Στο τραμ κοιτάζω τα πρόσωπα. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι βαθύ, να κάνω καμιά παρατήρηση της προκοπής, αλλά τζίφος. Παράπλευρα ζητήματα με απασχολούν όπως το καλώδιο του hands free που μπλέκεται απελπιστικά, με αποτέλεσμα να μιλάω κάθε φορά με το κουβάρι στο χέρι. Είμαι σίγουρος πλέον ότι τα φτιάχνουν λάθος. Ορισμένοι βέβαια το ξεδιπλώνουν πολύ τακτικά και απολαμβάνουν ήρεμοι τη μουσική τους· στο πρόσωπό τους ζωγραφίζεται μια πειθαρχημένη αναχωρητικότητα. Μέχρι να ξεμπλέξω το δικό μου, έχουμε φτάσει.
*
Προβληματική συσκευή του 21ου αιώνα.
(Παρεμπιπτόντως αν ξέρει κανείς να λέει το χέρι ας μου πει τι γίνεται με τη γραμμή της ζωής ώστε να μη μαζεύω άχρηστα όνειρα για το μέλλον.)
Ωραίο το τραμ. Πρώτα πήγαινε αργά, τώρα γκαζώνει. Οι άντρες οδηγοί του δεν νοιάζονται για την αδράνεια του οχήματος με αποτέλεσμα να κάνουμε κούνια μπέλα, μαμάδες, μωρά, παππούδες. Ερχόμαστε έτσι πιο κοντά, ιδίως κάτι μεσημέρια που χτυπάνε ταυτόχρονα τα κινητά και μαθαίνεις τον καημό του πλησίον. Είναι καλό αυτό για τον σύγχρονο άνθρωπο που πνίγεται στα δικά του και στα δίκια του. Κάποιοι ενοχλούνται, εμένα μ’ αρέσει να κρυφακούω.
*
Έτσι που τραμπαλίζομαι έχω μια πραγματική απορία: To δικαστήριο τι καλείται εκ των υστέρων να κρίνει; Αφού το έργο κατέβηκε πώς μπορεί η πολιτεία να επανορθώσει; Η αποκαθήλωση δεν είναι ενέργεια καταδικαστική εκ των προτέρων;
*
Ευτυχώς το τραμ παραμένει το οικολογικότερο μέσο: απ’ όπου περνάει φυτρώνει γρασίδι! Η περιοχή μου αναβαθμίστηκε. Φτιάχτηκαν 172 ημιυπαίθρια καφε μπαρ τα οποία παίζουν ολημερίς fashion tv. Μπορεί να παίζουν και το επίμαχο βίντεο, δεν ξέρω. Απ’ το παράθυρο βλέπω όλα αυτά τα ωραία παιδιά να πίνουν τον εθνικό φρέντο χαζεύοντας το γρασίδι που ποτίζεται υπογείως. Τεκνόλοτζυ. Για την ώρα δεν φαίνεται να τους απασχολεί η νεωτερικότητα και τα αδιέξοδά της.
*
Αφού λοιπόν η πολιτεία αναλαμβάνει να υπερασπιστεί το δικαίωμα κάποιου να προσβάλλεται από το έργο τέχνης γιατί ο δικαστής ζητά
να μάθει τι είναι τέχνη; Αλλάζει η προσβολή μου αν προέρχεται από σπουδαία τέχνη, χάλια τέχνη ή έστω μη τέχνη;
(προσωπικά έχω καλυφτεί από την παραπομπή αλλά συνεχίζω.)
Ώστε ρωτάει να μάθει ο δικαστής. Αναγνωρίζει την πιθανότητα λάθους; Κι αν τελικά πειστεί από τον φιλότεχνο μάρτυρα ότι η τέχνη μπορεί να είναι και ασεβής ή βλάσφημη προς τα σύμβολα, πώς θα χειριστεί την υπόθεσή του θιγόμενου, μιας κι εκείνον δεν τον απασχολεί η τέχνη αλλά τα (αποσπασμένα) σύμβολα και αξίες που ευτελίζονται; Σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης το δικαστήριο δεν αναιρεί τα αρχικά του κριτήρια;
*
Μπορεί τελικά να μην ποτίζεται υπογείως και να είναι απλώς τα νερά της βροχής. Χάλια τα παπούτσια. Στη στροφή για το σπίτι πέφτω πάνω στην έξαρση μεγαλομανίας των οδηγών γιώτα χι. Κάθε φορά που διάφορα τυπάκια με τζιπ μεγάλου κυβισμού μπαίνουν γκαζωμένα στη στροφή και διασταυρώνονται τα βλέμματά μας (εγώ πεζός), νιώθω την άγρια χαρά τους να με καταπίνει. Κάτι κάνουν οι στροφές στον άνθρωπο, το ένα χέρι ψηλά στο τιμόνι, το άλλο στο κινητό, τονώνεται η αυτοπεποίθηση.
*
Κούραση βρε παιδί μου, πολλή κούραση. Νέα κουβέντα (για ένα ζήτημα που επανέρχεται), και κίνηση στους δρόμους, και εικόνες χιλιάδες μπροστά στα μάτια μας. Μια παραλία κι ένα καλάμι ψαρέματος αδερφοί. Αν κι εκεί σε βρίσκει, αν θέλει, το ανικανοποίητο. Ωραία που τα λέει ο Αργύρης Χιόνης:
Κάποιος βρήκε κάποτε, του θανάτου το αντίδοτο και σταμάτησε να πεθαίνει. Αιώνες τώρα, κάθεται σε μια γωνιά του κόσμου, και κοιτά να ’ρχονται και να φεύγουν οι γενιές, βλέπει πολιτισμούς καινούριους να γεννιούνται, να γερνούν και να πεθαίνουν.
Είν’ ευτυχής ή, μάλλον, δεν είναι δυστυχής. Λιγάκι κουρασμένος, ίσως· η μνήμη του είναι μεγάλη και βαριά σαν την ιστορία. Το χειρότερο είναι ότι πλήττει· έχει φάει κι έχει πιει ό,τι εφηύρε του ανθρώπου η λαιμαργία, έχει παίξει όλα τα παιχνίδια, έχει γνώση όλης της γνώσης, έχει ερωτευτεί όλον τον έρωτα, τίποτα δεν έχει πια να κάνει. Κάθεται εκεί, σε μια γωνιά του κόσμου, και κοιτά τον ήλιο και τα αστέρια να γερνάνε και να γέρνουν προς το τέλος τους. Κάθεται εκεί κι αναρωτιέται μήπως θα ’πρεπε της ζωής ν’ αρχίσει να αναζητά το αντίδοτο.
Από τα Εσωτικά Ποιήματα, Νεφέλη 1991
(Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;)*