Gone with the wind
Η ιστορία μου δεν έχει δυνατό στόρυ και δύσκολα στέκεται μόνη της. Ποντάρω όμως στο γεγονός ότι σε όλους μας αρέσει να κρυφακούμε εκμυστηρεύσεις, έστω αμήχανες και μισοτελειωμένες. Φαίνεται ευτυχώς και λιγάκι η θάλασσα στο φόντο, που πάντα σε ταξιδεύει.
Λοιπόν. Ο δικός μου άνθρωπος είναι ο Δημήτρης. Κολλητοί παιδιόθεν, έχουμε κάνει τα πάντα μαζί (και ραδιοσταθμό), εκτός από έρωτα - καθότι φίλοι, μικροαστοί και βαθιά μεροληπτικοί υπέρ των κοριτσιών. Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι, αυτό το πάθος με τις γυναίκες μοιάζει σαν μια μόνιμη τύφλωση, ένα είδος αναπηρίας που ενώνει τους φίλους κάτω από το αλληλέγγυο συναίσθημα μιας κοινής μοίρας• διότι πρέπει να πούμε ότι δεν είναι ακριβώς ευχάριστη, όσο τυραννική η παρουσία της ομορφιάς στον κόσμο.
Είμαστε, που λες, ένα καλοκαίρι στη Φολέγανδρο οι δυο μας- δέκα χρόνια πριν και βάλε. Ελεύθερο κάμπινγκ. Από το πρωί μας ξύπναγαν τα τρίχορδα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες, φτιάχναμε τον καφέ στο πλαστικό κι ακούγαμε τα παιδιά, κάτι ωραίους Θεσσαλονικείς με κοτσίδες, ζούλα σε μια βάρκα μπήκα και τα τοιαύτα. Οι φωνές τους στεντόρειες, ήταν επαγγελματίες του είδους- με την καλή έννοια. Κατά τις έντεκα, άρχιζαν και τα ούζα. Η παρέα μεγάλωνε, μαζευόταν όλη η παραλία στριμωχτά κάτω από το μεγάλο αρμυρίκι, διακοπές διαρκείας.
Όχι ακριβώς όλη η παραλία, βέβαια. Ήταν κι ένα ζευγάρι εκεί, που ξεχώριζε από τη μάζα. Το αγόρι κάπως κυριλέ και το κορίτσι, εκπάγλου! Την κοιτάζαμε και στραβωνόμασταν, κρατάγαμε την ανάσα μας να περάσει. Ξύπναγαν νωρίς, έπαιρναν πρωϊνό στο καφενείο ψηλά, κατέβαιναν στις 12, έριχναν κανένα χαμόγελο συμπαράστασης σε εμάς τους ρεμπετοφρίκ• ύστερα έπαιρναν το μπάνιο τους. Το οποίον σήμαινε, για να καταλάβεις, πέντε έξι διαφορετικά παρεώ για το κορίτσι, τρία τέσσερα για το αγόρι, ακριβώς την περίοδο που εμείς δεν είχαμε κανένα- άντε ο Δημήτρης να είχε το παλιό μωβ μαζί του. Εκείνη πάντως, συνήθιζε να στέκεται γυμνή κόντρα στο φως και να πολλαπλασιάζεται όπως στην παλιά διαφήμιση του ΠΑΤΙΣΤΑ. Τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι. Α funky beauty! Blonde!
Το πόρισμα όμως βγήκε ομόφωνα: τα παιδιά είναι γκάου- αγνοήστε τα. Αποστρέψαμε λοιπόν τα πρόσωπα και τους ξεχάσαμε μιας και οι κόσμοι μας ήταν ασύμπτωτοι.
Πέρναγαν οι μέρες, άμμος και βουτιές, δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη, αλλά το βράδυ ανεβαίναμε εξάπαντος στη χώρα. Ωραία η χώρα της Φολεγάνδρου. Σέρναμε και τα σλίπινγκ μπανγκ μαζί, τα αφήναμε σε ένα εκκλησάκι λίγο έξω από το χωριό- πού να γυρίζεις πιωμένος.
Κάποιο βράδυ στο μπαρ με τον Δημήτρη, λιγοστός κόσμος , έπαιζε 80’s και διάφορα acid-jazz της εποχής, εμφανίζεται το περίφημο ζευγάρι της παραλίας- με τα σακκίδιά τους τα παιδιά. Μικρός ο χώρος, ανταλλάξαμε ένα αμήχανο γεια χαρά, πώς έτσι, ά, φεύγετε, κρίμα. (και περνάγαμε τόσο ωραία).
Σε λίγο όμως, αρχίσαμε να χορεύουμε together- βοηθήσανε και τα ποτά. To the left, λοιπόν, και to the right, / step it up, step it up, its allright, σπάγαμε ένα ένα τα παγάκια που είχαν μαζευτεί από την τόση προκατάληψη και επιφύλαξη των ημερών. Και τελικά ο τύπος αποκαλύπτεται άνθρωπος ζεστός, αντι-σνομπ, ενημερωμένος περί τα μουσικά, και ιδιαίτερα έξυπνος αλλά δεν είναι αυτός το θέμα μας, το αντιλαμβάνεσαι. Το θέμα μας είναι η κόρη που έφερε ο νοτιάς – πώς να την περιγράψω δεν ξέρω.
Γι’ αυτό και δεν θα το επιχειρήσω.
Υπάρχουν ευλογημένα πλάσματα; Υπάρχουν πρόσωπα που τα ερωτεύονται όλοι; Δεν ξέρω. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν οχυρώσεις και αμυντικές τακτικές γιατί κάπως πρέπει να ζήσεις. Βαδίζεις κουτσά στραβά, τοποθετείς τα τουβλάκια του tetris σου σε ντάνες και ξαφνικά σε διαπερνά μια αόριστη αίσθηση ανησυχίας, ένα πρόσωπο που εισβάλλει απρόσκλητο, μια στιγμή φωταγώγησης, μια θερμή πηγή απ’ όπου αναβλύζουν αισθήματα εξαιρετικά. Και αρχίζει, κάπως έτσι, να μεταβάλλεται εντός σου ο ρυθμός του κόσμου, που λέει κι ο άλλος. Νιώθεις το μαλάκωμα της ύλης, τα μόρια να αραιώνουν κάνοντας χώρο να το υποδεχτούν. Πόσες ώρες διαρκεί μια νύχτα στο νησί; Πόσα τραγούδια έχεις ανάγκη ακόμα, πόσα λεπτά χρειάζεσαι για να την ερωτευτείς;
Δεν θυμάμαι τα ονόματα- δεν τα συγκράτησε κανείς μας. Κι η ιστορία είναι τόσο αδύναμη σε γεγονότα. Το μόνο γεγονός – αν ονομάζεται έτσι- είναι όλο κι όλο μια τελευταία αγκαλιά αποχωρισμού που κρατάει περισσότερο από ό,τι συνηθίζεται. Ίσως και πολύ περισσότερο. Δεν θυμάμαι τη δική μας, θυμάμαι τον Δημήτρη να την κρατάει σφιχτά, για ώρα. Κάτι θέλαμε να πούμε όλοι εμείς ως αντίο - αλλά τι;
Ξημέρωνε και βαδίζαμε ξανά οι δυο μας προς το εκκλησάκι. Τα σώματά μας πέταγαν κόντρα στον πρωϊνό αέρα σαν αλεξίπτωτα- στη Φολέγανδρο φυσάει διαολεμένα. Στα αυτιά μας σφύριζε ο ήχος κάποιου πράγματος. Ίσως να ήταν ο ήχος μιας δυνατότητας που πέρασε ξυστά- αν μου επιτρέπεται η έκφραση.
Πότε πότε, μέσα στα χρόνια, λέμε με τον Δημήτρη:
-Θυμάσαι το ζευγάρι;
Κι ύστερα συμπληρώνουμε με ένταση:
-Τη θυμάσαι;
Τα μικρά, τα ελάχιστα μας διαμόρφωσαν όλους.