζουν οι λέξεις. Η ερμηνεία του θυμίζει την κίνηση δοξαριού πάνω σε χορδή (ένα μπάσο γιαλί ταμπούρ) και πότε πότε στις παύσεις ακούς την ανάσα του ( πώς γίνεται να καταλαβαίνεις έναν άνθρωπο από την αναπνοή του; Έλα που γίνεται!). (Μικρό δείγμα
εδώ.) Για χρόνια μ’ άρεσε να τον ακούω από το ηχειάκι ενός ελάχιστου δημοσιογραφικού aiwa που είχα στο μαξιλάρι δίπλα στο αυτί μου τις νύχτες. Αυτή η κουρασμένη φωνή που διαλύει τρυφερά το σκοτάδι, μαζί με το φύσημα της κασέτας και τη χαμηλή ποιότητα του ήχου (σαν το τρανζιστοράκι στη σκοπιά), υπογραμμίζει αλλιώς τα αισθήματα. Στο στερεοφωνικό η αίσθηση χάνεται.
*
Κάπως έτσι (σαν υπνωτική παρηγοριά) χρησιμοποίησα το βιβλιαράκι της νεαρής Γιούντιθ Χέρμαν
Φαντάσματα μόνο, με μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για επτά μελαγχολικά αλλά καθόλου σκοτεινά διηγήματα των σαράντα-πενήντα σελίδων έκαστο, που πλέκονται γύρω από το ταξίδι, την περιπλάνηση, τους αιφνίδιους άτυχους έρωτες. Βασικός πρωταγωνιστής είναι μάλλον η φωνή της αφηγήτριας, ένας λόγος ήσυχος, συνειρμικός, με πολλά κόμματα- η λεγόμενη κατά παράταξη σύνταξη- που παράγει έναν εθιστικό μονότονο ήχο. Αυτή η ίδια φωνή ταξιδεύει υπό το πρόσχημα διαφορετικών ηρωίδων σε πόλεις του κόσμου, στο Βερολίνο, τη Βενετία, το Κάρλοβι Βάρι, την Πράγα, το Τρόμσε. Άδεια ξενοδοχεία, ελάχιστη δράση, ασήμαντα περιστατικά της ζωής που καταλαμβάνουν δυσανάλογα πολύ χώρο εντός, επηρεάζοντας διαρκώς το βλέμμα.
[«Τι θα κάνεις όταν θα γυρίσεις στο Βερολίνο»; με ρώτησε κάποια στιγμή η Ρουθ, κι εγώ απάντησα «δεν ξέρω», δεν είχα τρόπο να της εξηγήσω ότι ξαφνικά η ζωή μου ολόκληρη είχε ανοίξει ξανά, είχε αδειάσει, είχε γίνει ένας χώρος απέραντος και άγνωστος. Στεκόμουν στο παράθυρο του σπιτιού της και κοίταζα την μπλε φωτεινή ταμπέλα του πάρκινγκ, τους γυάλινους τοίχους της ψηλής πολυκατοικίας πίσω του, το φεγγάρι ήταν κιόλας στον ουρανό, η Ρουθ με φώναζε και τότε γύριζα. Αγοράσαμε ρούχα, παπούτσια, παλτά.]
*
Έλεγα σε προηγούμενο σχόλιο ότι η γλώσσα της μετάφρασης είναι μια γλώσσα χωρίς πατρίδα, χωρίς θερμοκρασία- μόνο που πότε πότε αυτό είναι για καλό. Όπως τώρα, που η διαπραγμάτευση ζητάει, σχεδόν απαιτεί την απομάκρυνση στοιχείων της εντοπιότητας ώστε να μείνει γυμνή από φορτία η γλώσσα και κατ’ επέκταση η περιπλανώμενη ψυχή. Εδώ τα συναισθήματα υποβάλλει ο έρωτας για λάθος πρόσωπα, η αστάθεια της ζωής, οι αλλαγές του καιρού. Το τοπίο δεν είναι ακριβώς ένα φόντο για την ανθρώπινη δράση όσο μια ισότιμη παρουσία που τροφοδοτεί το στοχασμό ή αντανακλά- κατά περίπτωση- το μέσα τοπίο. Διασταυρώσεις των ανθρώπων, εκκρεμότητα, αναχωρητισμός. Η ζωή
ανάμεσα (λίγο πριν το τηλεφώνημα, περιμένοντας το γίνει το τσάι, τα σύννεφα που πυκνώνουν στον ορίζοντα) -το
ελάχιστο που υψώνεται σε ένα νέο
νόημα ζωής.
[Και πριν προλάβω να το πιάσω τι ακριβώς ήταν αυτή η θλίψη κάτω από τα ασυγκράτητα γέλια, ο Όουεν τίναξε τα χέρια του ψηλά και φώναξε, κι εγώ σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό, κι αυτό που το είχα περάσει για πράσινο σύννεφο άρχισε ξαφνικά να κομματιάζεται και να σκορπάει, να ξανοίγει και να διαλύεται και να γίνεται όλο και πιο φωτεινό, ώσπου έγινε ένας ανεμοστρόβιλος μεγάλος που σκέπασε τον ουρανό, πολύχρωμος, λαμπερός, πανέμορφος. «Τι είναι αυτό πάλι;» ψιθύρισα, κι ο Όουεν φωνάζοντας μου απάντησε «το βόρειο σέλας, είναι το βόρειο σέλας, δεν το πιστεύω!» και γείραμε τα κεφάλια μας πίσω και κοιτάξαμε το βόρειο σέλας, σωματίδια ύλης εκσφενδονισμένα στο άπειρο, αναρίθμητα καυτά ηλεκτρόνια, αστέρια που είχαν εκραγεί, μακάρι να ήξερα τι ήταν, κι ο Όουεν με ρώτησε λαχανιασμένος «είσαι ευτυχισμένη τώρα;», κι εγώ είπα «πολύ».]
Οι πρωταγωνιστές της σκηνής δεν είναι ζευγάρι (ώστε να στήνεται μια τυπική ρομαντική σκηνή) αλλά φίλοι, ο δε λόγος της ευτυχίας της κοπέλας συνδέεται με την ερωτική εισβολή ενός αγνώστου στην ακίνητη καθημερινότητά της, εκεί μακριά στο ξεχασμένο Τρόμσε της Νορβηγίας όπου
ο παγωμένος αέρας σφυρίζει γύρω από το φάρο και
τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν με αναμμένα φώτα από το μεσημέρι.
Some enchated evening
You may see a stranger
You may see a stranger
Across a crowded room.
(από το μότο της εισαγωγής)
Είναι πάντα λεπτές οι διαφορές που κάνουν ένα κείμενο να ξεχωρίζει.
Συνέντευξη της Χέρμαν από το
logotexnia.net.Παλιότερη κριτική του βιβλίου από τη
Σοφία Νικολαΐδου.