Τα παντοφλάκια της γραφής.
Τα τραγούδια είναι καλό να σου τα μάθουν οι παρέες. Όπως είναι πολύ καλό- ψυχοσωτήριο στην κυριολεξία- να συναναστραφείς συντροφιές που πίνουν και τραγουδάνε- κάτι που, όσο περνάνε τα χρόνια, στην πρωτεύουσα σπανίζει.(…)
Όσοι ευεργετήθηκαν στους κόλπους μιας συντροφιάς που συχνά πυκνά τα πίνει και ύστερα το ρίχνει ψυχαναγκαστικά στο τραγούδι, ξέρουν ότι στις πιο διαφορετικές διαθέσεις, σαν σύντομο δράμα που ξεμυαλίζει την μεθυσμένη καρδιά, το τραγούδι σε πάει μακριά, αλλά πάντα στα βάθη του ψυχισμού σου. Καθώς οι στίχοι επανέρχονται άφθαρτοι, αρκεί ένα δεν ξαναπέφτω στην αγκαλιά σου, για να συνδεθείς ως δια μαγείας με το γνωστό απόθεμα μελαγχολίας που σέρνει ο καθένας: το παρελθόν.
Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως την βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης; Τραγουδάς και γίνεσαι. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστικά των τραγουδιών, αυτών που- λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, αδιάφορο- προξένεψαν ανεπαίσθητα την καρδιά μας με την βαθύτητα μιας αμετάδοτης ιθαγένειας. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στον χρόνο, στο τραγούδι- τέχνη του έρωτα και του χρόνου- εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. Έτσι δένονται τα αόρατα νήματα πάνω από τα κεφάλια των μεθυσμένων και διανεύουν σκιές χαμένων γύρω τους.
Κωστής Παπαγιώργης, από τη μονογραφία του για τον X. Βακαλόπουλο «Γεια σου Ασημάκη», εκδ. Καστανιώτη
Είναι μισή σελίδα μόνο από τις εκατοντάδες που έχει γράψει αυτός ο οξυδερκής άνθρωπος, σελίδες γεμάτες σπάνιες, ευφυείς παρατηρήσεις και σχόλια περί του παντός. Το μοναδικό της περίπτωσής του (πέραν της αστείρευτης ευρυμάθειάς του) είναι η ικανότητά του να εντοπίζει το ουσιώδες μιας καθημερινότητας της οποίας όλοι είμαστε μέτοχοι αλλά αδυνατούμε να της αποσπάσουμε, όπως εκείνος, τις ιδιαίτερες ποιότητές της. Δεν είναι μόνο ότι στήνει μπροστά σου την εικόνα, αλλά ότι η (γνωστή) εικόνα αποκτά νέα ευκρίνεια και βάθος. Μπορεί να γυρίζεις ατέρμονα γύρω από το θέμα, να αναρωτιέσαι φερ’ ειπείν πώς επενεργεί το τραγούδι στους ανθρώπους και τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπεις στα μάτια τους- εκείνος το έχει ήδη σημειώσει:
Ποτέ δεν είδα έναν άνθρωπο να τραγουδά και να μην κερδίζει -έστω και για μια φευγαλέα στιγμή -μια βαθύτητα μελετώντας τον πόνο.
*
Αλλά δεν ήταν το τραγούδι το θέμα μου, ούτε ο Παπαγιώργης- τον χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα πετυχημένης, για χρόνια, γραφής. Βρήκα δυο τρεις φίλους χτες στην απονομή των λογοτεχνικών βραβείων του Διαβάζω – πολύ χάρηκα για τη βράβευση της Λένας Κιτσοπούλου. Οι δικοί μου λοιπόν, με την ευφορία των κερασμένων ουΐσκυ και της περιρέουσας, περί γραφής, ατμόσφαιρας, επανέρχονταν στη διάρκεια της βραδιάς σ’ αυτό που ξέρω καλά από πρώτο χέρι: ότι τον τελευταίο καιρό δεν γράφω. Γιατί δεν γράφω; (Γίναμε κι εμείς αστέρες, κάτσε καλά).
Συνήθως απαντάω με μισόλογα και υπεκφυγές. Μου έρχεται στο νου η ατάκα παλαίμαχου ηθοποιού ο οποίος, σε όσους τον πείραζαν λέγοντάς του βρε συ, πώς γέρασες έτσι, απαντούσε: δεν το ’κανα επίτηδες.
Πρώτα πρώτα ζηλεύω όσους γράφουν με γρήγορο ρυθμό και up tempo. Το ταλέντο δεν συνίσταται στη μία και μόνη έκλαμψη σοφίας ή στην κατάθεση της προσωπικής αλήθειας η οποία, υπό μορφή αδιαμεσολάβητης εκμυστήρευσης θα αποσβολώσει τους πάντες με την ειλικρίνειά της (με τον κίνδυνο για τον άδολο καταθέτη να αδειάσει τη δεξαμενή του βιώματος-τροφοδότη του, δια παντός). Ο καθένας, αν πιεστεί, μπορεί να αφήσει πίσω του μερικές σελίδες πυκνής και ουσιαστικής βιογραφίας- στη συνέχεια όμως τι γίνεται; Η διαρκής δημόσια απεύθυνση του (πετυχημένου) μπλόγκερ, του δημοσιογράφου και κυρίως του συγγραφέα, κρύβει έναν ετοιμοπόλεμο μαχητή παντός καιρού, έναν υπερευαίσθητο άρπαγα της εικόνας, έναν ρέκτη της παρατήρησης* που καταφέρνει να μπαινοβγαίνει από τη ζωή στο στοχασμό της, όπως κανείς στα δωμάτια του σπιτιού του. Συλλέγεις με ευαισθησία, αλλά, γράφεις, λένε, μόνο με ψυχρό αίμα.
Αυτό δεν είναι κακό. Όταν ο Δ.Φιρφιρής βγήκε υπερήλικας από το Όρος για να ηχογραφήσει το ιδιότυπο μουρμουρητό του στο στούντιο, δεν είχε μπροστά του αναμμένα κεριά αλλά καλώδια και μαγνητόφωνα. Η ερμηνεία του δεν είχε ανάγκη τον χώρο ή την ατμόσφαιρα- ο τρόπος αυτής της ερμηνείας (ως κατακτημένο ήθος) τον συνόδευε πλέον παντού. Απ’ αυτό το πλεόνασμα ύφους και ήθους γράφει ο συγγραφέας, χωρίς να πρέπει να γίνεται κουρέλι κάθε φορά που βυθίζεται στον εαυτό του. Είναι μια δουλειά κι αυτή- ή σχεδόν τέτοια, πάντως με τα ωράρια και τους κανόνες της. Ακόμα και ειδικά παντοφλάκια γραφής για το σπίτι, είναι χρήσιμα.
Αλλά αυτά δεν αφορούν εμάς τους ερασιτέχνες. Σ’εμάς δεν εδόθη η χάρις της θείας μανίας. Προχωράμε κουτσά και πολύ στραβά, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψουμε το σκάφος. Καθόλου δεν το θέλαμε, μας βρήκε ο καιρός μεσοπέλαγα. (μέλο-ντράμα / τρρρρρρ παμ παμ παμ.)
(Αστειότητες. Και να φύγει κανείς από το μπλογκ του, δεν έχει πού να πάει. Το πολύ μέχρι το κρεβάτι, και πάλι πίσω. Άντε καληνύχτα, παίδες εν καμίνω. Εδώ θα βράσουμε, όλοι μαζί, στο ζουμί μας.)
------
*έκφραση του Παπαγιώργη.