Περί τσ τέχνης (ΙΙ)
Λέγαμε πόσο στήριζε εκείνη η δεκαετία την αναζήτηση και τον πειραματισμό στην τέχνη. Πόσο εύκολα, τεράστια ακροατήρια συνεγείρονταν με τη μουσική πελαγοδρομία του Χέντριξ ή τους ποιητικoύς λαβύρινθους του Μόρισον. Πόση ανάγκη υπήρχε να σπάσει η τυπική φόρμα των (τρίλεπτων) τραγουδιών και να χυθεί ελεύθερο το πυρακτωμένο υλικό τους, δημιουργώντας έτσι τον περίφημo ήχο της ψυχεδέλειας. Το μυστικό βρισκόταν, νομίζω, στο συντονισμό των ανθρώπων με το εσωτερικό, βαθύτερο αίτημά τους. Η τέχνη ήταν το παγοθραυστικό για μια προσωπική αντιπαράθεση ενός εκάστου με τους φόβους του, τις αγκυλώσεις του και τους υπόλοιπους μπαμπούλες της ζωής που πάντα κρατάνε σε καταστολή τον δημιουργικό μας εαυτό.
Αυτή τη δεκαετία πρέπει να πουλήθηκαν περισσότερες κιθάρες από όσα κινητά τηλέφωνα κυκλοφορούν σήμερα (και η σύγκριση δεν είναι τυχαία). Οι πάντες δοκίμασαν κάποια στιγμή να δουν πώς ακούγεται το ρε μαντζόρε ή να γράψουν κάποια (άτεχνα έστω) στιχάκια σε πακέτα.
*
Σήμερα αντίθετα, η δραστικότητα της ποίησης έχει υποχωρήσει σημαντικά. Θυμάμαι καλά πως αρκετά χρόνια πριν, μιλώντας για λογοτεχνία αναφερόμασταν κυρίως στην ποίηση, σαν μια σπάνια κορύφωση του λόγου, σαν μια στιγμή απόλυτης ανυστεροβουλίας της έκφρασης-αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Δυστυχώς και η επενέργεια του υπερρεαλισμού, ως σταθερή, υπόγεια άρδευση όλης της ποιητικής πράξης (με την αντανάκλασή της πάνω σε ποιητές όπως ο Κατσαρός, Καρούζος, Σαχτούρης, Κακναβάτος, Παπατσώνης, Χειμωνάς, Παπαδίτσας, Γονατάς, αναφέροντας μόνο τους τελευταίους, αλλά και σε δεκάδες άλλους ανώνυμους που η αντισυμβατική δημόσια στάση τους, το ήθος τους, υπερασπίστηκε το «ασυνείδητο» και το «όνειρο» ως βασικό συστατικό της ζωής) έχει πλέον εξασθενήσει. Ο πραγματισμός του σήμερα, ευνοεί έναν λόγο πιο «αποτελεσματικό» σαν αυτόν της (κακής) πεζογραφίας, όπου ποταμοί σκηνοθετημένης αναπαράστασης καλούνται να φυλακίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη γύρω από ένα εύρημα (τύπου Dan Brown) ή γύρω από την εξωτερική, τουριστική ανάπλαση περασμένων μορφών ζωής (τύπου Μάγισσες της Σμύρνης)· ενός αναγνώστη που δεν ζητά την έκπληξη, το θαύμα πίσω από τις λέξεις, αλλά το αναμάσημα φθαρμένων αισθημάτων, την τηλεοπτική απλοποίηση της ζωής, των ανθρώπινων χαρακτήρων. Μια «πολίτικη κουζίνα», στην έντυπή της εκδοχή.
Κορύφωση αυτής της τάσης αποτελεί και ένα είδος κειμένου που υποτίθεται ότι παρωδεί τα ανθρώπινα με όχημα την προφορικότητα της έκφρασης και το χιούμορ. Συνήθως γίνεται με προφανή τρόπο και προβλέψιμη στόχευση (τα κολλήματα των ανδρών, τα σουσούμια των γυναικών, οι αντιπαραθέσεις και οι παρεξηγήσεις, η επικαιρότητα)· η μικροαστική τους οπτική προδίδει το έλλειμμα κουλτούρας που δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί πίσω από τα απανωτά ευφυολογήματα. Το πρόβλημα, φυσικά, δεν βρίσκεται στην ελαφρότητα, στην απουσία βάθους και στο δικαίωμα του καθενός να αποδρά όπως γουστάρει- αυτά υπήρχαν πάντα, δίπλα και παράλληλα με τη λεγόμενη σοβαρή τέχνη. Το πρόβλημα είναι η κυριαρχία μιας τέτοιας στάσης και η απαίτηση συμμόρφωσης των υπολοίπων προς έναν τύπο τέχνης κατανοητό και εύπεπτο από τη μάζα. Ένα πνευματικό μπεμπελάκ για όλες τις ηλικίες.
*
Με αφορμή παρόμοια θεματολογία είχα γράψει πριν κάποιους μήνες στο blog του frog, υπό τύπον μικρών αφορισμών, περίπου τα εξής:
· Χρειάζεται χρόνος και αγάπη για να μας αποκαλυφθούν τα πράγματα- ακόμα και η Ακρόπολη (ιδίως αυτή, δεν ξέρω, είναι δύσκολα τα αρχιτεκτονήματα) ή η ποίηση του Καρούζου. Χρειάζονται επίσης μερικά κλειδιά που μπορεί να τα βρούμε στο δρόμο μας τυχαία, μπορεί και όχι. Ίσως χρειαστεί να επιμείνουμε περισσότερο. Φυσικά στο τέλος, αν πειστούμε ότι το έργο είναι fake και ο καλλιτέχνης «ψώνιο» που μας σπατάλησε άδικα το χρόνο, δεν μας εμποδίζει τίποτα να κράξουμε ελεύθερα και δημόσια. Κατά την κρίση του ο καθένας.
· Καλόν είναι να σκεφτεί κανείς πώς και γιατί χρησιμοποιείται η λέξη κουλτούρα και κουλτουριάρης. Στην τηλεόραση, αν μια πρόταση δεν είναι του σχήματος υποκείμενο-ρήμα- κατηγορούμενο (ο καφές είναι ακριβός), θεωρείται δύσπεπτη σκέψη και ο ομιλητής ανακαλείται στην τάξη έτσι ώστε να γίνει κατανοητός από τη νοικοκυρά που, παραλλήλως, ανοίγει φύλο. Αυτό λέγεται δικτατορία του μέσου όρου και αν οχυρωθούμε πίσω απ’ τη λογική της θα μείνουμε αγράμματοι. Κάποια πράγματα δεν απλοποιούνται περισσότερο και χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς μια κίνηση προς τα εκεί.
· Καταγγέλλοντας τα ψώνια της τέχνης δεν καθαρίσαμε με την τέχνη. Το σύνηθες δυστυχώς είναι, όταν μια παρέα (η δική μας δηλαδή) κάνει μια βόλτα άπαξ του έτους σε τίποτα εικαστικά (τα οποία είναι πιο εγκεφαλικά από τη μουσική για παράδειγμα, και συνεπώς πιο απαιτητικά) να καταλήγει στη γνωστή κουβέντα περί ανοησίας της σύγχρονης τέχνης, προφανώς σε αντιδιαστολή με τη στερεότητα και σαφήνεια της παλαιάς-ανάθεμα και αν συνειδητοποιούμε ότι όλες οι πρωτοπορίες έχουν ήδη εκατό χρόνια στην πλάτη τους. Την παράσταση κλέβει ο ανιματέρ που πετάει τα περισσότερα κλισέ στο τραπέζι. Είμαστε και λαός εξωστρεφής που δεν βάζουμε γλώσσα μέσα μας, οπότε σιγά που δεν θα σχολιάσουμε τις «παπαριές του ενός και του άλλου».
· Η προηγούμενη στάση οδηγεί σιγά σιγά σε μια χαρωπή αποενοχοποίηση (δεν είμαι εγώ που δεν καταλαβαίνω, φταίνε αυτοί που είναι μαλάκες) που με τη σειρά της οδηγεί σε καθήλωση. Σιγά που θα πάω θέατρο (κάτι άρρωστα πράγματα), σιγά που θα πάω να ακούσω κλασσική (δίπλα στις κυρίες με το οξυζενέ μαλλί), σιγά που θα πάω Μπιενάλε (όλα τα κωλόπαιδα με τα λεφτά του μπαμπά λυγίζουνε κάτι τσίγκους, εγώ σου φτιάχνω καλύτερα) σιγά που θα διαβάσω ποίηση (να προσπαθώ να καταλάβω αυτά που δεν κατάλαβε ο ίδιος ο ποιητής) σιγά που θα διαβάσω φιλοσοφία (βρήκε κανείς τις απαντήσεις;) σιγά που θα δω Μπέργκμαν (να κόψω φλέβες).
· Όσο χυδαίοι και βαρετοί είναι οι δήθεν άλλο τόσο είναι οι φτηνοί παρωδοί τους (συχνά και σε ορίτζιναλ ή παραφθαρμένο gay style): Πώ πώ πώ να δείτε κάτι μαρκούτσια που είχε κουβαλήσει o καλλιτέχνης βρε παιδί μου, χαμός, βαράγανε και οι γκαζοντενεκέδες γύρα-τριγύρα- ολούθε, αλαφιάστηκα ο άνθρωπος· φέρτε μου ένα μαρτίνι γρήγορα, να φάω και τη θθθι-ρού-μπα να συνέλθω από το ντουβρουτζά- εσύ χρυσό μου τα είδες τα παλαμάρια;
Είναι η λεγόμενη «υπεράνω» στάση, η προσπάθεια για θεατρική συγκάλυψη της αμηχανίας. Καθώς το όνειρο έχει ταφεί κάτω από τόνους συμβάσεων σχηματοποιείται σιγά σιγά μια συμπεριφορά, μια "δράση" η οποία καταγγέλλοντας το φουλάρι του καλλιτέχνη θεωρεί εαυτήν αρμόδια να κρίνει όλα τα έργα, κάθε στιγμή, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της ανάγνωσης στην περιφέρεια, στα πλαίσια και στις κορνίζες, στις (ομολογουμένως ενοχλητικές και στημένες) ατμόσφαιρες που συνοδεύουν τα της τέχνης. Δεν είναι ότι έχει άδικο μια τέτοια οπτική ή ότι της λείπει η οξυδέρκεια- κάθε άλλο. Λέω απλώς ότι δεν πρέπει να εξαντλούμε την προσέγγισή μας στην καταγγελία, λειτουργώντας σαν επαγγελματίες βομβιστές, υποκαθιστώντας ή καταργώντας έτσι την απροκατάληπτη, γενναιόδωρη αλλά και κοπιαστική επεξεργασία που απαιτεί ένα έργο ώστε να αρχίσει να αντιμάχεται τη στεγνωμένη πραγματικότητα (εσωτερική και εξωτερική). Όλα θέλουν το χρόνο τους.
*
(συνεχίζεται)
-------------
Οι ποιητές είναι κατά σειρά ο Μ. Κατσαρός, ο Μ. Σαχτούρης και ο Γ. Χειμωνάς του οποίου τα πεζά, κατά τη γνώμη μου, ανήκουν στην ποίηση.